Με τον θάνατο του Κώστα Σημίτη κλείνει ο κύκλος των μεγάλων της πρώτης γενιάς στη Μεταπολίτευση, καθώς έχουν εκδημήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου (1996), ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (1998), ο Χαρίλαος Φλωράκης (2005), ο Λεωνίδας Κύρκος (2011) και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (2017). Ολοι οι προαναφερθέντες έβαλαν, μεγαλύτερο ή μικρότερο, το δικό τους λιθαράκι στη διαμόρφωση της χώρας, στην εδραίωση της δημοκρατίας, στην ευρωπαϊκή προοπτική της.

Το ενδιαφέρον με τον Κώστα Σημίτη είναι ότι συγκέντρωνε κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά των προαναφερθέντων. Γι' αυτό και, ενώ δεν ήταν ένα πρόσωπο που μάγευε τα πλήθη, ούτε λογιζόταν στην κατηγορία των λαοφιλών ηγετών, κατάφερε σε όλη του τη διαδρομή να προκαλεί πολιτικά πάθη και ταυτόχρονα να έχει διαπρύσιους υποστηρικτές και φανατικούς εχθρούς.

Η «σχολή των Σημιτικών»

Τον Κώστα Σημίτη ακολουθούν διάφοροι μύθοι, όπως αποκαλύπτουν πολλοί που περπάτησαν δίπλα του για πολλές δεκαετίες. Κατάφερε, μάλιστα, όσο λίγοι πολιτικοί να διαμορφώσει ένα ρεύμα ιδεών που συνοψίστηκε στη λέξη «εκσυγχρονισμός» και να δημιουργήσει μια σχολή σκέψης, τους λεγόμενους «σημιτικούς», και μια δεξαμενή παραγωγής δεκάδων πολιτικών στελεχών, που πρωταγωνιστούν ακόμα και σήμερα. Παρότι έφυγε από την πρωθυπουργία το 2004 και από την ενεργό πολιτική το 2009, ουκ έστιν αριθμός των πολιτικών στελεχών που ομνύουν στο όνομά του. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και στην κυβέρνηση Τσίπρα υπήρξαν κάποιοι λεγόμενοι «σημιτικοί», ενώ πολύ περισσότεροι είναι οι άνθρωποι με αναφορές στον πρώην πρωθυπουργό που μετέχουν στην κυβέρνηση της Ν.Δ. ή στηρίζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Με αποτέλεσμα το βιβλίο του Κώστα Σημίτη να δέχεται ποικίλες αναγνώσεις. Αλλοι τον είπαν δεξιό, άλλοι μεταλλαγμένο σοσιαλδημοκράτη και άλλοι πραγματιστή αριστερό, με βάση και το κυβερνητικό του αποτύπωμα, ιδίως στο πεδίο της κοινωνικής σύγκλισης. Η πραγματικότητα είναι πως ο Κώστας Σημίτης ήταν από τους πολιτικούς που είχαν ιδεολογικά σύνορα.

Ουδέποτε βγήκε από τον πολιτικό του χώρο, παρά το γεγονός ότι συγκρούστηκε κατά καιρούς με τον Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ με τον πλέον αήθη πολιτικό τρόπο τον είχε θέσει εκτός Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ ο Γιώργος Παπανδρέου. Παρά ταύτα, ήταν πάντα παρών στο κόμμα του οποίου υπήρξε συνιδρυτής το 1974. Στα συνέδρια, στις εσωκομματικές διαδικασίες, στις επετείους και βεβαίως στις εθνικές εκλογές. Εγκολπώθηκε στη συνείδηση των φίλων του ΠΑΣΟΚ ως ο «δεύτερος ιστορικός ηγέτης του κόμματος», όπως τον χαρακτήρισε ο Νίκος Ανδρουλάκης, μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Δεν άλλαζε συνήθειες

Να επιστρέψουμε, όμως, στους λεγόμενους μύθους που τον συνόδευαν επί δεκαετίες. Μεταξύ αυτών είναι το περίφημο μπλοκάκι που είχε ως πρωθυπουργός, οι διακοπές επί δεκαετίες στη Σίφνο, η σταθερή παρέα στο Κορακοχώρι Ηλείας, η θρυλική πορτοκαλάδα, ο χαλαρός τρόπος που χαιρετούσε τον κόσμο. Ηταν ο πολιτικός που δεν άλλαζε ποτέ συνήθειες, που δεν τον άλλαξαν τα αξιώματα. Πόσοι έχουν να λένε για τον Κώστα Σημίτη πως τον έχουν δει να περιμένει στην ουρά μαζί με τη σύζυγό του, Δάφνη, για να βγάλει εισιτήριο για το σινεμά, τη Λυρική Σκηνή, το θέατρο ή να περιμένει τη σειρά του για να κάνει το εμβόλιο για τον κορονοϊό. Το μπλοκάκι που μνημόνευσε και ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον επικήδειο που εκφώνησε ήταν το σήμα κατατεθέν των κυβερνήσεων Σημίτη. Με βάση αυτό, τηλεφωνούσε στους συνεργάτες του προκειμένου να ελέγξει την πρόοδο επί των αποφάσεων που είχαν ληφθεί.

Η Αννα Διαμαντοπούλου, πρόσωπο που συνδέθηκε στενά με τον Κώστα Σημίτη, θυμήθηκε ένα ενδεικτικό περιστατικό. «Ο Σημίτης ήταν υπουργός, εγώ ήμουν γενική γραμματέας, πολύ νέα τότε, και κάθε εβδομάδα έστελνε ένα σημείωμα και έλεγε: “Τετάρτη, Αννα Διαμαντοπούλου, θέμα αυτό, θέλω μια σελίδα”. Οσο καιρό ήμουν μαζί του, δεν αναβλήθηκε ποτέ αυτή η ώρα. Οταν πηγαίναμε, είχε διαβάσει τα πάντα, ήξερε καλύτερα από εμάς το θέμα, άκουγε πάρα πολύ και έδινε πάντοτε τη συγκεκριμένη κατεύθυνση», ανέφερε η πρώην υπουργός. Και πρόσθεσε: «Ηταν ένας άνθρωπος της συλλογικότητας, δεν δούλευε ποτέ μόνος του, δούλευε με πολλούς. Ηταν ο άνθρωπος που σου κατακτούσε το μυαλό και μετά την ψυχή».

Η εξάρθρωση της «17Ν»

Από τις πιο μεγάλες στιγμές της διακυβέρνησης Σημίτη ήταν και η εξάρθρωση της τρομοκρατίας. Ηταν άλλωστε εξαρχής από τους μεγάλους στόχους που είχαν τεθεί, δεδομένου ότι η Ελλάδα είχε αναλάβει τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Το βαρύ φορτίο έπεσε τον Φεβρουάριο του 1999 στον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, καθώς του ανατέθηκε το υπουργείο Δημοσίας Τάξεως. Οπως περιγράφει ο κ. Χρυσοχοΐδης στο βιβλίο του «Στον ίδιο δρόμο» (εκδόσεις «Πατάκη»), δέκα μέρες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του τον καλεί ο Κώστας Σημίτης στο Μέγαρο Μαξίμου. Αναφέρει τα εξής: «Εγώ τον ενημέρωσα για τα θέματα που ήδη είχα βάλει σε προτεραιότητα, της διαφθοράς και των παράνομων αλλοδαπών. Εκείνος μου είπε: “Καλά κάνεις με αυτά, αλλά με το θέμα της τρομοκρατίας ασχολήθηκες καθόλου; Ενημερώθηκες;”. Μαγκωμένος εγώ, απάντησα αρνητικά. “Κοίτα να δεις”, είπε κοφτά, “η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας είναι το πρώτιστό σου θέμα. Και απολύτως επείγον”».

Από τους Ολυμπιακούς στις νέες ταυτότητες

Το εν λόγω περιστατικό που περιέγραψε ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης ουσιαστικά αποτυπώνει τον τρόπο που δούλευε ο πρώην πρωθυπουργός. Πρώτα έβαζε στόχους και μετά σε σταθερή βάση έλεγχε τον τρόπο που προχωρούσαν τα πράγματα. Είτε αυτά ήταν μικρά είτε πιο μεγάλα. Από την άριστη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων έως την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. και την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Είχε εντέλει ένα όραμα: την ισχυρή Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα.

Οπως και να έχει, πάντως, κατά γενική ομολογία ο Κώστας Σημίτης ήταν ένας πρωθυπουργός που προσπάθησε, που μπορεί κάποιος για αρκετή ώρα να μιλάει για το έργο του και να συγκρίνει τα πεπραγμένα του. Δεν ήταν ένας πολιτικός που έλεγε «άσ’ το γι' αργότερα» ή που φοβόταν να αναλάβει το πολιτικό κόστος, όπως έδειξε περισσότερο από όλες η υπόθεση της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, που την πήγε μέχρι τέλους, κόντρα στην πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και στο κόμμα του. Η Ιστορία θα κρίνει το πρόσημο των επιλογών του, έστω και αν η αναγνώριση που υπήρξε από εχθρούς και φίλους είναι δηλωτική του τρόπου που περνά στην Ιστορία.

Το μόνο βέβαιο είναι αυτό που είπε στον επικήδειό του ο καθηγητής Γιάννης Βούλγαρης: «Αφησε την Ελλάδα πολύ καλύτερη απ' ό,τι την παρέλαβε».

Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά