Βασίλης Παλαιοκώστας: Ο... φαντομάς και ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρες
Ο βίος του "Ρομπέν των φτωχών"
Το άγνωστο κεφάλαιο του βιβλίου "Μία φυσιολογική ζωή", όπου ο Βασίλης Παλαιοκώστας περιγράφει τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες από την Ευρώπη μέχρι και την Κίνα
Ο «Ρομπέν των φτωχών», όπως τον έχουν αποκαλέσει, παραμένει, δέκα χρόνια έπειτα από εκείνο το αφιέρωμα του βρετανικού περιοδικού, ένα άπιαστο όνειρο για την Ελληνική Αστυνομία. Μένει, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, σε κάποια χώρα του εξωτερικού, ενώ έγινε και συγγραφέας πριν από πέντε χρόνια, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Μια φυσιολογική ζωή».
Ενα πόνημα που βρίσκεται στη 15η έκδοση πλέον και αποκαλύπτει την αλήθεια του Βασίλη Παλαιοκώστα για τα όσα έπραξε κατά τη διάρκεια της δράσης του. Στο βιβλίο, που κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις των Συναδέλφων», ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο είναι αυτό με τα ταξίδια του δραπέτη ανά τον κόσμο, χωρίς να προσδιορίζονται χρόνοι.
Ξεκινώντας από την Ολλανδία μαζί με έναν φίλο του, οι δύο ταξιδιώτες θα φτάσουν μέχρι τη μακρινή Κίνα -ο Παλαιοκώστας με βραζιλιάνικο διαβατήριο-, ζώντας ενίοτε σουρεάλ καταστάσεις. Η πιο ηχηρή έλαβε χώρα στα παράλια της Μικράς Ασίας, όταν ο δραπέτης μαζί με τον φίλο του έπεσαν πάνω σε μια παρέα Ελλήνων, που τους έπιασε την κουβέντα. Ενα ζευγάρι από την παρέα πήγε στο τραπέζι τους και ζήτησε να βγάλουν μια αναμνηστική φωτογραφία, για να την έχουν ως ενθύμιο της συνάντησης.
«Τι διάολο, για καταζητούμενο με πέρασαν!», γράφει ο Παλαιοκώστας και συνεχίζει: «Τα φλας άστραψαν και η σκηνή απαθανατίστηκε πολλάκις! Τότε και μόνο ρωτήσαμε να μάθουμε κάτι για το ποιόν τους. Μάθαμε ότι ήταν υψηλόβαθμα στελέχη της ελληνικής πρεσβείας στην Τουρκία, που κάναν τις διακοπές τους στην περιοχή! Αυτό τουλάχιστον μας είπαν... Στο τέλος μάς κέρασαν και ρακή!»
Βασίλης Παλαιοκώστας: Το ταξίδι με τα ποδήλατα
Οντας ανήσυχο πνεύμα, ο πιο καταζητούμενος Ελληνας δραπέτης δεν λάτρευε να κάθεται πολύ σε ένα μέρος και γι’ αυτό ταξίδευε πολύ συχνά, κυρίως στην Ευρώπη. «Μετά και το τελευταίο μου ταξίδι στη Βόρεια Ευρώπη (Αγγλία, Ιρλανδία, Σκωτία και σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες), ωρίμασε μέσα μου η ιδέα ενός πιο περιπετειώδους και μακράς διάρκειας ταξιδιού», γράφει χαρακτηριστικά ο Βασίλης Παλαιοκώστας.Σε κάποια από τα ταξίδια του ανά τον κόσμο, που περιελάμβαναν την Κεντρική Ευρώπη, την Ιβηρική Χερσόνησο και έξι χώρες της Λατινικής Αμερικής,τον είχε συντροφεύσει ο Γιάννης, αγνώστων λοιπών στοιχείων για ευνόητους λόγους, που ήταν «ταξιδιάρα ψυχή και καμία σχέση με παρανομία. Κι ως δεν με χωρούσε ο τόπος, του τηλεφώνησα».
Το ταξίδι με ποδήλατα που σχεδιάζουν τους θέλει να ξεκινήσουν από τη Γερμανία, να διασχίσουν την Πολωνία, την Ουκρανία και όλες τις νότιες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και να καταλήξουν στη Μογγολία. «Αν ως εκεί όλα κυλούσαν ομαλά, θα μπαίναμε Κίνα, κατόπιν στο Θιβέτ, για να τελειώσουμε το ταξίδι στη Νότια Ινδία.
Πολύ φιλόδοξο για να βγει αληθινό», γράφει ο «άπιαστος». Τα προβλήματα ξεκινούν όταν προσπαθούν να βγάλουν βίζα για τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης και εισπράττουν ένα ηχηρό «όχι», κάτι που τους αναγκάζει να αλλάξουν τα σχέδιά τους. «Ξεκινήσαμε φουριόζοι το ταξίδι. Απολαμβάνοντας την όμορφη ανοιξιάτικη ύπαιθρο της Γερμανίας, διανύσαμε πολλά χιλιόμετρα ποδηλατώντας νότια, με κατεύθυνση τη Βαυαρία». Οι δύο φίλοι, λίγο πριν βγουν από τα σύνορα της Γερμανίας, μπαίνουν κατά λάθος στην αούτομπαν με τα ποδήλατα, αλλά δεν κάνουν ούτε ένα χιλιόμετρο όταν ακούνε σειρήνα περιπολικού της Τροχαίας πίσω τους.
«Μας σταμάτησε στην άκρη του δρόμου και ο μπάτσος έλεγξε τα διαβατήριά μας. Το δικό μου ήταν βραζιλιάνικο. Ενθουσιάστηκε! Ηταν λάτρης του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, γι’ αυτό δεν μας έκοψε, ως όφειλε, πρόστιμο! Το νόμισμα έχει πάντα δύο όψεις. Ολοι οι μπάτσοι δεν είναι γουρούνια...».
Από την Άγκυρα στο Πεκίνο
Το ταξίδι συνεχίζεται, και μετά τις γερμανικές Αλπεις οι δύο ταξιδιώτες συνεχίζουν με τα ποδήλατά τους προς τα Καρπάθια Ορη, σταματούν όταν βραδιάζει και κοιμούνται σε σκηνές. Στο Βουκουρέστι μια όμορφη Ρουμάνα σερβιτόρα δίνει το τηλέφωνό της στον Παλαιοκώστα, σε ένα φλερτ από αυτά που γίνονται όταν δεν το περιμένεις.
Από τον Δούναβη και τη Μαύρη Θάλασσα, οι δύο ταξιδιώτες φτάνουν έπειτα από μέρες στην Κωνσταντινούπολη και εκεί «επισκεφτήκαμε ό,τι απέμεινε από την Αγια-Σοφιά, το μεγάλο παζάρι και το βραδάκι τη μεγάλη κρεμαστή γέφυρα, να χαζέψουμε τα φωταγωγημένα φώτα του Βοσπόρου». Σειρά μετά έχει η ασιατική Τουρκία και τα παράλια της Μικρασίας, όπου κάπου κοντά στον Μαρμαρά το ζευγάρι των Ελλήνων διπλωματών φωτογραφίζεται με τον πιο καταζητούμενο Ελληνα δραπέτη!
Μετά την Τουρκία και έπειτα από δυόμισι ημέρες ποδηλασίας, το δίδυμο φτάνει στα σύνορα της Συρίας, αλλά οι συνοριοφύλακες δεν τους επιτρέπουν την είσοδο, γιατί τα διαβατήριά τους έπρεπε να είχαν σφραγιστεί στο συριακό προξενείο στην Αγκυρα. Ο Βασίλης και ο Γιάννης επιστρέφουν με βαριά καρδιά, αφού παίρνουν το τρένο στην Αγκυρα, αλλά επιλέγουν, αντί για τη Συρία, να πετάξουν στην Κίνα για ένα ταξίδι στην ενδοχώρα αυτού του αχανούς κράτους.
Στην πρεσβεία, «μια όμορφη Κινέζα μάς υποδέχτηκε ρωτώντας τα τυπικά», γράφει ο δραπέτης και λίγη ώρα μετά η κοπέλα επιστρέφει με τις απαραίτητες βίζες. Σε λίγα 24ωρα και με ενδιάμεσο σταθμό το Παρίσι, οι δύο ποδηλάτες πατούν το πόδι τους στην Κίνα και «μετά την προσγείωσή μας στο αεροδρόμιο του Πεκίνου, συναρμολογήσαμε τα οχήματά μας, τα καβαλήσαμε και ξεκινήσαμε για την πόλη».
Το μεγάλο οδοιπορικό
«Ολόκληρη την επομένη με τη βοήθεια των ποδηλάτων γυρίσαμε όλο το κέντρο του Πεκίνου. Εκτός πολλών άλλων, βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες με φόντο το Σπίτι του Λαού στην στορική πλατεία Τιεν Αν Μεν...».
Επειτα από δύο ημέρες, οι δύο φίλοι αναχωρούν για ένα συναρπαστικό ταξίδι στην ενδοχώρα της Κίνας, αλλά ταλαιπωρούνται μέχρι να βγουν από την πόλη του Πεκίνου. Τελικά βρέθηκαν μακριά από τα περίχωρα της πόλης, όταν αποφάσισαν να σταματήσουν να φάνε σε ένα μικρό εστιατόριο που εντόπισαν στην άκρη του δρόμου. Μπαίνοντας μέσα, ξεχωρίζουν σαν τημύγα μες στο γάλα. «Οταν αντιλήφθηκαν την παρουσία μας, στρέψαν τα βλέμματά τους πάνω μας γουρλώνοντας τα μικρά σχιστά τους μάτια, λες και βλέπαν ξωτικά! Και δικαιολογημένα. Μπροστά τους είχαν δύο γενειοφόρους λευκούς, με καπελάκια τύπου τζόκεϋ και ποδηλατικά κολάν!».
Ο πάγος σπάει με νοήματα, ενώ τις επόμενες ημέρες Βασίλης και Γιάννης εξερευνούν την ενδοχώρα συναντώντας μικρά χωριά και πόλεις, ενώ στα δυόμισι με τρεις χιλιάδες χιλιόμετρα που διήνυσαν με τα ποδήλατά τους δεν συνάντησαν ούτε μία σπιθαμή γης ακαλλιέργητη. Οι συνεννοήσεις γίνονται μόνο με τη νοηματική. Μια μέρα έβρεξε χαλάζι σε μέγεθος μπάλας πινγκ πονγκ, οικογένειες τους φιλοξένησαν στα σπίτια τους, ενώ έφριξαν όταν είδαν να γδέρνουν έναν νεκρό σκύλο για να τον φάνε, σοκαρισμένοι από την αποτρόπαιη εικόνα.
«Χορτασμένοι από κινέζικη επαρχία», γράφει στο τέλος του συγκεκριμένου κεφαλαίου ο Βασίλης Παλαιοκώστας, «σκεφτήκαμε να προσεγγίσουμε τα σύνορα της επαρχίας του Θιβέτ με τρένο. Οταν πήγαμε να παραλάβουμε τα ποδήλατά μας, λείπανε! Προφανώς κάποιων εργαζομένων τους γυάλισαν και ξεχνώντας τα κομμουνιστικά ιδεώδη τα ψείρισαν. Αλλο ιδεολογία και άλλο κλεψιά. Κομμουνισμός να τρως και καπιταλισμός να κλέβεις. Μετά από μερικές μέρες παραμονής μας στην πόλη του Πεκίνου, ο Γιάννης πέταξε για Ελλάδα κι εγώ για Λατινική Αμερική. Να γεμίσω κάποιες επιπλέον ταξιδιωτικές σελίδες στο βιβλίο της ζωής μου...»
* Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 2 Νοεμβρίου