Τα... χνάρια του Στέλιου Καζαντζίδη στην παλιά Ομόνοια - Μαρτυρίες των καταστηματαρχών για τα στέκια που έτρωγε και διασκέδαζε (Εικόνες)
Οδοιπορικό των "Παραπολιτικών"
Τα "ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ" φέρνουν στο φως άγνωστα στιγμιότυπα από την πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη στη Μεταπολίτευση, επικεντρώνοντας στα "χνάρια που άφησε" στην Ομόνοια
Οι θρύλοι γύρω από το όνομά του δεν είναι πολλοί. Ο κόσμος ήθελε να ακούσει και όχι να μάθει για εκείνον. Άλλωστε, το μεγαλείο της φωνής του αρκούσε για να εξάψει τα πάθη, να αφουγκραστεί τον πόνο και να ακολουθήσει τον παλμό του κόσμου.
Στο λυκαυγές του νέου έτους, τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» φέρνουν στο φως άγνωστα στιγμιότυπα από την πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη, στη Μεταπολίτευση, επικεντρώνοντας στα «χνάρια που άφησε» στην Ομόνοια, στον «ομφαλό της Ελλάδας», εκεί από όπου ξεκίνησε μετά την Κατοχή πουλώντας κουλούρια και γυαλίζοντας παπούτσια.
Τον Νοέμβριο του 1975, λοιπόν, κυκλοφορεί από τη Minos ο δίσκος «Υπάρχω», φιλοδοξώντας να ακουστεί περισσότερο από το «Νυχτερίδες κι αράχνες», τον «Γυρισμό», το «Γράμμα», ακόμα και από το «Η ζωή μου όλη», που είχε βγει περίπου έναν χρόνο νωρίτερα.
Στον αριθμό 6 της οδού Πειραιώς, στη δεξιά πλευρά κάτω από την πλατεία, ο Παναγιώτης Παλάτης τοποθετούσε στην πρόσοψη του καταστήματος και στα πανέρια το «Υπάρχω», ξεπουλούσε σε λίγες ώρες και ξαναγέμιζε.
«Επτά στους δέκα αγόραζαν Καζαντζίδη. Κατέβαιναν στην Ομόνοια από όλη την Αθήνα, από όλη την Ελλάδα, για να αγοράσουν ξανά και ξανά την κασέτα», θυμούνται ο Γιώργος και ο Κώστας Παλάτης, τα παιδιά του Παναγιώτη, που πάντα είχε τον καλύτερο λόγο για τους τραγουδιστές που έμπαιναν από νωρίς στη βιοπάλη.
Οι γνωστές και ως «8άρες» κασέτες, οι λευκές παραλληλόγραμμες, διπλάσιες σε μέγεθος και πάχος από τις μεταγενέστερες, γίνονταν ανάρπαστες. Πολλοί τις έπαιρναν για να τις ακούσουν στο αμάξι του γείτονα, άλλοι τις έβαζαν στα τζουκ μποξ των καφενείων, άλλοι τις κρατούσαν μέχρι να αγοράσουν το δικό τους αυτοκίνητο ή το ανάλογο κασετόφωνο και κάποιοι τις έδιναν στον οδηγό του υπεραστικού για να τις παίζει μέχρι την επιστροφή τους στην επαρχία. Η τεράστια και ταυτόχρονη ζήτηση εκατοντάδων χιλιάδων αντιτύπων επηρέασε την ποιότητά τους, με αποτέλεσμα η κασέτα συνήθως να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κασετοφώνου!
«Έπαιζαν τόσες φορές το “Υπάρχω”, πρώτο στην πρώτη όψη, που η ταινία κολλούσε στη ροδέλα και δεν προχωρούσε στο επόμενο. Το ίδιο συνέβαινε και με το “Άργησα να σε γνωρίσω”, το 12ο, το τελευταίο της δεύτερης όψης. Εκεί να δείτε τι γινόταν. Τσακώνονταν οι πελάτες και κλώτσαγαν τα τζουκ μποξ, όταν δεν πιάνονταν στα χέρια μεταξύ τους», λέει ο Τάσος Σκιαδάς, σερβιτόρος εστιατορίου στη Σωκράτους.
Στην πιάτσα των ταξί στην Αγ. Κωνσταντίνου, την έδρα του ΚΤΕΛ, κυριαρχούσαν οι μελωδίες του Καζαντζίδη, του Μανώλη Αγγελόπουλου, του Στράτου Διονυσίου και εμβόλιμα το σουξέ του Πόλυ Κερμανίδη «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια».
Ο Αν. Κοσκινάς με τα δερμάτινα στη Ζήνωνος φέρνει στο μυαλό του «ορισμένα πράγματα» από τους κουμπάρους. «Ο Αγγελόπουλος κατέβαινε συνέχεια στην Ομόνοια, ενώ ο Καζαντζίδης πήγαινε στην Πλατεία Αττικής και στου Ψυρρή, στους τσαγκάρηδες. Εδώ στη Ζήνωνος έκανε αγώγια μικρός και συγκινούνταν όποτε επέστρεφε. Από την άλλη, ήθελε να βρίσκεται με τους ταξιτζήδες και τους ανθρώπους από τα χωριά. Έτρωγε μαζί τους σε ένα πατσατζίδικο στην Πειραιώς».
Ανάλογη ανάμνηση έχει και ο Δημήτρης Δόλης, που έως σήμερα ανοίγει τον πάγκο στις 5.30 πρωί στη διασταύρωση της Πανεπιστημίου με την Αιόλου και υποδέχεται τους πελάτες του φορώντας κοστούμι, γραβάτα και αστραφτερά λουστρίνια.
«Σφιχτός άνθρωπος με τα λεφτά ο Πόντιος. Ο Μανώλης δεν τα υπολό γιζε. Εριχνε ζάρια στους πάγκους της πλατείας για πλάκα. Τους ξέρανε πριν γίνουν γνωστοί από την καλλιτεχνία», αναφέρει και συνεχίζει. «Ο Καζαντζίδης ούτε έπαιζε ούτε έκανε καταχρήσεις, µόνο τη µουσική σκεφτότανε, τον καλό στίχο και τις µελωδίες. Πηγαίναµε στο πατσατζίδικο οι τρεις µας. Ήταν κουµπάροι. Του είχε βαφτίσει το κορίτσι, τη Μαρία, και στο ρεπερτόριό τους έβαζαν ο ένας τα τραγούδια του άλλου». Όταν έπιανε στο τραπέζι την κιθάρα ο Καζαντζίδης και κελαηδούσαν µε τον Αγγελόπουλο, έπεφταν οι τοίχοι. «Μαγαζάτορες, υπάλληλοι, περαστικοί, “ελαφρές” (πόρνες) και “αγαπητικοί” (µαστροποί) σπρώχνονταν για να µπουν µέσα. Ο ένας µε το “Υπάρχω”, ο άλλος µε τη “∆ιπρόσωπη” του Ρεπάνη - άσε που µερικές φορές έπιαναν τα δηµοτικά».
Τα δηµοτικά και τα ηπειρώτικα, εκτός από τα ποντιακά, που, όπως όλοι οι πρόσφυγες, δεν τα «έβγαζαν» έξω από τον κύκλο τους, τα είπανε µαζί ένα βράδυ στο «Can Can», στις αρχές του ’80, στην Πέτρου Ράλλη. «Ο Καζαντζίδης είχε περάσει να τον πάρει για να συνεχίσουν µε τα δικά τους. Μόλις τον κατάλαβαν, στους 3.000 θαµώνες που πατούσαν ο ένας πάνω στον άλλον προστέθηκαν άλλοι τόσοι στο άψε-σβήσε. Ήταν αδύνατον να τους συγκρατήσουµε. Οι τσιγγάνοι κατέβαιναν τρέχοντας από το Αιγάλεω και τον Κορυδαλλό και όσοι περνούσαν από κει για να πάνε στις βραδινές δουλειές, στη Λαχαναγορά ή την Ιχθυόσκαλα, παρατούσαν τα φορτηγάκια και τα αγροτικά στη µέση του δρόµου και µας έδιναν ένα σακούλι λεφτά για να περάσουν. Κάνα δυο θέλησαν να ρίξουν την είσοδο µε τα αυτοκίνητα. ∆ώσαµε µάχη για να τους µαζέψουµε. Η καψούρα τους δεν έσβηνε ούτε µε δέκα µάνικες», λέει γελώντας ο Θόδωρος Γαλανόπουλος, σερβιτόρος στα πρώτα τραπέζια του Αγγελόπουλου.
Μέχρι το 2006-2007 δούλευε στην 3ης Σεπτεµβρίου, στο ύψος της Βερανζέρου, ο «Ελατος», το ιστορικό ηµιυπόγειο κέντρο διασκέδασης, από το οποίο πέρασαν όλες ανεξαιρέτως οι µεγάλες φωνές του 20ού αιώνα. Εκεί και λίγο πιο πίσω, σε ένα µεζεδοπωλείο στη διασταύρωση της Σατωβριάνδου µε τη Μενάνδρου, συνήθιζαν να πηγαίνουν για να ακούσουν ξεχωριστές φωνές ο Καζαντζίδης, ο Αγγελόπουλος, ο ∆ιονυσίου και η Πόλυ Πάνου. Η αδυναµία των κουµπάρων ήταν ο Γιάννης Κωνσταντίνου (εν ζωή, έχει αποσυρθεί στα Γιάννενα).
«Έχετε δει τον Καζαντζίδη να κλαίει;», ρωτά ρητορικά ο Σωτήρης, ο συνταξιούχος χωροφύλακας που δούλευε στο απέναντι περίπτερο. «Εβγαιναν οι δυο τους έξω και κοπανούσαν τα κεφάλια τους στην κολώνα της ∆ΕΗ µέχρι να µατώσουν. Συµπεριφέρονταν σαν µικρά παιδιά, επειδή δεν µπορούσαν να αποδώσουν τα τραγούδια όπως ο Κωνσταντίνου».
Τα περιστατικά αυτά συνόδευαν τη φήµη του «Ελατου» επί δεκαετίες. Μεταφέρονταν, δε, στους νεότερους, όπως στον Γιάννη τον Κατσίγιαννη, από τους ίδιους τους ερµηνευτές της µουσικής παράδοσης, που θεωρούσαν µεγάλη τιµή να βρίσκονται στο ακροατήριό τους τέτοια ονόµατα.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 4/01/2024
Στο λυκαυγές του νέου έτους, τα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» φέρνουν στο φως άγνωστα στιγμιότυπα από την πορεία του Στέλιου Καζαντζίδη, στη Μεταπολίτευση, επικεντρώνοντας στα «χνάρια που άφησε» στην Ομόνοια, στον «ομφαλό της Ελλάδας», εκεί από όπου ξεκίνησε μετά την Κατοχή πουλώντας κουλούρια και γυαλίζοντας παπούτσια.
Τον Νοέμβριο του 1975, λοιπόν, κυκλοφορεί από τη Minos ο δίσκος «Υπάρχω», φιλοδοξώντας να ακουστεί περισσότερο από το «Νυχτερίδες κι αράχνες», τον «Γυρισμό», το «Γράμμα», ακόμα και από το «Η ζωή μου όλη», που είχε βγει περίπου έναν χρόνο νωρίτερα.
Στον αριθμό 6 της οδού Πειραιώς, στη δεξιά πλευρά κάτω από την πλατεία, ο Παναγιώτης Παλάτης τοποθετούσε στην πρόσοψη του καταστήματος και στα πανέρια το «Υπάρχω», ξεπουλούσε σε λίγες ώρες και ξαναγέμιζε.
«Επτά στους δέκα αγόραζαν Καζαντζίδη. Κατέβαιναν στην Ομόνοια από όλη την Αθήνα, από όλη την Ελλάδα, για να αγοράσουν ξανά και ξανά την κασέτα», θυμούνται ο Γιώργος και ο Κώστας Παλάτης, τα παιδιά του Παναγιώτη, που πάντα είχε τον καλύτερο λόγο για τους τραγουδιστές που έμπαιναν από νωρίς στη βιοπάλη.
Οι κασέτες του Καζαντζίδη
Οι γνωστές και ως «8άρες» κασέτες, οι λευκές παραλληλόγραμμες, διπλάσιες σε μέγεθος και πάχος από τις μεταγενέστερες, γίνονταν ανάρπαστες. Πολλοί τις έπαιρναν για να τις ακούσουν στο αμάξι του γείτονα, άλλοι τις έβαζαν στα τζουκ μποξ των καφενείων, άλλοι τις κρατούσαν μέχρι να αγοράσουν το δικό τους αυτοκίνητο ή το ανάλογο κασετόφωνο και κάποιοι τις έδιναν στον οδηγό του υπεραστικού για να τις παίζει μέχρι την επιστροφή τους στην επαρχία. Η τεράστια και ταυτόχρονη ζήτηση εκατοντάδων χιλιάδων αντιτύπων επηρέασε την ποιότητά τους, με αποτέλεσμα η κασέτα συνήθως να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κασετοφώνου!
Ξεκινούσαν τσακωμοί
«Έπαιζαν τόσες φορές το “Υπάρχω”, πρώτο στην πρώτη όψη, που η ταινία κολλούσε στη ροδέλα και δεν προχωρούσε στο επόμενο. Το ίδιο συνέβαινε και με το “Άργησα να σε γνωρίσω”, το 12ο, το τελευταίο της δεύτερης όψης. Εκεί να δείτε τι γινόταν. Τσακώνονταν οι πελάτες και κλώτσαγαν τα τζουκ μποξ, όταν δεν πιάνονταν στα χέρια μεταξύ τους», λέει ο Τάσος Σκιαδάς, σερβιτόρος εστιατορίου στη Σωκράτους.
Στην πιάτσα των ταξί στην Αγ. Κωνσταντίνου, την έδρα του ΚΤΕΛ, κυριαρχούσαν οι μελωδίες του Καζαντζίδη, του Μανώλη Αγγελόπουλου, του Στράτου Διονυσίου και εμβόλιμα το σουξέ του Πόλυ Κερμανίδη «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια».
Ο Αν. Κοσκινάς με τα δερμάτινα στη Ζήνωνος φέρνει στο μυαλό του «ορισμένα πράγματα» από τους κουμπάρους. «Ο Αγγελόπουλος κατέβαινε συνέχεια στην Ομόνοια, ενώ ο Καζαντζίδης πήγαινε στην Πλατεία Αττικής και στου Ψυρρή, στους τσαγκάρηδες. Εδώ στη Ζήνωνος έκανε αγώγια μικρός και συγκινούνταν όποτε επέστρεφε. Από την άλλη, ήθελε να βρίσκεται με τους ταξιτζήδες και τους ανθρώπους από τα χωριά. Έτρωγε μαζί τους σε ένα πατσατζίδικο στην Πειραιώς».
Ανάλογη ανάμνηση έχει και ο Δημήτρης Δόλης, που έως σήμερα ανοίγει τον πάγκο στις 5.30 πρωί στη διασταύρωση της Πανεπιστημίου με την Αιόλου και υποδέχεται τους πελάτες του φορώντας κοστούμι, γραβάτα και αστραφτερά λουστρίνια.
Οι κουμπάροι
«Σφιχτός άνθρωπος με τα λεφτά ο Πόντιος. Ο Μανώλης δεν τα υπολό γιζε. Εριχνε ζάρια στους πάγκους της πλατείας για πλάκα. Τους ξέρανε πριν γίνουν γνωστοί από την καλλιτεχνία», αναφέρει και συνεχίζει. «Ο Καζαντζίδης ούτε έπαιζε ούτε έκανε καταχρήσεις, µόνο τη µουσική σκεφτότανε, τον καλό στίχο και τις µελωδίες. Πηγαίναµε στο πατσατζίδικο οι τρεις µας. Ήταν κουµπάροι. Του είχε βαφτίσει το κορίτσι, τη Μαρία, και στο ρεπερτόριό τους έβαζαν ο ένας τα τραγούδια του άλλου». Όταν έπιανε στο τραπέζι την κιθάρα ο Καζαντζίδης και κελαηδούσαν µε τον Αγγελόπουλο, έπεφταν οι τοίχοι. «Μαγαζάτορες, υπάλληλοι, περαστικοί, “ελαφρές” (πόρνες) και “αγαπητικοί” (µαστροποί) σπρώχνονταν για να µπουν µέσα. Ο ένας µε το “Υπάρχω”, ο άλλος µε τη “∆ιπρόσωπη” του Ρεπάνη - άσε που µερικές φορές έπιαναν τα δηµοτικά».
Ένα βράδυ στο «Can can»
Τα δηµοτικά και τα ηπειρώτικα, εκτός από τα ποντιακά, που, όπως όλοι οι πρόσφυγες, δεν τα «έβγαζαν» έξω από τον κύκλο τους, τα είπανε µαζί ένα βράδυ στο «Can Can», στις αρχές του ’80, στην Πέτρου Ράλλη. «Ο Καζαντζίδης είχε περάσει να τον πάρει για να συνεχίσουν µε τα δικά τους. Μόλις τον κατάλαβαν, στους 3.000 θαµώνες που πατούσαν ο ένας πάνω στον άλλον προστέθηκαν άλλοι τόσοι στο άψε-σβήσε. Ήταν αδύνατον να τους συγκρατήσουµε. Οι τσιγγάνοι κατέβαιναν τρέχοντας από το Αιγάλεω και τον Κορυδαλλό και όσοι περνούσαν από κει για να πάνε στις βραδινές δουλειές, στη Λαχαναγορά ή την Ιχθυόσκαλα, παρατούσαν τα φορτηγάκια και τα αγροτικά στη µέση του δρόµου και µας έδιναν ένα σακούλι λεφτά για να περάσουν. Κάνα δυο θέλησαν να ρίξουν την είσοδο µε τα αυτοκίνητα. ∆ώσαµε µάχη για να τους µαζέψουµε. Η καψούρα τους δεν έσβηνε ούτε µε δέκα µάνικες», λέει γελώντας ο Θόδωρος Γαλανόπουλος, σερβιτόρος στα πρώτα τραπέζια του Αγγελόπουλου.
Η κολώνα της ΔΕΗ
Μέχρι το 2006-2007 δούλευε στην 3ης Σεπτεµβρίου, στο ύψος της Βερανζέρου, ο «Ελατος», το ιστορικό ηµιυπόγειο κέντρο διασκέδασης, από το οποίο πέρασαν όλες ανεξαιρέτως οι µεγάλες φωνές του 20ού αιώνα. Εκεί και λίγο πιο πίσω, σε ένα µεζεδοπωλείο στη διασταύρωση της Σατωβριάνδου µε τη Μενάνδρου, συνήθιζαν να πηγαίνουν για να ακούσουν ξεχωριστές φωνές ο Καζαντζίδης, ο Αγγελόπουλος, ο ∆ιονυσίου και η Πόλυ Πάνου. Η αδυναµία των κουµπάρων ήταν ο Γιάννης Κωνσταντίνου (εν ζωή, έχει αποσυρθεί στα Γιάννενα).«Έχετε δει τον Καζαντζίδη να κλαίει;», ρωτά ρητορικά ο Σωτήρης, ο συνταξιούχος χωροφύλακας που δούλευε στο απέναντι περίπτερο. «Εβγαιναν οι δυο τους έξω και κοπανούσαν τα κεφάλια τους στην κολώνα της ∆ΕΗ µέχρι να µατώσουν. Συµπεριφέρονταν σαν µικρά παιδιά, επειδή δεν µπορούσαν να αποδώσουν τα τραγούδια όπως ο Κωνσταντίνου».
Τα περιστατικά αυτά συνόδευαν τη φήµη του «Ελατου» επί δεκαετίες. Μεταφέρονταν, δε, στους νεότερους, όπως στον Γιάννη τον Κατσίγιαννη, από τους ίδιους τους ερµηνευτές της µουσικής παράδοσης, που θεωρούσαν µεγάλη τιµή να βρίσκονται στο ακροατήριό τους τέτοια ονόµατα.
*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά» στις 4/01/2024