Σήμερα ο Μίμης Πλέσσας θα έκλεινε τα εκατό, θα συμπλήρωνε ακριβώς έναν αιώνα ζωής. «Έφυγε» όμως μία εβδομάδα νωρίτερα, στην αγκαλιά της αγαπημένης του Λουκίλας, στο σπίτι τους στην Καλλιτεχνούπολη, μόλις του είπε όλα αυτά που ένιωθε γι’ αυτόν, κάτι σαν ερωτική εξομολόγηση ή εξομολόγηση ζωής.

Είναι ο δημιουργός που ένωσε όλους τους Έλληνες και δεν τους χώρισε ποτέ. Το έργο του, το οποίο αποτελείται από χιλιάδες τραγούδια, που ούτε ο ίδιος δεν θυμόταν, αγαπήθηκε από πέντε γενιές.

Γεννημένος στο κέντρο της Αθήνας, με καταγωγή από τη Ζάκυνθο, ο Μίμης Πλέσσας ήταν έξι ετών όταν πέθανε η γιαγιά του. Το 1929 «το πένθος ήταν πένθος», όπως είχε πει σε συνέντευξή του στο «Βήμα». Μια μέρα άνοιξε κρυφά το πιάνο και άρχισε να παίζει με τα πλήκτρα. Το πρώτο φλερτ με την «ασπρόμαυρη ερωμένη» είχε μόλις αρχίσει. Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έγινε ο πρώτος σολίστ πιάνου στο τότε Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας. Κι ενώ όλοι θα περίμεναν να σπουδάσει μουσική, εκείνος σπούδασε χημεία. «Ευχή και κατάρα να μη γίνεις ποτέ μουσικάντης! Να γίνεις επιστήμονας» ήταν τα λόγια της μητέρας του, όταν, τελειώνοντας τη Λεόντειο, της ανακοίνωσε ότι ήθελε να γίνει μουσικός. Κι αυτός δεν της χάλασε το χατίρι. Σπούδασε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στη χημεία στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.

«Δεν θυμάμαι να υπήρξε μεγαλύτερο σοκ στη ζωή μου από το θάνατο της μητέρας μου στην Κατοχή. Είχα αριστεύσει στο πανεπιστήμιο. Της είπα: “Μανούλα, αρίστευσα”. Βουρκώνει, με αγκαλιάζει και πεθαίνει… Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, από την πείνα, ήμουν προφυματικός. Τρώγαμε μία φορά την εβδομάδα. Έτρωγα ένα ψωμάκι που μας έδιναν οι Ιταλοί κάθε φορά που ξεφορτώναμε ένα πτώμα από αβιταμίνωση…» είχε αφηγηθεί στο δημοσιογράφο Γιάννη Βίτσα.

Δεν εγκατέλειψε όμως ποτέ το πιάνο. Παράλληλα με τις σπουδές του, έπαιζε στα καμπαρέ από τις εννιά το βράδυ έως τις έξι το πρωί. Τα χέρια του μάτωναν. «Έπρεπε να ζήσω την κατεστραμμένη μου οικογένεια» είχε πει στο δημοσιογράφο Γιάννη Ζουμπουλάκη, το 2013.

«Στην Αμερική πήγα το 1950, ως ειδικός στην αγορά μηχανημάτων κλωστοϋφαντουργίας της οικογενειακής μας εταιρείας» είχε διηγηθεί στη «Lifo». «Εκεί ήταν που η τύχη με βοήθησε ώστε να συνδεθώ με το μεγάλο σαξοφωνίστα Λέστερ Γιανγκ, ο οποίος περιόδευε με το κουαρτέτο του. Ένα βράδυ, λοιπόν, έλειπε ο πιανίστας του. Κάποιος που με ήξερε από τις εκπομπές μου στο KDAL με σύστησε ως “jazz pianist from Greece”, δηλαδή ως έναν Έλληνα τζαζίστα. Θυμάμαι, σαν να ’ναι τώρα, τον Λέστερ Γιανγκ να ξεκινάει το “Yesterdays” του Τζερόμ Κερν. Σύντομα ξεχάστηκα, παρασυρμένος από τη σοβαρότητα των μουσικών διαλόγων, που, όσο πέρναγε η ώρα, γίνονταν όλο και πιο περιεκτικοί. Όταν τελειώσαμε, ήμασταν ευτυχισμένοι και αισθανόμασταν γεμάτοι από μουσική. Ο Λέστερ με πλησίασε και γελώντας μου είπε: “Έι, Ντι (από το Ντιμίτρι), έχεις πρόβλημα με το χρώμα του δέρματός σου, να το κοιτάξεις”. Με τον τρόπο του είχε φροντίσει να εξισώσει τη μουσική μου ευαισθησία με τη νέγρικη μοναδικότητα».


Τα 3.320 τραγούδια

Το 1952, νεαρός πιανίστας ακόμα, τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο μουσικής του Πανεπιστημίου της Μινεσότα. «Δεν υπάρχει Έλληνας που να έχει δεχτεί περισσότερους ψόγους και κατηγορίες. Έλεγαν “αυτός δεν ξέρει τι κάνει». Αυτά που παίζει είναι αμερικανικά, δεν είναι δικά μας…» θα έλεγε στον Γιάννη Βίτσα. «Έχω γράψει 3.320 τραγούδια. Έχω και αντίστοιχο βραβείο από την ΑΕΠΙ. Ήμουν πάρα πολύ φίλος τόσο με τον Χατζιδάκι όσο και με τον Θεοδωράκη… Ο Μάνος Χατζιδάκις σήκωνε το τηλέφωνο και έλεγε στον παλιό Καραμανλή: “Με στεναχωρεί η Λυρική”. Την άλλη ώρα, τον είχε κάνει διευθυντή… Να ζητήσω εγώ βοήθεια για να υπάρξει το έργο μου; Θα έπρεπε προηγουμένως να αυτομαστιγωθώ» είχε προσθέσει.

Οι μουσικές του για τον κινηματογράφο είναι μνημειώδεις: «Στην αρχή ο Φίνος δεν με ήθελε, γιατί δεν είχα γράψει ούτε ένα τραγούδι. Ο Δαλιανίδης ήταν εκείνος που επέμεινε να γράψω τη μουσική για τις ταινίες “Νόμος 4000”, “Ίλιγγος”, “Στεφανία”, “Στον αστερισμό της Παρθένου” κ.λπ.». Είχε στο ενεργητικό του περισσότερες από εκατό ταινίες, αλλά και δεκάδες θεατρικές παραστάσεις. Είχε συνεργαστεί με τις σπουδαιότερες ελληνικές φωνές. Η Νάνα Μούσχουρη κάποτε είχε πει ότι μπορεί να οφείλει στον Χατζιδάκι μεγάλο μέρος της δισκογραφίας της, στον Πλέσσα όμως χρωστά τον τρόπο που στάθηκε στις διεθνείς μουσικές σκηνές.

Ο ίδιος θα έλεγε: «Η Τζένη Βάνου είναι ανεπανάληπτη, μοναδική. Δεν τη βάζω δίπλα σε καμία από τις άλλες μου ερμηνεύτριες και μούσες. Τη Μαρινέλλα τη λέω “κοκαλένια μου”. Την εποχή που ο Καζαντζίδης έλεγε Κίτσα τη Μαρινέλλα, εγώ της έδωσα ένα τραγούδι και με αυτό έγινε η πρώτη κυρία του τραγουδιού».

Σε συνέντευξή του είχε δηλώσει πως ο Γιάννης Πουλόπουλος, ένας από τους πιο αγαπημένους του ερμηνευτές, τον είχε προδώσει. «Όλοι με εκμεταλλεύτηκαν. Με άφησε και κανείς ανεκμετάλλευτο; Με την κάκιστη έννοια. Και με αυτά τα τραγούδια έκαναν τις τεράστιες καριέρες τους» είχε πει.

«Χρωστάω ακόμα ένα “συγγνώμη” στον Τόλη Βοσκόπουλο. Όταν ο Δαλιανίδης μού είπε: “Αρκετά πια με τον Πουλόπουλο”, εγώ επηρμένος, εγωιστικά σκεπτόμενος, του είπα: “Θα σου στείλω κάποιον να σου γράψει μουσική για το τραγούδι που θα πει ο Βοσκόπουλος”. Αρνήθηκα τον άνθρωπο που αμέσως μετά μου είπε: “Θέλω να με αφήσεις να σου δείξω τι μπορώ να κάνω με ένα τραγούδι σου”. Έτσι, λοιπόν, πραγματικά, ήρθε στο σπίτι, του έγραψα αυτό που εκείνος νόμιζε ότι θα μπορέσει να τον βοηθήσει. Το αποτέλεσμα αυτών των αρνήσεων και των αποδοχών ήταν η συγκλονιστική συνεργασία που έχουμε με τον Τόλη» είχε αποκαλύψει.


Η πρώτη τους νύχτα

Σημαδιακή ήταν η συνάντησή του με τη μουσική παραγωγό και δημοσιογράφο Λουκίλα Καρρέρ: Τους χώριζαν δεκαετίες, έγινε όμως η σύντροφος της ζωής του. Η ίδια έχει αφηγηθεί για τη γνωριμία τους: «Πήγα με τους γονείς και την αδελφή μου στο “Michel” της οδού Φιλελλήνων, στο Σύνταγμα, το βράδυ της ονομαστικής μου γιορτής. Εκεί συναντιούνταν μουσικά κάθε βράδυ ο Μίμης Πλέσσας με τον Γιώργο Κατσαρό. Τον Μίμη δεν τον γνώριζα προσωπικά, αλλά λάτρευα τα τραγούδια του, ενώ με τον Γιώργο Κατσαρό γνωριζόμασταν. Ήξερε ότι ένα από τα πολύ αγαπημένα μου τραγούδια ήταν το “Η πρώτη μας νύχτα”, πλησίασε στο τραπέζι μας και το έπαιξε με το σαξόφωνό του. Ο Μίμης, που ήταν καθισμένος στο πιάνο, είδε τη σκηνή αυτή και φρόντισε στο πρώτο διάλειμμα να έρθει να χαιρετήσει τους γονείς μου, με τους οποίους γνωρίζονταν. Τότε γύρισε σε εμένα και μου είπε την επική ατάκα: “Κορίτσι μου, το τραγούδι με το οποίο σου ευχήθηκε ο συνάδελφος είναι δικό μου”. Για να του απαντήσω: “Το ξέρω, κύριε Πλέσσα. Γνωρίζω όλο σας το έργο και ομολογώ ότι απόψε δεν άκουσα πολλά από τα αγαπημένα μου τραγούδια. Αν και δικά σας, δεν τα βάλατε στο πρόγραμμά σας”».

«Κάπως έτσι άρχισαν όλα» αναφέρει η Λουκίλα Καρρέρ στο βιβλίο της «Μίμης Πλέσσας - Ποιος το ξέρει. 70 χρόνια δημιουργίας». «Επί τρία χρόνια από εκείνο το γιορτινό βράδυ και την πρώτη μας γνωριμία, πηγαινοερχόμουν τρεις φορές την εβδομάδα από το Μετς, όπου ήταν το πατρικό μου σπίτι, στην Πλάκα, όπου είχε μόλις μετακομίσει ο Μίμης, φορτωμένη δισκάκια και βιντεοκασέτες, στις οποίες είχα γράψει όλες τις ελληνικές ταινίες με μουσική του Μίμη. Τα ακούγαμε και τα βλέπαμε παρέα και, κάθε φορά που του “σύστηνα” ένα δημιούργημά του, ο Μίμης συμπλήρωνε: “Καλά, κι εσύ πού τα ξέρεις όλα αυτά; Εγώ ούτε που τα θυμάμαι”.

Οι τεράστιες επιτυχίες του δεν είχαν την υπογραφή του στη συνείδηση του κόσμου, ήταν το “Άνοιξε πέτρα” της Μαρινέλλας, το “Άγαλμα” του Γιάννη Πουλόπουλου και το “Βρέχει φωτιά στη στράτα μου” του Στράτου Διονυσίου.

Εγώ, φοιτήτρια οικονομικών, αλλά φανατική συλλέκτρια ελληνικών τραγουδιών, λάτρις του ελληνικού κινηματογράφου και, από την άλλη, ένας συνθέτης που δεν είχε συνειδητοποιήσει τη δύναμη των όσων είχε γράψει. Ένας συνθέτης που το κύκλωμα της δισκογραφίας τον είχε πείσει ότι “είχε τελειώσει”. Δεν είχε κανένα κόμμα να τον υποστηρίξει και να τον φέρει στο προσκήνιο, καμία “εκδοτική παρέα” να γράψει διθυράμβους για το έργο του. Ευτυχώς, ο Μίμης δεν χρειάστηκε τέτοια δεκανίκια ποτέ στη ζωή του. Είναι τόσο ευρύ και διαχρονικό το έργο του, που άγγιξε τις ψυχές των Ελλήνων, ένωσε τόσες γενιές και δεν μας χώρισε ποτέ σε αριστερούς και δεξιούς, σε αστούς και λαϊκούς» περιγράφει στο βιβλίο της η Λουκίλα Καρρέρ.

Δημοσιεύθηκε στην Ontime