Έχει πίσω του σπουδαία πορεία στο Χόλιγουντ, που όµως δεν είναι ευρύτερα γνωστή στην Ελλάδα. ∆εν πρόκειται άλλωστε για άνθρωπο που θα βγει και θα διατυµπανίσει ό,τι έχει κατορθώσει. Εχει διαπρέψει ως «Τάλµποτ», ως βρικόλακας στην πολυσυζητηµένη σειρά «True Blood» του ΗΒΟ. Στην Ελλάδα συνεργάστηκε θεατρικά µε τον Μιχάλη Κακογιάννη και κινηµατογραφικά µε τον Γιάννη Σµαραγδή. Και τώρα, ο Theo Alexander αµερικανιστί, επί το ελληνικότερον Θοδωρής Ζουµπουλίδης, που εγκαταστάθηκε στον «Μικρό Κεραµεικό» για να γίνει Σέξπιρ στο «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο», µιλά εφ’ όλης της ύλης στην «Κυριακάτικη Απογευµατινή».

Πώς προέκυψε ο «Τάλµποτ» στο περίφηµο «True Blood»;

Ολες οι σειρές που έκανα στην Αµερική (σ.σ. ανάµεσά τους και το «CSI: Νew York»), όπως και το «True Blood», προέκυψαν έπειτα από πολλές οντισιόν. Πάντα ήµουν τολµηρός, αγωνιζόµουν για να κατακτήσω τους στόχους µου. Κάποιες φορές πέτυχα, άλλες όµως απέτυχα - και αυτό πρέπει να ξέρουν τα νέα παιδιά για να µην απελπίζονται.

Η φήµη και ουσιαστικά η αναγνώριση ήρθε από τον συγκεκριµένο ρόλο. Τι κρατάτε από την πολυετή εµπειρία σας στη «Μέκκα του σινεµά»; Και ποιο το τίµηµα;

Αφ’ ενός, είναι τιµητικό ο ρόλος που παίζεις να συγκαταλέγεται π.χ. από τους «N.Y. Times» στους 10 καλύτερους τηλεοπτικούς της χρονιάς ή, αντίστοιχα, η παράσταση όπου πρωταγωνιστείς να είναι στο top 5 της σεζόν... Να φτάνεις στο διαγωνιστικό της Mπερλινάλε ή να λαµβάνεις το δείνα και το τάδε βραβείο... Αφ’ ετέρου, έχω κάνει δουλειές που δεν αποτέλεσαν µέρος καµιάς µεγαλεπήβολης λίστας και είναι στην προσωπική µου λίστα µε τα αγαπηµένα. Οπως κάθε άνθρωπος που θέλει να δηµιουργήσει σε έναν πολύ ανταγωνιστικό κλάδο και δη στο Χόλιγουντ, κάτι έπρεπε να θυσιάσω στον βωµό της φιλοδοξίας µου. Το κόστος για την προσωπική µου ζωή ήταν τεράστιο! Τον πλήρωσα τον λογαριασµό. Πλέον έχω βρει την ισορροπία µεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής - είµαι ευτυχισµένος.

Πόσο δύσκολο είναι για έναν Έλληνα να ξεχωρίσει η υποκριτική του δεινότητα στην Αµερική;

Η υποκριτική είναι µία τέχνη. Όπως όλες οι τέχνες εµπίπτουν στη σφαίρα της υποκειµενικής θεώρησης, έτσι κι εκεί: παλεύεις µε θεούς και δαίµονες... Τα µεγέθη είναι διαφορετικά βέβαια, ειδικά όταν είσαι στη «Μέκκα» των κινηµατογραφικών και τηλεοπτικών παραγωγών. Το µυστικό είναι ένα - ουσιαστικά δεν είναι καν µυστικό: δουλειά, δουλειά, δουλειά. Και πάντα παραµένεις µαθητής. Ακόµα και τώρα έχω τον δάσκαλο υποκριτικής µου.

Υπάρχει κάτι που ο Theo Alexander θα συµβούλευε τον νεαρό Θοδωρή Ζουµπουλίδη που τώρα ξεκινάει;

Πάρε µια βαθιά ανάσα, η ζωή είναι πάνω από την υποκριτική, συνέχισε να δουλεύεις ακόµα πιο σκληρά και µη µαστιγώνεις το παιδί µέσα σου για τα δικά σου λόγια. Να ζεις πάντα µε τη ρήση: «Πρέπει να έχετε θάρρος, ίσως αύριο να είναι καλύτερα», όπως έλεγε η θεά Αθηνά, διά στόµατος Οδυσσέα, στους Ελληνες που πολιορκούσαν την Τροία.

Στην Ελλάδα, η πλειονότητα σας θυµάται ως τον αδελφό του El Greco στην οµώνυµη ταινία του Γιάννη Σµαραγδή. Συνεργαστήκατε, ωστόσο, και µε τον Μιχάλη Κακογιάννη στον «Κοριολανό» του Σέξπιρ, στο Ηρώδειο.

Όλες οι συνεργασίες µου είναι κοµµάτι του καλλιτεχνικού µωσαϊκού µου. ∆εν θα ήµουν εδώ σήµερα χωρίς όλους εκείνους τους δηµιουργούς, παραγωγούς, καλλιτέχνες, σκηνοθέτες που πίστεψαν σε µένα. Ο Μιχάλης Κακογιάννης µε τίµησε µε την εµπιστοσύνη του, αλλά και µε τις συµβουλές του στις ατελείωτες συζητήσεις µας. Υπήρξε σπάνια καλλιτεχνική ευλογία.

Πώς επιστρέψατε στην Ελλάδα, αλλά και πώς προέκυψε ο ρόλος σας στην παράσταση «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο»;

Η βάση µου είναι η Ελλάδα, συνεχίζω όµως να συµµετέχω σε διεθνείς παραγωγές, όπως ήταν η τελευταία µου συµµετοχή στο ρωσικό «My only Son». Μία σειρά από προσωπικές, οικογενειακές και επαγγελµατικές συγκυρίες και η βαθιά επιθυµία µου να παίξω στη γλώσσα µου µε έφεραν πίσω στην Αθήνα. Το φθινόπωρο αυτό µε βρίσκει στον «Μικρό Κεραµεικό» µε το ρέκβιεµ του Γιώργου Σκούρτη «Ο Σαίξπηρ ζει στο καταφύγιο», σε σκηνοθεσία Νίκου Γραµµατικού. Τεράστια τιµή να µε σκηνοθετεί ο σπουδαίος αυτός καλλιτέχνης...

Τι απολαµβάνετε στον ρόλο του ηθοποιού και τι θα προτιµούσατε να κάνει κάποιος άλλος για εσάς;

Χαίροµαι τη διαδικασία της µεταµόρφωσης, της εύρεσης του χαρακτήρα. Για έναν ρόλο είµαι πάντα διατεθειµένος να µεταµορφωθώ, να βρω το περπάτηµά του, τα µαλλιά που πρέπει να έχω, το βάρος και τη σωµατοδοµή που επιβάλλονται. Το κοµµάτι της δραµατουργίας µε συνεπαίρνει και όλη αυτή η διαδικασία του τοκετού, της γέννας του ήρωα, όπως δηµιουργείται πάνω στο σανίδι ή στο σετ. Σε ό,τι αφορά αυτά που µε δυσκολεύουν, προσπαθώ να βελτιώνοµαι στα πρακτικά και στα γραφειοκρατικά. Επειδή έχω σπουδάσει στο Boston University management, νοµίζω πως κάπως τα καταφέρνω. Το 95% της τέχνης είναι λάντζα, πρόβα και σκληρή δουλειά και το άλλο 5% η µαγεία.

*Δημοσιεύθηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»