Γιάννης Μπουτάρης: Ο τελευταίος κοσμοπολίτης, ένας από τους πιο ρηξικέλευθους δημάρχους, "έφυγε" χορτασμένος στα 82 του χρόνια
«∆εν δίστασε να συγκρουστεί»
«∆εν ξέρω πώς θα είναι, αλλά δεν φοβάµαι», έλεγε συµβιβασμένος µε τον θάνατο, Γιάννης Μπουτάρης
Οραµατιστής, αντισυµβατικός, πρωτοπόρος. Ο Γιάννης Μπουτάρης, ως δήµαρχος της Θεσσαλονίκης τάραξε να νερά της αγαπηµένης του πόλης, την οποία υπηρετούσε µέχρι το τέλος της ζωής του. Οµως από παιδί ήξερε πως στο αµπέλι θα ρίζωνε η ζωή του και έτσι άφησε το δικό του στίγµα στην οινοποιία.
Ο κυρ Γιάννης εδώ και µία εβδοµάδα περίπου δεν είναι πλέον µαζί µας. Εφυγε χορτασµένος, στα 82 του, για το τελευταίο ταξίδι του, έχοντας δίπλα του την αγαπηµένη του οικογένεια. Ηταν ονειροπόλος και έζησε τη ζωή του έτσι όπως την ήθελε. Τη ρούφηξε γουλιά, γουλιά, όπως ένα ποτήρι καλό κρασί. ∆ιασκέδαζε και χόρευε µέχρι τέλους, από τσιφτετέλι και ζεϊµπέκικο µέχρι rock and roll. Στους χορούς είχε την καλύτερη παρτενέρ. Την Αθηνά του. Τη συνοδοιπόρο της ζωής του. Στα πάρτι έδιναν ρεσιτάλ χορού οι δυο τους. Την Αθηνά του την ερωτεύτηκε στην 1η Γυµνασίου.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν κατάλαβε ότι δεν αντέχει χωρίς εκείνη, παντρεύτηκαν. Απέκτησαν µαζί τρία παιδιά. Οµως για µία δεκαετία χώρισαν. Ηταν τη δεκαετία που ο Γιάννης Μπουτάρης βυθίστηκε στο αλκοόλ και στα σκοτάδια του. ∆έκα χρόνια µετά, και ενώ η Αθηνά συζούσε µε άλλο άντρα, πήγε, της χτύπησε την πόρτα και της ζήτησε να είναι ξανά µαζί. Εκείνη την επόµενη ηµέρα πήγε στο σπίτι τους και έσµιξαν µέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος.
Η Αθηνά έσβησε στα χέρια του, αφού πρώτα τον είχε φιλήσει, και κάπως έτσι ο Γιάννης Μπουτάρης συµβιβάστηκε µε τον θάνατο. «∆εν ξέρω πώς θα είναι, αλλά δεν φοβάµαι», έλεγε σε συνεντεύξεις του.
Ο Γιάννης Μπουτάρης δεν µέθυσε ποτέ από κρασί, υπήρχαν όµως στιγµές που για πρωινό έπινε µπίρα. Γεννήθηκε µέσα στο αλκοόλ, ήταν αυτό που τον έκανε να ξεχνά και να µη φοβάται να αντιµετωπίσει κάτι καινούργιο που δεν το είχε συνηθίσει. Κάποια στιγµή, όµως, αποφάσισε να συνθηκολογήσει µε τους φόβους του κι έτσι συνάντησε την τόλµη. Ζήτησε βοήθεια. Πήγε σε πρόγραµµα απεξάρτησης, µαζί και η γυναίκα του, για να τον βοηθήσει.
Ηταν ένας από τους πιο ρηξικέλευθους δηµάρχους. Νοιαζόταν την πόλη και ήθελε να τη βλέπει να προκόβει. Για αυτό πάλεψε στις δύο θητείες του ως δήµαρχος Θεσσαλονίκης. ∆εν τον γοήτευσε ποτέ ο ξύλινος πολιτικός λόγος και ίσως αυτό ήταν που έκανε τον ίδιο γοητευτικό. Αυτό σαγήνευε όσους τον άκουγαν. Ενας άνθρωπος που δεν φοβήθηκε ποτέ, που δεν δίστασε να συγκρουστεί. Που ενέπνεε µέχρι τέλους. Που ξανάκανε την πόλη να έχει ορίζοντα. Ενας ατρόµητος άνθρωπος. Ενας άνθρωπος που δεν ήξερε µόνο να ονειρεύεται, να µοιράζεται και να εµπνέει στους άλλους τα όνειρά του, αλλά και να µοιράζεται τα όνειρα των άλλων.
Το περιοδικό «Τime» τού είχε αποδώσει τη διάκριση του «Ευρωπαίου Ηρωα», αλλά οι βραβεύσεις και οι αλλεπάλληλες επιτυχίες δεν στάθηκαν ικανές να τον αποτρέψουν να αγγίξει το µηδέν και να ακουµπήσει πολλές φορές τον πάτο του βαρελιού. ∆εν τον ενδιέφεραν ποτέ οι ταµπέλες. ∆εν ήταν δήθεν και δεν τον ενδιέφερε να γίνει αρεστός. Προερχόµενος από µεγαλοαστική οικογένεια, µεγάλωσε σε επιχειρηµατική ατµόσφαιρα. Σπούδασε χηµικός, αλλά προτίµησε να κάνει το χρέος του απέναντι στις προσδοκίες της οικογένειάς του. Και έτσι έµαθε στους Ελληνες τα κρασιά µε ονοµασία προέλευσης, δηλαδή να πίνουν καλό και ποιοτικό κρασί...
Ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν ένας άνθρωπος µε ευαισθησίες. Ηταν εκείνος που εµπνεύστηκε και δηµιούργησε το 1992 τον «Αρκτούρο» όταν βρέθηκε µπροστά σε µία αρκούδα «χορεύτρια» µαζί µε τον γιο του, Μιχάλη. Το θλιβερό θέαµα που αντίκρισε τον οδήγησε στην ίδρυση µιας οργάνωσης για την προστασία της άγριας ζωής και της βιοποικιλότητας. Επίσης αδηµονούσε να γίνει πράξη το όραµά του για την Κιβωτό του Ελληνικού Αµπελώνα σε µια έκταση περίπου 400 στρεµµάτων στο πρώην βασιλικό κτήµα Τατοΐου. Ο Γ. Μπουτάρης έζησε µια µυθιστορηµατική ζωή, µε µια αντισυµβατική πολιτική διαδροµή, µε νίκες και ήττες. Μια ζωή µέσα σε αµπελώνες, κελάρια, δάση, που είχε δόσεις από άγρια ζώα, λύκους, σκυλιά και αρκούδες, που ξεχείλιζε από µπαρ, ντίσκο και µπουζούκια, ταβέρνες και ρεστοράν, οµάδες Ανώνυµων Αλκοολικών, τιµητικές διακρίσεις, ατέλειωτα ταξίδια, σκληρές αποφάσεις, λάθη, εµπόδια, δυσκολίες, επιθέσεις. Ηταν ίσως ο τελευταίος κοσµοπολίτης µιας πόλης που έχασε τον κοσµοπολιτισµό της.
Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά»
Ο κυρ Γιάννης εδώ και µία εβδοµάδα περίπου δεν είναι πλέον µαζί µας. Εφυγε χορτασµένος, στα 82 του, για το τελευταίο ταξίδι του, έχοντας δίπλα του την αγαπηµένη του οικογένεια. Ηταν ονειροπόλος και έζησε τη ζωή του έτσι όπως την ήθελε. Τη ρούφηξε γουλιά, γουλιά, όπως ένα ποτήρι καλό κρασί. ∆ιασκέδαζε και χόρευε µέχρι τέλους, από τσιφτετέλι και ζεϊµπέκικο µέχρι rock and roll. Στους χορούς είχε την καλύτερη παρτενέρ. Την Αθηνά του. Τη συνοδοιπόρο της ζωής του. Στα πάρτι έδιναν ρεσιτάλ χορού οι δυο τους. Την Αθηνά του την ερωτεύτηκε στην 1η Γυµνασίου.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν κατάλαβε ότι δεν αντέχει χωρίς εκείνη, παντρεύτηκαν. Απέκτησαν µαζί τρία παιδιά. Οµως για µία δεκαετία χώρισαν. Ηταν τη δεκαετία που ο Γιάννης Μπουτάρης βυθίστηκε στο αλκοόλ και στα σκοτάδια του. ∆έκα χρόνια µετά, και ενώ η Αθηνά συζούσε µε άλλο άντρα, πήγε, της χτύπησε την πόρτα και της ζήτησε να είναι ξανά µαζί. Εκείνη την επόµενη ηµέρα πήγε στο σπίτι τους και έσµιξαν µέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος.
Η Αθηνά έσβησε στα χέρια του, αφού πρώτα τον είχε φιλήσει, και κάπως έτσι ο Γιάννης Μπουτάρης συµβιβάστηκε µε τον θάνατο. «∆εν ξέρω πώς θα είναι, αλλά δεν φοβάµαι», έλεγε σε συνεντεύξεις του.
Ο Γιάννης Μπουτάρης δεν µέθυσε ποτέ από κρασί, υπήρχαν όµως στιγµές που για πρωινό έπινε µπίρα. Γεννήθηκε µέσα στο αλκοόλ, ήταν αυτό που τον έκανε να ξεχνά και να µη φοβάται να αντιµετωπίσει κάτι καινούργιο που δεν το είχε συνηθίσει. Κάποια στιγµή, όµως, αποφάσισε να συνθηκολογήσει µε τους φόβους του κι έτσι συνάντησε την τόλµη. Ζήτησε βοήθεια. Πήγε σε πρόγραµµα απεξάρτησης, µαζί και η γυναίκα του, για να τον βοηθήσει.
Γιάννης Μπουτάρης: «∆εν δίστασε να συγκρουστεί»
Ηταν ένας από τους πιο ρηξικέλευθους δηµάρχους. Νοιαζόταν την πόλη και ήθελε να τη βλέπει να προκόβει. Για αυτό πάλεψε στις δύο θητείες του ως δήµαρχος Θεσσαλονίκης. ∆εν τον γοήτευσε ποτέ ο ξύλινος πολιτικός λόγος και ίσως αυτό ήταν που έκανε τον ίδιο γοητευτικό. Αυτό σαγήνευε όσους τον άκουγαν. Ενας άνθρωπος που δεν φοβήθηκε ποτέ, που δεν δίστασε να συγκρουστεί. Που ενέπνεε µέχρι τέλους. Που ξανάκανε την πόλη να έχει ορίζοντα. Ενας ατρόµητος άνθρωπος. Ενας άνθρωπος που δεν ήξερε µόνο να ονειρεύεται, να µοιράζεται και να εµπνέει στους άλλους τα όνειρά του, αλλά και να µοιράζεται τα όνειρα των άλλων. Το περιοδικό «Τime» τού είχε αποδώσει τη διάκριση του «Ευρωπαίου Ηρωα», αλλά οι βραβεύσεις και οι αλλεπάλληλες επιτυχίες δεν στάθηκαν ικανές να τον αποτρέψουν να αγγίξει το µηδέν και να ακουµπήσει πολλές φορές τον πάτο του βαρελιού. ∆εν τον ενδιέφεραν ποτέ οι ταµπέλες. ∆εν ήταν δήθεν και δεν τον ενδιέφερε να γίνει αρεστός. Προερχόµενος από µεγαλοαστική οικογένεια, µεγάλωσε σε επιχειρηµατική ατµόσφαιρα. Σπούδασε χηµικός, αλλά προτίµησε να κάνει το χρέος του απέναντι στις προσδοκίες της οικογένειάς του. Και έτσι έµαθε στους Ελληνες τα κρασιά µε ονοµασία προέλευσης, δηλαδή να πίνουν καλό και ποιοτικό κρασί...
Ο Γιάννης Μπουτάρης ήταν ένας άνθρωπος µε ευαισθησίες. Ηταν εκείνος που εµπνεύστηκε και δηµιούργησε το 1992 τον «Αρκτούρο» όταν βρέθηκε µπροστά σε µία αρκούδα «χορεύτρια» µαζί µε τον γιο του, Μιχάλη. Το θλιβερό θέαµα που αντίκρισε τον οδήγησε στην ίδρυση µιας οργάνωσης για την προστασία της άγριας ζωής και της βιοποικιλότητας. Επίσης αδηµονούσε να γίνει πράξη το όραµά του για την Κιβωτό του Ελληνικού Αµπελώνα σε µια έκταση περίπου 400 στρεµµάτων στο πρώην βασιλικό κτήµα Τατοΐου. Ο Γ. Μπουτάρης έζησε µια µυθιστορηµατική ζωή, µε µια αντισυµβατική πολιτική διαδροµή, µε νίκες και ήττες. Μια ζωή µέσα σε αµπελώνες, κελάρια, δάση, που είχε δόσεις από άγρια ζώα, λύκους, σκυλιά και αρκούδες, που ξεχείλιζε από µπαρ, ντίσκο και µπουζούκια, ταβέρνες και ρεστοράν, οµάδες Ανώνυµων Αλκοολικών, τιµητικές διακρίσεις, ατέλειωτα ταξίδια, σκληρές αποφάσεις, λάθη, εµπόδια, δυσκολίες, επιθέσεις. Ηταν ίσως ο τελευταίος κοσµοπολίτης µιας πόλης που έχασε τον κοσµοπολιτισµό της.
Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά»