"O Βαρδής μέσα από τα δικά μου μάτια", άρθρο του Γιάννη Μανούσακα-Βλαντά
Άρθρο γνώμης
"Ο άνθρωπος που είχε τις απαντήσεις άμεσα, για το επιχειρείν, την πολιτική, την καθημερινότητα. Μεγάλο το κενό που αφήνει, καθώς ένας τέτοιος Βαρδής γεννιέται μια φορά στα χίλια χρόνια"
Βάλε τα μαύρα, Κρήτη μου, και σφίξε την καρδιά σου, σήμερα έφυγε μακριά ένα από τα παιδιά σου.
«Πρέπει να φύγω, έχω να προλάβω και το αεροπλάνο», του είπα. «Πού θα πας;», με ρώτησε. «Κρήτη πάω, Σφακιά, στον Καλλικράτη. Θα κάτσω για Δεκαπενταύγουστο οικογενειακά», απάντησα.
«Αχ και να μπόρουνα να ’μουν κι εγώ εκεί, μαζί σας, να κάνουμε την παρέα μας στα Σφακιά», μου είπε. «Δυστυχώς, το πρόγραμμά μου δεν αλλάζει και να μου φιλήσεις την Παγώνα μου και τον Σήφη μου (τους γονείς μου). Μια άλλη φορά θα πάμε μαζί», μου είπε ο Βαρδής και ήταν τα τελευταία λόγια που ανταλλάξαμε διά ζώσης.
Δυστυχώς, δεν θα έρθει ποτέ αυτή τη φορά. Είχα την τύχη να δένομαι εξ αίματος μαζί του, καθώς η γιαγιά του Αμαλία-Αικατερίνη Μανούσακα-Βλαντά, σύζυγος Παύλου Βαρδινογιάννη, ήταν αδελφή του παππού μου Γιάννη Μανούσακα-Βλαντά.
Εν συνεχεία έγινε κουμπάρος των γονιών μου και δικός μου νονός και πάντα μου έλεγε: «Οι συγγενείς δεν πρέπει να ξεχνούν, να μην απομακρύνονται και να σμίγουν συχνά, ώστε το αίμα να παραμένει ζεστό πάντα. Δεμένοι και αγαπημένοι δεν φοβόμαστε τίποτα, Γιάννη μου». Λόγια σοφά, βγαλμένα από τη ζωή.
Μου ζήτησαν να γράψω για τον Βαρδή Ι. Βαρδινογιάννη 300 λέξεις. Ούτε 300 λεξικά δεν φτάνουν για να περιγράψουν τον Βαρδή Ιωάννη Βαρδινογιάννη, τον δικό μας Βαρδή. Τον πατριώτη, τον ακούραστο ευεργέτη, τον ΑΝΘΡΩΠΟ, με όλη τη σημασία της λέξης. Τον Ελληνα, που όποτε χρειάστηκε η πατρίδα ήταν παρών και ως αξιωματικός του Π.Ν., αλλά και ως χορηγός, κάθε που έβλεπε τη χώρα να αδυνατεί να αντεπεξέλθει. Τον σύζυγο, πατέρα, παππού και θείο, που στεκόταν πάντα αγέρωχος να κρατάει τα ηνία της οικογένειας και να διδάσκει μέσα από τις εμπειρίες του και τις γνώσεις του τις επόμενες γενεές. Τον πατριάρχη της Κρήτης, τον γνήσιο Κρητικό, μιας και κοντά του έβρισκε καταφύγιο κάθε Κρητικός που χρειαζόταν εργασία ή είχε θέμα υγείας. Τον προστάτη εκατοντάδων παιδιών, καθώς στήριξε με όλες του τις δυνάμεις το όραμα της αγαπημένης του Μαριάννας να ιδρύσει και φέρει εις πέρας το Ιδρυμα «ΕΛΠΊΔΑ», Σύλλογος Φίλων Παιδιών με Καρκίνο, που το αποτέλεσμα το ζουν πολλές οικογένειες στη χώρα μας και όχι μόνο.
Κάτω από τα πυκνά του φρύδια, με βλέμμα σταθερό σε κοίταζε με προσοχή όταν ήθελε να μάθει και με δίψα ρωτούσε, για να καλύψει τα κενά από τα πολλά χρόνια που έλειπε από την καθημερινότητα της Κρήτης του.
Ο άνθρωπος που είχε τις απαντήσεις άμεσα, για το επιχειρείν, την πολιτική, την καθημερινότητα. Μεγάλο το κενό που αφήνει, καθώς ένας τέτοιος Βαρδής γεννιέται μια φορά στα χίλια χρόνια.
Και κλείνω όπως άρχισα, με μια μαντινάδα: Έσπασαν τα φτερά τ’ αϊτού, στην μπόρα τη μεγάλη, μα πάνω εις το μάρμαρο αϊτός θα γράφει πάλι. Καλό ταξίδι, αγαπημένε μας Βαρδή. Θα σε θυμάμαι πάντα με αγάπη ως δεύτερο πατέρα μου.