"Βασιλεύει" το fake: Οι σηµαντικότερες περιπτώσεις πλαστογραφίας στην Τέχνη - Τα µυθικά κέρδη από κάθε κοπής "µαϊµούδες" ετησίως
Το πλαστό πουλάει... µε τρέλα και κορδέλα
Fake art, ρούχα, παπούτσια, αρώµατα σε πρώτο πλάνο
Οι υποθέσεις της πλαστογραφίας και των αντιγράφων στην Τέχνη, στη µόδα και στην κοσµετολογία είναι -στην εποχή µας- περισσότερο διαδεδοµένες απ’ ό,τι θα ανέµενε κάποιος. Καθεµία από αυτές τις περιπτώσεις θα µπορούσε να είναι ένα ευφάνταστο σενάριο για κάποια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή. Οπως ακριβώς συνέβη µε την υπόθεση που αποκαλύφθηκε πρόσφατα στην Ιταλία, µε γιγαντιαίο δίκτυο πλαστογράφησης έργων διάσηµων ζωγράφων. Κατασχέθηκαν πάνω από 2.100 πλαστά έργα, ενώ η πώλησή τους θα απέδιδε τουλάχιστον 200 εκατοµµύρια ευρώ... Η ιταλική αστυνοµία εντόπισε ένα µεγάλης κλίµακας πανευρωπαϊκό δίκτυο πλαστογραφίας, που κατασκεύαζε και πουλούσε έργα τα οποία αποδίδονταν ψευδώς σε µερικά από τα µεγαλύτερα ονόµατα της σύγχρονης Τέχνης: ανάµεσά τους ο Μπάνκσι (στον οποίο η σπείρα ειδικευόταν...), ο Πάµπλο Πικάσο και ο «µπαµπάς» της pop art, Αντι Γουόρχολ.
Η ιστορία των αποµιµήσεων στην Τέχνη είναι τόσο παλιά όσο και η ίδια η καλλιτεχνική δηµιουργία. Από την αρχαιότητα έως σήµερα η παραγωγή πλαστών έργων έχει επηρεάσει το χρηµατιστήριο της Τέχνης, την κριτική και την κατανόηση της καλλιτεχνικής αξίας. Στην αρχαία Ελλάδα και τη Ρώµη οι αντιγραφές δεν θεωρούνταν απάτη, αλλά µέσο εκπαίδευσης/ διάδοσης της Τέχνης. Ρωµαίοι καλλιτέχνες αντέγραφαν ελληνικά αγάλµατα για να διακοσµήσουν τις βίλες των πλουσίων. Στα χρόνια της Αναγέννησης, οι κόπιες έργων, για παράδειγµα του Λεονάρντο ντα Βίντσι ή του Μιχαήλ Άγγελου, ήταν σύνηθες φαινόµενο. Τότε, δεν υπήρχε η έννοια της «πλαστογραφίας», τουλάχιστον όπως την εννοούµε στις µέρες µας. ∆εν ετίθετο ζήτηµα εµπορευµατοποίησης της Τέχνης κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο µαθητής ενός δασκάλου µπορούσε να φτιάξει µια εξαιρετική αντιγραφή µε την έγκρισή του. Αλλά η αύξηση της αξίας της Τέχνης οδήγησε σε εκτεταµένη πλαστογράφηση, δηλαδή σε µια νέα µορφή απάτης µε τεράστια περιθώρια κέρδους.
Η πρακτική της πλαστογραφίας
Η πλαστογραφία αποτελεί περίτεχνη πρακτική που θέτει σηµαντικά ερωτήµατα για την πραγµατική αξία των έργων Τέχνης. Η πλέον τρανταχτή υπόθεση πλαστογραφίας όλων των εποχών είναι του Χαν βαν Μέεγκερεν, το 1937, στην Ολλανδία. Ελάσσονος σηµασίας καλλιτέχνης ο ίδιος, δυσπιστούσε για την αµεροληψία των κριτικών της εποχής του, στους οποίους χρέωνε τη µη αναγνώριση του έργου του. Ετσι αποφάσισε να τους εκδικηθεί φιλοτεχνώντας -για αρχή- όχι ένα ακριβές αντίγραφο, αλλά έναν πίνακα στο στιλ του Βερµέερ, παρουσιάζοντάς τον, µέσω τρίτων, ως το χαµένο άγνωστο αριστούργηµα του µεγάλου ζωγράφου. Επειτα από χρόνια πειραµατισµών µε τεχνικές πλαστογραφίας, ο Βαν Μέεγκερεν έκανε τη µεγάλη του κίνηση: το 1937 ζωγράφισε το «∆είπνο στους Eµµαούς» του Καραβάτζο σε στιλ Βερµέερ, το παρέδωσε σε έναν φίλο του δικηγόρο και ισχυρίστηκε ότι ήταν ένα έργο του διάσηµου Ολλανδού καλλιτέχνη που δεν είχε ανακαλυφθεί µέχρι τότε. Προφανώς, αυτή η µίµηση του Βερµέερ ήταν πειστικότατη και γι’ αυτό εκθειάστηκε από τους κριτικούς της εποχής ως «το σηµαντικότερο έργο του».
Ένα «∆είπνο» για τη βασίλισσα
Το «∆είπνο στους Εµµαούς» προκάλεσε σεισµό στον κόσµο της Τέχνης. Ο πίνακας αγοράστηκε από τη Rembrandt Society για περίπου 4.640.000 ευρώ, σε σηµερινές τιµές, και δωρίστηκε στο περίφηµο Μουσείο Boijmans Van Beuningen, στο Ρότερνταµ. Μάλιστα, το 1938 το έργο παρουσιάστηκε σε ειδική έκθεση προς τιµήν της βασίλισσας της Ολλανδίας Βιλελµίνης, µαζί µε 450 έργα κλασικών ζωγράφων.
∆εν άργησαν να ακολουθήσουν και άλλα τέτοια έργα του µε την υπογραφή «Βερµέερ», πολλά από τα οποία βρήκαν περίοπτη θέση στο Μουσείο του Αµστερνταµ! Το 1942, ένα από τα ψεύτικα αριστουργήµατα του Βαν Μέεγκερεν, ο «Χριστός µε τη Μοιχαλίδα» -δήθεν του Βερµέερ-, πουλήθηκε σε έναν ναζί έµπορο Τέχνης, ο οποίος µε τη σειρά του το πούλησε στον Νο 2 µετά τον Χίτλερ, Χέρµαν Γκέρινγκ, για το ποσόν των 8 εκατοµµυρίων δολαρίων σε σηµερινές τιµές. Ο Γκέρινγκ λάτρεψε τον «Χριστό µε τη Μοιχαλίδα», κόµπαζε για την αγορά του και ο πίνακας εµφανίστηκε σε περίοπτη θέση στην έπαυλή του.
Η εποχή της υψηλής Τέχνης της πλαστογραφίας φυσικά δεν θα σταµατούσε µε την περίπτωση του Χαν βαν Μέεγκερεν. Αντιθέτως, µόλις ξεκινούσε.
Ο Γκέρινγκ λάτρεψε τον «Xριστό με τη μοιχαλίδα», κόμπαζε για την αγορά του και ο πίνακας εμφανίστηκε σε περίοπτη θέση στην έπαυλη του, αλλά το έργο, αντί του Bερμέερ, ήταν του Mέεγκερεν
Κόπιες τα µισά από τα έργα Τέχνης που κυκλοφορούν στην παγκόσµια αγορά
Ο 21ος αιώνας έχει δει ήδη µεγάλες υποθέσεις πλαστογραφίας και αµφισβήτησης της γνησιότητας των έργων, σε τέτοια έκταση και µε τόση επινοητικότητα, που συχνά κυριαρχεί η σύγχυση για το κατά πόσο ένα έργο είναι, εντέλει, αυθεντικό! Από το 2014, το Ελβετικό Ινστιτούτο Εικαστικών Τεχνών (FAEI) -µια ανεξάρτητη εταιρεία που δραστηριοποιείται στη Γενεύη, που χρησιµοποιεί επιστηµονικές µεθόδους µε ακτινογραφίες, υπέρυθρες σαρώσεις και χρονολόγηση ραδιοανθράκων- έχει ισχυριστεί ότι τα µισά από τα έργα Τέχνης που κυκλοφορούν στην παγκόσµια αγορά είναι πλαστά ή, καθώς αµφισβητείται η γνησιότητά τους, δεν πρέπει να αποδίδονται στον υποτιθέµενο δηµιουργό τους.Εάν υπάρχει ένας καλλιτέχνης που είναι ο... αγαπηµένος των πλαστογράφων, σε παγκόσµια κλίµακα, αυτός είναι ο Αµεντέο Μοντιλιάνι. Το 2013 ο τότε πρόεδρος του Ινστιτούτου Μοντιλιάνι, Κριστιάν Παριζό, κατηγορήθηκε και συνελήφθη για την παροχή πιστοποιητικών γνησιότητας σε ψεύτικα έργα του Μοντιλιάνι, αξίας 8 εκατοµµυρίων ευρώ. Πέντε χρόνια αργότερα, 21 πίνακες του Μοντιλιάνι, οι οποίοι εκτέθηκαν στο Παλάτσο Ντουκάλε της Γένοβας, ήταν όλοι πλαστοί, εκτός από έναν! Ο Μοντιλιάνι είναι ένας από τους πιο αντιγραµµένους καλλιτέχνες στον κόσµο και οι πίνακές του πωλούνται για εκατοµµύρια. Οι ειδικοί θεωρούν ότι αυτή τη στιγµή υπάρχουν πάνω από 1.000 πλαστοί πίνακες µε την υπογραφή Μοντιλιάνι στις παγκόσµιες αγορές της Τέχνης. Το πλαστό πουλάει...
Και βέβαια, οι αποµιµήσεις εκτείνονται και σε ρούχα, παπούτσια, αρώµατα, µε τα πλαστά προϊόντα να έχουν βαθιά τις ρίζες τους στην ιστορία της βιοµηχανικής παραγωγής και τη ζήτηση για προσιτές εναλλακτικές σε προϊόντα πολυτελείας. Ήδη, από τα χρόνια της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρχε ζήτηση για αντίγραφα πολυτελών ειδών, όπως κοσµήµατα ή ρούχα που κατασκευάζονταν από φτηνότερα υλικά. Στα χρόνια του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, πάλι, τα πολυτελή υφάσµατα -όπως το µετάξι- συχνά αντιγράφονταν µε χρήση πιο οικονοµικών πρώτων υλών και τα πρότυπα σχεδίων (από την Ιταλία και τη Γαλλία) γίνονταν αντικείµενο µίµησης σε λιγότερο αναπτυγµένες περιοχές. Μετά τον Β' Παγκόσµιο Πόλεµο τα µεγάλα ονόµατα της µόδας, όπως Chanel, Dior και Gucci, άρχισαν να γίνονται εµπορικά σύµβολα. Και οι αποµιµήσεις αυξήθηκαν ραγδαία, ιδίως στα ’80s, καθώς αυτές οι εταιρείες ανέπτυξαν τις εµβληµατικές τους σειρές.
Η Κέιτ Μος με Gucci, που είναι από τις αγαπημένες φίρμες των αντιγραφέων
Τεράστιο κοµµάτι της παραοικονοµίας
Κάπως έτσι ήρθαν και οι «µαϊµούδες», που βεβαίως... φοροδιαφεύγουν, αποτελούν τεράστιο κοµµάτι της παραοικονοµίας και η αξία των οποίων σε παγκόσµια κλίµακα ξεπερνά κάθε χρόνο τα... 3 τρισεκατοµµύρια δολάρια, σύµφωνα µε τον Οργανισµό Οικονοµικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), και εδώ αξίζει να προσθέσουµε ότι στην περιρρέουσα αισχροκέρδεια έχει συµβάλει και η ραγδαία ανάπτυξη της fast fashion. Αγαπηµένες φίρµες των «ειδικών» είναι οι Gucci, Louis Vuitton, Michael Kors, Adidas, Nike και Levi’s. Πού βρίσκουµε τις «µαϊµούδες»; Και σε µαγαζιά και σε πάγκους πλανόδιων µικροπωλητών. Γνωρίζουµε εξαρχής ότι δεν είναι αυθεντικά, αλλά υπάρχουν κι εκείνα που πωλούνται παντού -µέσω ∆ιαδικτύου- και διαφηµίζονται ως αυθεντικά. Μια τσάντα γνωστού οίκου που πωλείται στη µισή τιµή, ένα ζευγάρι παπούτσια επίσης διάσηµου σχεδιαστή που πωλείται µε έκπτωση 70%, αλλά και ένα άρωµα γνωστής φίρµας στην τιµή µόλις των 10 ευρώ. Ολα αυτά µοιάζουν πολύ καλά για να είναι αληθινά. Και φυσικά, σε αρκετές περιπτώσεις αποδεικνύεται ότι δεν είναι...Kαι η Louis Vuitton -και ιδίως τα αξεσουάρ της- βρίσκονται στο μάτι των επιτήδειων
Το ίδιο συµβαίνει και µε τα fake αρώµατα, αν και αυτά είναι απολύτως νόµιµα, έχοντας κατοχυρώσει τη λέξη «τύπου» πριν από την ονοµασία κάθε αρώµατος. Πρόκειται για αποµιµήσεις γνωστών εµπορικών επωνυµιών, που κατασκευάζονται για να µοιάζουν αισθητικά και οσφρητικά στα αυθεντικά, αλλά πωλούνται σε πολύ χαµηλότερη τιµή. Συχνά, έχουν παρόµοια συσκευασία, όνοµα ή ακόµα και οσφρητικό προφίλ, αλλά δεν περιέχουν τις ίδιες ποιοτικές πρώτες ύλες.
Tα κυκλώματα με προϊόντα-μαϊμού έχουν επεκταθεί διαδικτυακά παγκοσμίως και στη βιομηχανία επώνυμων αρωμάτων
Τα αρώµατα έγιναν σύµβολα πολυτελείας µέσα στον 20ό αιώνα, ιδιαίτερα από οίκους µόδας όπως οι Chanel, Dior και Guerlain. Αλλά οι υψηλές τιµές τέτοιων προϊόντων οδήγησαν τη ζήτηση σε φτηνότερες εκδοχές και έτσι αναπτύχθηκε και εδώ -µέσω ∆ιαδικτύου- η αγορά αποµιµήσεων. Βέβαια, οι αποµιµήσεις αυτές εκτός από πειστικές µπορεί να είναι επικίνδυνες, καθώς συχνά χρησιµοποιούν όχι µόνο φτηνά, αλλά και (ακόµα περισσότερο) ανθυγιεινά χηµικά.
Η καλλονή Σάσα Λους με Dior, που είναι από τις αγαπημένες μπάντες των εξπέρ στις αντιγραφές
«Εξισωτική αξία»
Παρ’ όλ’ αυτά, η οικονοµική εκδοχή ενός -κατά τα άλλα- ελκυστικού προϊόντος οδηγεί όλο και περισσότερους καταναλωτές στο να «συντηρούν» αυτόν τον κύκλο της παραοικονοµίας. Εξάλλου, καθένας που επιλέγει να αγοράσει ένα πλαστό αντικείµενο πολυτελείας έχει τους λόγους του και δεν είναι µόνο οικονοµικοί.
Μια πρόσφατη µελέτη που δηµοσιεύθηκε από το Πανεπιστήµιο City του Λονδίνου διαπίστωσε ότι καθώς οι αντιλήψεις περί εισοδηµατικής ανισότητας αυξάνονται, οι νέοι καταναλωτές επιλέγουν όλο και περισσότερο να αγοράζουν τα ψεύτικα πολυτελή προϊόντα για την «εξισωτική αξία» τους. Με άλλα λόγια, για την ικανότητα ενός τέτοιου αγαθού να αποκαθιστά -έστω και ψευδεπίγραφα- την ισότητα στην κοινωνία.
Φαίνεται, σύµφωνα µε τη µελέτη, ότι η ικανότητα των πλαστών προϊόντων πολυτελείας να δίνουν µια ψευδαίσθηση εξάλειψης των ανισοτήτων αποτελεί ισχυρό κίνητρο για µερίδα των καταναλωτών να τα αγοράσουν. Στο µεταξύ, η αυτοκρατορία των πλαστών προϊόντων στην παγκόσµια αγορά µάς «ζώνει». Και το ερώτηµα πόσες «µαϊµούδες» συναντήσατε σήµερα παραµένει ρητορικό...
Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Απογευματινή