Το Σούλι επί Τουρκοκρατίας αποτελεί ένα είδος αυτόνομης συμπολιτείας. Ανυπότακτο. Και
ο Αλή πασάς θέλει να κυριαρχήσει στην Ήπειρο.

Κάνει τρεις επιχειρήσεις για να το καταλάβει. Οι έριδες στις φάρες και η τακτική του «διαίρει και βασίλευε» του Αλή Πασά διασπούν την ενότητα των Σουλιωτών. Η κατάσταση δραματική. Οι ηρωικοί πολιορκημένοι Σουλιώτες είναι εξαντλημένοι από τις κακουχίες, την πείνα και τις ασθένειες.

Μερικοί Σουλιώτες κάνουν έφοδο με τα γιαταγάνια στα χέρια και σώζονται. Οι υπόλοιποι συνθηκολογούν με τον όρο να αποσυρθούν ελεύθεροι όπου επιθυμούν.

Ή μάλλον όχι όλοι.


Κούγκι: «Εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον, του θανάτου» 

Σε έναν απόκρημνο βράχο στο οχυρό του Κούγκι με την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής ο κοσμοκαλόγερος Σαμουήλ μένει τελευταίος, μαζί με τους λιγοστούς ηλικιωμένους και βαριά τραυματίες συντρόφους του, για να παραδώσουν την μπαρουταποθήκη στους απεσταλμένους του Αλή πασά.

«Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις;» λέει ένας από τους ανθρώπους του Αλή Πασά στον ιερομόναχο Σαμουήλ.

«Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης να πιάση άνθρωπον όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου» η απάντηση του κοσμοκαλόγερου.

Και ο ηρωικός ιερομόναχος και αγωνιστής ανάβει το φιτίλι και το Κούγκι ανατινάσσεται.

Ήταν ο τραγικός επίλογος της ηρωικής αντίστασης των Σουλιωτών, συνώνυμο της αυτοθυσίας και του ανυποχώρητου αγώνα, που πέρασε στην ιστορία και έμεινε σαν φράση
«θα γίνει Κούγκι».