Έφτασε η ώρα για τις αμερικανικές εκλογές, οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί από τις πλέον αμφίρροπες στην ιστορία των ΗΠΑ με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις να θέλουν τους δύο αντίπαλους, Κάμαλα Χάρις και Ντόναλντ Τραμπ να παραμένουν «ισόπαλοι», ενώ όπως φαίνεται, οι κρίσιμες πολιτείες είναι αυτές που θα κρίνουν τον νικητή και συνεπώς τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ.


Αμερικανικές εκλογές: Από τον Τζορτζ Μπους στον Ράδερφορντ Χέιζ

Τα προγνωστικά κάνουν λόγο για «στήθος με στήθος» μάχη, με τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων να κάνει για ακόμα μια φορά μια «εκρηκτική» δήλωση, αποκαλώντας την 5η Νοεμβρίου ως «Ημέρα Απελευθέρωσης» για τις ΗΠΑ, ενώ με τη σειρά της η υποψήφια των Δημοκρατικών τον κατηγορεί για πιθανή κατάχρηση εξουσίας, εάν εκλεγεί.

Οι Αμερικανοί ψηφοφόροι οδεύουν προς την κάλπη διχασμένοι, ενώ ταυτόχρονα ένα μικρό προβάδισμα πρακτικά δεν έχει ουσιαστικά μεγάλη σημασία, αφού τον επόμενο πρόεδρο θα τον εκλέξει το Εκλεκτορικό Κολέγιο ή Σώμα των Εκλεκτόρων, οι πολιτικές ισορροπίες εντός του οποίου δεν καθορίζονται από το συνολικό/εθνικό αποτέλεσμα αλλά από τα αποτελέσματα σε κάθε πολιτεία χωριστά.

Το 2016, η Χίλαρι Κλίντον είχε λάβει πολύ περισσότερες ψήφους από τον Ντόναλντ Τραμπ σε εθνικό επίπεδο, ωστόσο ο Τραμπ είχε επικρατήσει στις πολιτείες που δίνουν τους περισσότερους εκλέκτορες και έτσι πήρε την προεδρία « μέσα από τα χέρια της».

Αβέβαιο μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν και το αποτέλεσμα και των αμερικανικών εκλογών, το 2020, με τον Ντόναλντ Τραμπ να μην παραδέχεται μέχρι και σήμερα την ήττα του από τον Τζο Μπάιντεν.


Οι προεδρικές εκλογές που κρίθηκαν «στο νήμα»

Η ιστορία των εκλογών στις ΗΠΑ έχει αρκετά παραδείγματα από αναμετρήσεις υποψήφιων προέδρων, στις οποίες το αποτέλεσμα κρίθηκε «στο νήμα».

  • Τζορτζ Μπους – Αλ Γκορ (2000)
Οι εκλογές του 2000 ανάμεσα στον Ρεπουμπλικανό Τζορτζ Μπους και τον Δημοκρατικό Αλ Γκορ ήταν από τις πλέον αμφιλεγόμενες στην ιστορία των ΗΠΑ, με την καταμέτρηση των ψήφων να στιγματίζεται από ασυνέπειες, ιδίως στη Φλόριντα, όπου ο Αλ Γκορ απαίτησε επανακαταμέτρηση.

Οι νομικές προσφυγές κατέληξαν ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, όπου οι εκκλήσεις για επανακαταμέτρηση απορρίφθηκαν και τελικά πέντε εβδομάδες μετά τις εκλογές, νικητής ανακηρύχθηκε ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, κερδίζοντας το σώμα των εκλεκτόρων με 271 ψήφους, έναντι 266 του Γκορ. Παρολ' αυτά, έχασε τη λαϊκή ψήφο με διαφορά περίπου 500.000 ψήφων.

  • Τζον Κένεντι – Ρίτσαρντ Νίξον (1960)
Στην αναμέτρηση του 1960 ανάμεσα στον Δημοκρατικό Τζον Κένεντι και τον Ρεπουμπλικανό Ρίτσαρντ Νίξον, ο Κένεντι έδωσε σκληρή μάχη για να λάβει το χρίσμα των Δημοκρατικών, κερδίζοντας τον Χιούμπερτ Χάμφρεϊ σε 13 προκριματικές εκλογές και στη συνέχεια νικώντας τον επικεφαλής της πλειοψηφίας της Γερουσίας Λίντον Τζόνσον στην πρώτη ψηφοφορία στο συνέδριο των Δημοκρατικών.

Ο Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος είχε διατελέσει αντιπρόεδρος υπό τον Ντουάιτ Ντι Αϊζενχάουερ, προτάθηκε από τους Ρεπουμπλικάνους για να αντιμετωπίσει τον Κένεντι στις προεδρικές εκλογές και παρά το γεγονός ότι αρχικά είχε προβάδισμα σχεδόν 6 μονάδων, ο Κένεντι κατάφερε σταδιακά να μειώσει τη διαφορά.

Οι υποψήφιοι κατέληξαν να ισοβαθμούν στο 47% στις δημοσκοπήσεις του Gallup και τελικά ο Κένεντι νίκησε με διαφορά 112.000 ψήφων (σε σύνολο 68,8 εκατομμυρίων), ενώ το αντίκρισμα στο κολέγιο των επιτρόπων ήταν πολύ μεγαλύτερο καθώς εξασφάλισε 303 και ο Νίξον 219 εκλέκτορες.

  • Τζέιμς Γκάρφιλντ – Γουίνφιλντ Χάνκοκ (1880)
Το 1880 ο Ρεπουμπλικανός Τζέιμς Γκάρφιλντ, ο οποίος έλαβε τελικά το προεδρικό χρίσμα μετά από 35 άκαρπες ψηφοφορίες στο συνέδριο του κόμματός του, εξελέγη 20ος πρόεδρος των ΗΠΑ νικώντας τον Δημοκρατικό Γουίνφιλντ Σκοτ Χάνκοκ.

Ο Γκάρφιλντ επικράτησε του Δημοκρατικού Χάνκοκ με μόλις 7.368 λαϊκές ψήφους και 214 ψήφους στο κολέγιο εκλεκτόρων έναντι 155 του Χάνκοκ.

Η θητεία του ήταν εξαιρετικά σύντομη αφού, δολοφονήθηκε τέσσερις μήνες μετά την ανάληψη των προεδρικών καθηκόντων και τελικά ο Τζέιμς Γκάρφιλντ έμεινε στην ιστορία ως ο δεύτερος πρόεδρος των ΗΠΑ που δολοφονήθηκε και ο δεύτερος πρόεδρος με την πιο ολιγόχρονη θητεία.

  • Ράδερφορντ Χέιζ – Σάμιουελ Τίλντον (1876)
Στις εκλογές του 1876 ο Ρεπουμπλικανός Ράδερφορντ Χέιζ αναδείχθηκε πρόεδρος μέσα σε εξαιρετικά τεταμένο κλίμα, εκφοβισμούς ψηφοφόρων, απειλές κατά Ρεπουμπλικανών (μαύρων) ψηφοφόρων, ψηφοδέλτια των Δημοκρατικών με το σύμβολο των Ρεπουμπλικανών για να παραπλανηθούν οι αναλφάβητοι ψηφοφόροι και παρατυπίες στην καταμέτρηση.

Ο Δημοκρατικός Τίλντεν κέρδισε τη λαϊκή ψήφο με 50,9% (4.288.546 ψήφοι) έναντι 47,9% που έλαβε ο Χέιζ (4.034.311 ψήφοι). Ο Τίλντεν εξασφάλισε 184 εκλέκτορες και ο Χέιζ 165, αλλά έμειναν «στον αέρα» 20 εκλέκτορες από 3 νότιες πολιτείες (Φλόριντα, Λουιζιάνα, Νότια Καρολίνα) κι άλλος ένας εκλέκτορας στο Όρεγκον.

Το Κογκρέσο όρισε ειδική επιτροπή που εξέτασε τις καταγγελίες και αποφάσισε να δοθούν στον Χέιζ και οι 20 έδρες, χαρίζοντάς του την εκλογή στην προεδρία με μία εκλεκτορική ψήφο. Αποτέλεσμα αυτού του πολιτικού συμβιβασμού ήταν ο Χέιζ να συμφωνήσει να μπει τέλος στην πολιτική ανοικοδόμησης και ένταξης των πολιτειών του Νότου στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να συνεχιστεί επί δεκαετίες το καθεστώς των φυλετικών διακρίσεων στον αμερικανικό νότο.

Τώρα τα βλέμματα όλου του πλανήτη είναι στραμμένα στην Αμερική, προκειμένουν να δούμε ποιος θα είναι τελικά ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ.

Φωτογραφία: ΑΡ