Η ψευτομαγκιά, το «αντριλίκι», οι έμφυλες διακρίσεις, η βίαιη συμπεριφορά και ο αδιανόητος σεξισμός που «πουλάνε» -μεταξύ άλλωντα τραγούδια της τραπ, τείνουν να εξελιχθούν σε μάστιγα. Κι αυτό, γιατί τα μικρά παιδιά και οι έφηβοι δεν ακούνε απλώς, αλλά δυστυχώς πολλές φορές υιοθετούν και μιμούνται το περιεχόμενο των εμπρηστικών στίχων.

*Διαβάστε ακόμα: ΕΣΡ: Στο μικροσκόπιο η τραπ μουσική - Καλεί τρεις γνωστούς τράπερ σε ακρόαση

Αυτό έχει συνέπεια πολλοί μαθητές να γίνονται επιθετικοί, να βρίζουν, να αντιγράφουν τις κινήσεις και το ύφος των τράπερ στα βιντεοκλίπ, να κάνουν δήθεν ότι οπλοφορούν και ακόμα χειρότερα να γίνονται street fighters, δίνοντας συχνά ραντεβού για… ξύλο σε πλατείες, σχολεία κ.ο.κ. Συνταγματικά, η πολιτεία δεν μπορεί να κάνει λογοκρισία κι έτσι καταφεύγει σε πρόστιμα μέσω ανεξάρτητων ρυθμιστικών Αρχών όπως το ΕΣΡ.


Τι λένε ειδικοί και μαθητές για την τραπ μουσική

Οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί όμως, που έρχονται σε άμεση επαφή με τους ανηλίκους, μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στη ρίζα του. Για το φαινόμενο τραπ και τις τρομακτικές προεκτάσεις του μιλούν στην «Α» ειδικοί αλλά και μαθητές.

Σύμφωνα με την ψυχολόγο Μαρία Κάκου, μιλώντας για τραπ μουσική «στο μυαλό αυτομάτως έρχονται εικόνες βίας, χρήση ναρκωτικών και όπλων, πολυτελής ζωή και άφθονο χρήμα. Ο εύκολος πλουτισμός, η επίδειξη ισχύος, η ανάγκη να αποκτήσουμε ό,τι ποθήσουμε με ευκολία, η τεμπελιά και η απαξίωση της γυναίκας είναι δυστυχώς χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής μας, και η τραπ είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας».

Αναφορικά με τον ρόλο της οικογένειας και του σχολείου, η κυρία Κάκου τόνισε: «Επιφορτίζονται με την ευθύνη να προβάλλουν στα παιδιά υγιή πρότυπα, τα οποία όμως απουσιάζουν από την κοινωνία, καθώς και να αναλάβουν την ψυχοσυναισθηματική εκπαίδευση, την ανάπτυξη κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων και να θέσουν γερά ψυχικά θεμέλια, ώστε να μην επηρεάζεται ο ψυχισμός των παιδιών. Τέλος, το ζήτημα δεν είναι να απαγορευτεί η τραπ -κάτι που δεν γίνεται άλλωστε, και η μουσική αυτή θα “θεοποιηθεί” στα παιδικά μάτια-, αλλά να αλλάξει το σύστημα αξιών της κοινωνίας, ώστε να πάψουν οι νέοι να απειλούνται από την ψυχική νόσο που προκαλείται από τις ψεύτικες ανάγκες».

Με τη σειρά της η ψυχολόγοςψυχοθεραπεύτρια Νάσια Σκαμπαρδώνη έκανε λόγο για μια κοινωνία όπου η βία είναι σε έξαρση κι η παραβατικότητα έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις: «Το είδος μουσικής αυτό είναι σαν μεγεθυντικός φακός που καταδεικνύει μια προβληματική νοοτροπία, ειδικά στις νεαρές ηλικίες, και προβάλλει ένα αξιακό σύστημα που δεν έχει καμία σχέση με αυτό που παλεύει η μέση ελληνική οικογένεια να περάσει. Πολλοί επιθυμούν την κατάργησή της ή τους απαγορεύουν να την ακούν, κάτι που την κάνει ελκυστικότερη, ειδικά στις νεαρές ηλικίες. Προκειμένου οι έφηβοι να ξεφύγουν από τα ακούσματα της εποχής και της “αγέλης” τους, πρέπει οι γονείς να τους μιλάνε ανοιχτά, να πλησιάζουν αυτό που φοβούνται και να το αντιμετωπίζουν. Να ακούσουν μαζί αυτή τη μουσική και να αναλύσουν τι λέει και τι εννοεί και πώς εκείνα εκλαμβάνουν αυτούς τους στίχους».

Ο έγκριτος δικηγόρος Αθηνών και διδάκτωρ Εγκληματολογίας Παναγιώτης Παπαϊωάννου ανέφερε πως οι πρόσφατες διοικητικές κυρώσεις σε εταιρείες παραγωγής μουσικής τραπ αποδεικνύουν ότι «οι παραδοσιακοί κοινωνικοί θύλακες (οικογένεια, σχολείο, πολιτισμός) αντιμετωπίζουν βαθιά κρίση και καταφεύγουν στον νόμο για να ανασχέσουν φαινόμενα που οι ίδιοι έχουν ανεχθεί, αν όχι γεννήσει και εκθρέψει. Όμως, η προστασία της ανηλικότητας δεν επιτυγχάνεται με απαγορεύσεις. Ο περιορισμός της προβολής ή και η επιβολή προστίμων δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα στη ρίζα του» και τόνισε ότι «οι πραγματικά σημαντικές αιτίες για την έκθεση των ανηλίκων σε κίνδυνο είναι η οικονομική κρίση, το μηδενικό όραμα, η χαμηλή μόρφωση και η πηχτή αίσθηση ανομίας (οι ένοχοι δεν τιμωρούνται, οι ποινές παραγράφονται)». Αναφορικά με τον ρόλο της πολιτείας, ο κ. Παπαϊωάννου προέτρεψε «να έχουμε κατά νου ότι δεν επιτρέπεται η προληπτική λογοκρισία (αρ. 16, παρ. 1 του Συντάγματος). Ιστορικά, όλες οι απόπειρες κατασταλτικής νομοθέτησης κατά της τέχνης αφορούν άλλες εποχές. Στη χώρα μας, κυρίως την επάρατη επταετία, όπου επιτροπές στρατιωτικών αποφάσιζαν ποια τραγούδια πρέπει να κυκλοφορούν».

Σχετικά λοιπόν με το αν κάποιοι στίχοι της τραπ εκθειάζουν ή παροτρύνουν δημοσίως σε τέλεση εγκλήματος, ο κ. Παπαϊωάννου εξήγησε πως «το ποινικό δίκαιο τιμωρεί πράξεις κι όχι φρονήματα ή δημιουργήματα τέχνης. Όπως κι αν ορίζουμε την τέχνη, είναι προστατευτέα μορφή έκφρασης που απευθύνεται σε κοινό και το να συζητάμε αν η τραπ ευθύνεται για μιμητισμό στο έγκλημα ή προβάλλει τη βία σε ανηλίκους συνιστά ευτελή απλοποίηση. Το αν η τραπ αισθητικά είναι αποκρουστική και φτωχή σε ποιότητα εκφραστικών μέσων, εκφεύγει των ορίων του ποινικού νόμου και εντάσσεται σε αυτό των κριτικών τέχνης».

Για τη μεγάλη επιρροή που έχει η τραπ σε έφηβους που ψάχνουν την ταυτότητά τους, θέλουν να εκτονώσουν τον θυμό και το άγχος τους, μίλησαν δύο παιδιά του λυκείου. Η 16χρονη Μαριάννα πηγαίνει σε ΕΠΑΛ των νοτίων προαστίων και, όπως δήλωσε στην «Α», παλιότερα είχε επηρεαστεί αρνητικά από την τραπ, μέχρι που κατάλαβε από μόνη της ότι το να φτιάχνει τη ζωή της σύμφωνα με τέτοιους στίχους την έθεσε ακόμη και σε κίνδυνο: «Ακούγαμε με την παρέα μου διάφορα κομμάτια της τραπ. Μας άρεσε αυτό το tough style, που μιλούσε για όπλα και ναρκωτικά, για… ξεκαθάρισμα με μπουνιές κ.λπ. κι έτσι κανονίζαμε συχνά beef (τσακωμούς) σε άλλους δήμους. Μια φορά έπεσε τόσο πολύ ξύλο που κινδύνευσα να πάω νοσοκομείο», ανέφερε η ανήλικη, τονίζοντας ότι αποφάσισε έπειτα από συζήτηση με τους γονείς της και με ψυχολόγο να αλλάξει τρόπο ζωής.

«Νομίζω πως, όταν ένα παιδί είναι λίγο παραπάνω ευάλωτο από τα άλλα, εσωστρεφές και αντιδραστικό, όπως ήμουν εγώ, η εφηβεία μοιάζει ανήφορος όπου η τραπ βρίσκει πρόσφορο έδαφος», σημείωσε η 16χρονη.

Από την πλευρά του, ο συνομήλικός της Γιάννης ανέφερε ότι ακούει μεν τραπ, αλλά μόνο επειδή του αρέσει αυτό το είδος: «Δεν επηρεάζομαι από τα λόγια, αλλά γνωρίζω άτομα που το κάνουν. Βγαίνουν τα βράδια στους δρόμους, ακούγοντας ταυτόχρονα τραπ και τσακώνονται σαν να είναι συμμορίες από γκέτο της Αμερικής. Κάποιοι κρύβουν ακόμα και σουγιάδες».

*Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή