Τα μυστικά ενός πεντάστερου "σανατορίου": Η ιστορία του πολυτελούς ξενοδοχείου στην Αρκαδία που έμειναν για δεύτερη φορά Κασσελάκης και Τάιλερ (Εικόνες)
Eντυπωσιακό ορεινό resort
Το ιστορικό κέντρο θεραπείας ασθενών με φυματίωση, που ήθελε να γίνει προπονητικό κέντρο κόντεψε να γκρεμιστεί εντελώς, αλλά τελικά μετατράπηκε σε πολυτελή χώρο διαμονής και γαστρονομίας
Ωστόσο, η επιλογή για τη διαμονή του έκπτωτου προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με τον σύζυγό του ήταν η ίδια με την πρώτη φορά, ένδειξη ότι είχαν μείνει όχι μόνο ικανοποιημένοι, αλλά ενθουσιασμένοι από τις παροχές και τις ανέσεις του ξενοδοχείου «ΜANNA», που αποτελεί ένα καταφύγιο υψηλής αισθητικής και υπηρεσιών, περιτριγυρισμένο από δάση, λίμνες και ποτάμια, και προσφέρει εμπειρίες απόλυτης ευεξίας όλο τον χρόνο. Εξάλλου, πρόκειται για ένα ιστορικό συγκρότημα 5 αστέρων, στο αρχαίο ελατόδασος του όρους Μαινάλου, στην Κορφοξυλιά Μαγουλιάνων, ανάμεσα στα εκκλησάκια των Αγίων Πάντων και της Αγίας Παρασκευής, που όποιος το επισκέπτεται «χάνεται» στα βάθη της ιστορίας του.
Διαθέτει, επίσης, ένα μοναδικό εστιατόριο με την υπογραφή του βραβευμένου σεφ Αθηναγόρα Κωστάκου. Ενδεικτικό είναι ότι στο μενού του εστιατορίου ξεχωρίζουν πιάτα όπως το «μποστάνι» (όσπρια και χόρτα εποχής, βινεγκρέτ με μουστάρδα και ξίδι, μυρωδικά), η μπολονέζ προβατίνας (ζυμαρικά κοχύλια, κιμάς προβατίνας, μυζήθρα ξερή Βυτίνας) και το μπέργκερ προβατίνας (χειροποίητη κέτσαπ πιπεριάς, καπνιστό τυρί Μετσόβου, χειροποίητη πίκλα αγγούρι, πατάτες τηγανητές, χειροποίητη μαγιονέζα με φρέσκια τρούφα Μαινάλου).
Ξενοδοχείο «ΜANNA»: Το εντυπωσιακό ορεινό resort στην Αρκαδία που ξεκίνησε ως σανατόριο
Ασφαλώς και τα μνημόνια δεν ήταν ευλογία για τη χώρα. Ωστόσο, στις ελάχιστες περιπτώσεις που μπορεί η επίδρασή τους να χαρακτηριστεί θετική είναι πως λύθηκαν με αποφασιστικό τρόπο «γόρδιοι δεσμοί» και εξουδετερώθηκαν άμεσα δαιδαλώδεις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις που εμπόδιζαν για πολλές δεκαετίες την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου. Το «Σανατόριο Μάνα», εάν δεν είχε υπαχθεί στο ΤΑΙΠΕΔ, θα παρέμενε ένα κτίριο-φάντασμα, κουβαλώντας τους θρύλους του δάσους μέσα από τις αφηγήσεις της λαϊκής φαντασίας. Τις προηγούμενες δεκαετίες επιφανείς οικονομικοί παράγοντες είχαν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους για να αποκτήσουν το «Σανατόριο». Ωστόσο, η κατάσταση ήταν πολύ μπερδεμένη σε σχέση με το ποιος είχε την απόλυτη δικαιοδοσία επί του ακινήτου, με αποτέλεσμα η πρόθεσή τους να προσκρούει σε ανυπέρβλητα εμπόδια. Για τους τίτλους κληρονομιάς και, κατ’ επέκταση, ιδιοκτησίας υπήρχαν για δεκαετίες έριδες ανάμεσα στα γειτονικά χωριά του Δήμου Γορτυνίας και του ψυχιατρικού νοσοκομείου Τρίπολης, καθώς σε αυτό υπαγόταν το σανατόριο.
Οι κάτοικοι της περιοχής και συγκεκριμένα των δύο γειτονικών χωριών, Βαλτεσινίκου και Μαγουλιάνων, από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 μέχρι και το 2015 ζούσαν με την προσδοκία ότι ο χώρος θα αξιοποιηθεί και θα μεταβληθεί σε τεράστιο αθλητικό κέντρο και ξενοδοχειακή μονάδα, όπου θα κατέλυαν ποδοσφαιρικές ομάδες από την Ελλάδα και το εξωτερικό, για να κάνουν την προετοιμασία τους. Δεν είναι ψέμα ότι οι πιτσιρικάδες της δεκαετίας του ’80, που σήμερα πλησιάζουν τη ζώνη της μέσης ηλικίας, μεγάλωσαν με την ελπίδα πως, εάν αξιοποιηθεί το «Σανατόριο» και γίνει διεθνούς εμβέλειας προπονητικό κέντρο, θα δουν να «παίζει μπάλα» στην καρδιά του Μαινάλου η Μπαρτσελόνα, η Ρεάλ Μαδρίτης και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Τα χρόνια, όμως, περνούσαν και «πότιζαν» με τη σκουριά της κατάρρευσης τον χώρο. Τα μόνα ζωντανά που κυκλοφορούσαν εντός και πέριξ του σανατορίου ήταν τα γιδοπρόβατα των τσοπάνηδων της περιοχής. Αλλες φορές το κτίριο λειτουργούσε και ως καταφύγιο για ξενόφερτους κυνηγούς, οι οποίοι έδιναν ραντεβού «στο σανατόριο» για να μοιράσουν τα θηράματά τους.
Νοσοκομείο του τρόμου
Εμείς, ως πιτσιρικάδες, καθώς τυγχάνει να έλκουμε από εκεί την καταγωγή μας, εξερευνούσαμε το κτίριο σπιθαμή προς σπιθαμή, αναζητώντας την αλήθεια πάνω στους θρύλους που είχαμε ακούσει από τους παλαιότερους. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’30, όταν και έπαψε να λειτουργεί ως θεραπευτήριο για τους φυματικούς, το συγκεκριμένο κτίσμα αποτέλεσε πεδίο ανάπτυξης παράλογων θεωριών από τους «δεισιδαίμονες» της εποχής, οι οποίοι με τις ευφάνταστες μαρτυρίες τους εμφάνιζαν το σανατόριο σαν τον πύργο του Κόμη Δράκουλα των Καρπαθίων. Το νοσοκομείο... του τρόμου, όπου τις νύχτες έβγαιναν σεργιάνι οι ψυχές των πεθαμένων από τη νόσο της φυματίωσης και ακούγονταν οι φωνές τους στα έγκατα του Μαινάλου. Διόλου τυχαίο είναι πως την προηγούμενη δεκαετία εμφανίστηκαν με κάμερες στο κτίριο κάποιοι κυνηγοί φαντασμάτων, που στη συνέχεια «μοίραζαν» το «μεταφυσικό υλικό» που είχαν συγκεντρώσει σε γνωστή τηλεοπτική εκπομπή που ασχολιόταν με τις «Πύλες του Ανεξήγητου».
Συγκρίνοντας τον Οκτώβριο του 1930, τότε που έγιναν τα εγκαίνια του θεραπευτηρίου για τους φυματικούς στην περιοχή της Κορφοξυλιάς της ορεινής Γορτυνίας, με τον σημερινό Οκτώβριο του 2024, που πλέον το παλαιό νοσοκομείο λειτουργεί ως πεντάστερο ξενοδοχείο, στο οποίο έχουν φιλοξενηθεί σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής ζωής του τόπου και της επιχειρηματικής ελίτ, εκείνο που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι πως και στις δύο αυτές χρονικές περιόδους επωφελήθηκαν οι ντόπιοι της περιοχής. Τη δεκαετία του 1930, επειδή ακριβώς οι ασθένειες δεν κάνουν διακρίσεις, οπότε δεν υπάρχει ταξικό πρόσημο στην υγεία, στο σανατόριο η μοίρα των πλουσίων και των φτωχών ήταν ίδια. Ομως, οι ευκατάστατοι ασθενείς «τόνωναν» την τοπική οικονομία, καθώς ήταν σε θέση να μοιράζουν χρήματα για τις προσωπικές τους ανάγκες σε επίπεδο διατροφής ή ψυχαγωγίας.
Εμένα ο παππούς μου, που γεννήθηκε στο Βαλτεσινίκο το 1924, επειδή ήξερε πως στο σανατόριο υπήρχαν πλούσιοι ασθενείς, τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά δεν καθόταν να πει τα «κάλαντα» στο χωριό, αλλά περπατούσε 5 χιλιόμετρα μες στο χιόνι για να πάει στο σανατόριο και να εισπράξει ως αντίτιμο χρήματα και όχι πορτοκάλια και σταφίδες.
Βέβαια, σήμερα ως ξενοδοχείο το «ΜΑΝΝΑ» ναι μεν λειτουργεί ως «μητροπολιτικό κέντρο» για να ενισχύονται οι τοπικές οικονομίες των δύο χωριών που το περιβάλλουν γεωγραφικά, το Βαλτεσινίκο και τα Μαγούλιανα, ωστόσο η μοίρα των επισκεπτών σε αυτό δεν είναι ίδια με εκείνη των ασθενών της δεκαετίας του ’30.
Η μοναδική του αρχιτεκτονίκη
Το «ΜΑΝΝΑ» βρίσκεται σε υψόμετρο 1.200 μ. στο όρος του Μαινάλου και στεγάζεται σε ένα ιστορικό, διατηρητέο κτίριο μοναδικής αρχιτεκτονικής, το οποίο έχει ανακηρυχθεί προστατευόμενο μνημείο. Χρονολογείται από το 1929 και είναι γνωστό ως «Το Σανατόριο της Μάνας». Το κτίριο πήρε το όνομά του από την Αννα Μελά, αδερφή του Μακεδονομάχου Παύλου Μελά, που ήταν και η δημιουργός του σανατορίου.
Σκοπός της ήταν να δημιουργήσει το μεγαλύτερο σανατόριο στα Βαλκάνια. Για τον λόγο αυτό, πήρε χρηματική βοήθεια από πλούσιους Έλληνες της Αιγύπτου και της Αμερικής. Η Αννα Μελά ήταν μια αριστοκράτισσα της εποχής, που αφιέρωσε τη ζωή και την περιουσία της στη θεραπεία τραυματισμένων στρατιωτών και ασθενών με φυματίωση. Λόγω της απόλυτης αφοσίωσής της στους ασθενείς, αλλά και της εκτεταμένης φιλανθρωπίας της, χαρακτηρίστηκε «Μάνα του στρατιώτη». Από εκεί πήρε και το όνομά του το σανατόριο. Το «Mάνα» λειτούργησε ως σανατόριο μέχρι το 1938. Ο άφθονος καθαρός αέρας, λόγω του υψομέτρου και του πυκνού δάσους, στάθηκε ιδανικός παράγοντας για τη θεραπεία των ασθενών εκείνης της εποχής. Το «ΜΑΝΝΑ» είναι ένα εμβληματικό κτίριο νεοκλασικών επιρροών, με μπορντούρες και αετώματα. Χτισμένο από Λαγκαδινούς μάστορες της εποχής, που ήταν φημισμένοι τεχνίτες της πέτρας, και με σχέδια του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Αγγελίδη, κατασκευάστηκε με πλάκες από οπλισμένο σκυρόδεμα, γκρίζα ασβεστολιθική πέτρα και δάπεδα από ξύλο και μωσαϊκό, τα οποία διατηρούνται μέχρι και σήμερα. Αφού έκλεισε το σανατόριο και λεηλατήθηκε, τα πολύτιμα πέτρινα περβάζια του διασκορπίστηκαν σε νεότερες κατασκευές, ενώ η ξύλινη στέγη του αφαιρέθηκε και επανεφαρμόστηκε ολόκληρη σε νοσοκομείο στην Τρίπολη.30 δωμάτια και σουίτες των 300-1.100 ευρώ
Σήμερα τίποτα δεν θυμίζει το άλλοτε εγκαταλελειμμένο και για πολλούς τρομακτικό σανατόριο, αφού στη θέση του «φαντάσματος» δεσπόζει το «MANNA», μια εντυπωσιακή ξενοδοχειακή μονάδα, κατηγορίας ορεινού resort, που προσφέρει τουρισμό εμπειρίας.
Το κτίριο πωλήθηκε το 2015, αφού είχε βγει σε διαγωνιστική διαδικασία του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ). Κατοχυρώθηκε για μακροχρόνια μίσθωση στην εταιρεία OTUS Hospitality έναντι 830.000 ευρώ – μια εξαιρετικά χαμηλή τιμή σε σχέση με το μέγεθός του (2.500 τ.μ.), καθώς απλώνεται σε μια έκταση επτά στρεμμάτων. Πίσω από την αγορά-ευκαιρία είναι ο Στρατής Μπατάγιας, ο οποίος έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Ξεκίνησε αμέσως τις αρχιτεκτονικές μελέτες, με το κόστος ανακατασκευής να ξεπερνά τα 6 εκατ. ευρώ. Προκλήθηκε ένα μπαράζ καθυστερήσεων: capital controls, προβλήματα με τους δασικούς χάρτες, ανακήρυξη του μνημείου ως διατηρητέου, πανδημία COVID-19... Ωστόσο, το παρατημένο κτίριο ανακαινίστηκε πλήρως υπό τον σχεδιασμό των K-Studio και Monogon Office for Architecture και μεταμορφώθηκε σε μια πολυτελή, πεντάστερη ξενοδοχειακή μονάδα, με πολύ ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, που ξεπέρασε τις αρχικές προσδοκίες του ιδιοκτήτη.
Αλλωστε, η αισθητική του παραπέμπει σε ένα καταφύγιο στη μέση του δάσους. Εξ ου και η φιλοσοφία του «less is more». Τον Ιούλιο του 2023 άνοιξε τις πύλες του για το κοινό με διαχειρίστρια εταιρεία τη Modus & Amplio και μέσα σε έναν χρόνο κατάφερε να γίνει γνωστό στην αγορά του ορεινού τουρισμού, ανεβάζοντας την επισκεψιμότητα στην περιοχή.
Το «MANNA» διαθέτει πάνω από τριάντα δωμάτια και σουίτες από 22 έως 55 τ.μ., με θέα το δάσος, το βουνό και τη λίμνη, με ενδεικτικό κόστος διαμονής από 300 έως 1.100 ευρώ (στις σουίτες) την ημέρα. Στα συν του συγκαταλέγονται οι ανεξάρτητες μπανιέρες στο δωμάτιο (στη φιλοσοφία του τελετουργικού αυτοθεραπείας), τα βιώσιμα υλικά της πέτρας και του ξύλου, ο φυσικός φωτισμός με την έμπνευση της Ελευθερίας Ντεκώ, αλλά και η σύγχρονη γαστρονομική πρόταση του βραβευμένου σεφ Αθηναγόρα Κωστάκου, που πατά σε παραδοσιακές συνταγές με τοπικά προϊόντα της περιοχής.
Τέλος, η μονάδα προσφέρει μεγάλη γκάμα προϊόντων spa and wellness, με ειδικούς χώρους σάουνας και χαμάμ, γυμναστήρια και θερμαινόμενη πισίνα, φανερώνοντας έτσι και τη φιλοσοφία του θεραπευτικού προφίλ, που «ζει» για πάντα στο ιστορικό αυτό μέρος.
*Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά»