Η 8η Απριλίου του 1990 ήταν σηµαντική ηµεροµηνία για τη Νέα ∆ηµοκρατία, καθώς αναλάµβανε τη διακυβέρνηση της χώρας υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, ύστερα από µία πολύχρονη κυβερνητική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Είχε επικρατήσει στις εκλογές που είχαν διεξαχθεί την ηµεροµηνία εκείνη και αφού είχαν προηγηθεί οι εκλογές του Νοεµβρίου του 1989, στις οποίες, παρά το γεγονός ότι η Νέα ∆ηµοκρατία είχε επικρατήσει µε ένα εντυπωσιακό ποσοστό (46,19%), εν τούτοις λόγω του εκλογικού νόµου Κουτσόγιωργα δεν είχε καταφέρει να επιτύχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αυτοδυναµία. Με αποτέλεσµα να σχηµατιστεί η Οικουµενική Κυβέρνηση υπό τον καθηγητή και επί σειρά ετών διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Ξενοφώντα Ζολώτα.

*Διαβάστε ακόμα: "Ψήνεται" συνάντηση Μητσοτάκη με Τραμπ - Η πρόταση του Έλληνα πρωθυπουργού που έκανε καλή εντύπωση στον Αμερικανό πρόεδρο

Όµως ούτε την 8η Απριλίου είχε καταφέρει να επιτύχει αυτοδυναµία, αν και είχε αυξήσει το ποσοστό της σε σχέση µε εκείνο των εκλογών του Νοεµβρίου του 1989, φτάνοντάς το στο 46,88%. Το ποσοστό αυτό επέτρεπε στη Ν.∆. να εκλέξει 150 βουλευτές, οι οποίοι αυξήθηκαν στη συνέχεια κατά δύο. Πρώτα µε τη στήριξη του βουλευτή της ∆Η.ΑΝΑ. Θεόδωρου Κατσίκη (σ.σ. ο Κωστής Στεφανόπουλος δεν είχε καταφέρει να εκλεγεί βουλευτής) που στη συνέχεια προσχώρησε στη Νέα ∆ηµοκρατία. Η άλλη έδρα επιδικάστηκε από το Εκλογοδικείο κι έτσι το κυβερνών κόµµα, η Ν.∆., κατόρθωσε να συγκεντρώσει 152 συνολικώς. Για την ακρίβεια, µετά την προσθήκη Κατσίκη η κυβέρνηση Μητσοτάκη έλαβε ψήφο εµπιστοσύνης από τη Βουλή στηριζόµενη στην Κ.Ο. της Ν.∆., στον Κατσίκη της ∆Η.ΑΝΑ. και στον Σαδίκ Αχµέτ, µουσουλµάνο της Θράκης. Πάντως, οι εκτιµήσεις των πολιτικών αναλυτών της εποχής εκείνης συνέκλιναν στο συµπέρασµα ότι αν ο Μητσοτάκης κατέφευγε σε ακόµη µία εκλογική αναµέτρηση άµεσα, θα είχε εξασφαλίσει µεγάλη αυτοδυναµία. Τελικώς αποδείχθηκε ότι ο κ. Μητσοτάκης είχε αποδεχθεί εισηγήσεις πολλών να µην προχωρήσει σε εκλογές, µε το επιχείρηµα ότι ο λαός είχε ήδη ταλαιπωρηθεί από τις αλλεπάλληλες αναµετρήσεις, το κόµµα εµφάνιζε κόπωση και οι βουλευτές είχαν οικονοµικώς εξαντληθεί. Τα επιχειρήµατα ήσαν µεν βάσιµα, αλλά το γεγονός ότι δεν τόλµησε νέες εκλογές ο Μητσοτάκης τον κατέστησε όµηρο και υπό καθεστώς εκβίασης.

Με βάση τα πραγµατικά δεδοµένα θα µπορούσε να πει κάποιος ότι ήταν λάθος της Ν.∆. να µην προσφύγει για τέταρτη φορά στις κάλπες, το 1990, από τη στιγµή που το συντηρητικό κόµµα, ενώ συγκέντρωνε ένα υψηλό ποσοστό, δεν µπορούσε να αποκτήσει άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία εξ αιτίας του εκλογικού συστήµατος Κουτσόγιωργα. ∆εδοµένη ήταν και η λαϊκή δυσφορία από την ουσιαστική ακυβερνησία που βίωνε ο τόπος, µια και η κυβέρνηση συνεργασίας µε τον Συνασπισµό της Αριστεράς δεν προχώρησε και η Οικουµενική Κυβέρνηση υπονοµεύθηκε, κατά δήλωση του πρωθυπουργού της Ξενοφώντα Ζολώτα... Η κυβέρνηση εκείνη του 1990 είχε να αντιµετωπίσει εκτροχιασθέντα δηµοσιονοµικά στοιχεία, τα οποία είχε κληρονοµήσει από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.


Τα κρυφά χρέη

Το έλλειµµα και το δηµόσιο χρέος πολλαπλασιάζονταν ανεξέλεγκτα από την υπόγεια αύξησή τους, την οποία προκαλούσαν τα κρυφά ελλείµµατα και χρέη που είχε δηµιουργήσει παντού στον ευρύτερο δηµόσιο τοµέα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στη διάρκεια της δεκαετίας του ’80. Αυτά τα κρυφά χρέη είχαν δηµιουργηθεί κυρίως µε τρεις µεθόδους. Πρώτον, µε τη χορήγηση εγγυήσεων του ∆ηµοσίου για τη σύναψη δανείων υπέρ των ελλειµµατικών ∆ΕΚΟ, τα οποία ουδέποτε µπορούσαν να ξεπληρωθούν, µε αποτέλεσµα την κατάπτωση των εγγυητικών επιστολών.

∆εύτερον, µε την πληρωµή ενισχύσεων, κυρίως στους αγρότες, όχι από το ίδιο το κράτος, αλλά από τους κοµµατικά ελεγχόµενους συνεταιρισµούς µε δάνεια της ΑΤΕ, τα οποία ουδέποτε καλύπτονταν από το κράτος. Τρίτον, από τα τεράστια ελλείµµατα κοινωνικοποιηµένων επιχειρήσεων του Οργανισµού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, συνεταιριστικών οργανώσεων και των εκατοντάδων άλλων επιχειρήσεων και φορέων του δηµόσιου τοµέα, που χρηµατοδοτούνταν χαριστικά από τις ελεγχόµενες από το κράτος τράπεζες, αλλά τελικά επιβάρυναν το ∆ηµόσιο...

Ο καθηγητής Πανεπιστηµίου και αριστερών αποκλίσεων Μάριος Νικολινάκος, που δεν πρόσκειτο στη Νέα ∆ηµοκρατία, δηµοσίευε στα «Νέα» της 28ης Ιουνίου του 1988 το ακόλουθο άρθρο, στο οποίο παρατηρούσε τα ακόλουθα: «Μετά το 1981 η χώρα µας έχει µπει σε έναν φαύλο κύκλο πολιτικών και κοινωνικών αναστατώσεων, οι οποίες δηµιούργησαν τέλµατα και αδιέξοδα, των οποίων η υπερνίκηση είναι προβληµατική... Αποδείχτηκε στην πράξη ότι το κόµµα που ήλθε στην εξουσία µε την ειδική εντολή της αλλαγής και της αναµόρφωσης ήταν το 1981 απροετοίµαστο να κυβερνήσει και ανίκανο να πραγµατοποιήσει τις υποσχέσεις του, λόγω απειρίας, ανυπαρξίας µιας προσεγµένης µελέτης της ελληνικής πραγµατικότητας... Ηταν ένα κόµµα από και για τον Αρχηγό του... Υπέσκαψε τους θεσµούς, προσπάθησε να ελέγξει τα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης, άρχισε ένα ανελέητο κυνήγι των αντιπάλων του και κατέφυγε στους διορισµούς στον δηµόσιο τοµέα για να συγκρατήσει και να κερδίσει ψηφοφόρους». Αυτό ακριβώς το κράτος και αυτήν την Οικονοµία είχε παραλάβει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Γι’ αυτό και η φράση που είχε πει στη Βουλή το 1994 δεν ήταν απλώς προφητική, αλλά και δείγµα της πολιτικής του διορατικότητας: «∆εν είναι µακριά η στιγµή που η Ελλάδα θα καταφύγει ικέτις στο ∆ΝΤ». Εµπλοκή µε Σκόπια Για την εµπλοκή µε τα Σκόπια, που επηρέασε και τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, είναι διαφωτιστικά τα όσα αναφέρονται για το θέµα αυτό στο βιβλίο που είχε εκδώσει το Ιδρυµα «Κωνσταντίνος Μητσοτάκης», σε επιµέλεια Γιάννη Παλαιοκρασσά, για τη διακυβέρνηση της χώρας από τη Ν.∆. την τριετία 1990-1993. Ο τίτλος του βιβλίου, «Μπροστά από την εποχή της»: «Ολες οι προσπάθειες και οι επιτυχίες σε πολλαπλά µέτωπα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην εξωτερική πολιτική επηρεάστηκαν από την εξέλιξη του θέµατος των Σκοπίων, µετά τη δεύτερη συνάντηση των αρχηγών των κοµµάτων, τον Απρίλιο του 1992. Οπως είναι γνωστό, µετά τη συνάντηση αυτή αποχώρησε από τη θέση του ο Αντώνης Σαµαράς και την ηγεσία του υπουργείου των Εξωτερικών, κατά την κρίσιµη εκείνη συγκυρία, ανέλαβε προσωπικά ο πρωθυπουργός. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, έπειτα από έναν νέο διπλωµατικό µαραθώνιο και εξαντλώντας όλη του τη διπλωµατική δεξιοτεχνία, επέτυχε να πείσει την Ε.Ε. στη Σύνοδο της Λισαβόνας να υιοθετήσει πλήρως τη βασική ελληνική θέση, δηλαδή τη µη χρήση του ονόµατος Μακεδονία, χρησιµοποιώντας γεωπολιτικά επιχειρήµατα (αποσταθεροποίηση της Ελλάδος). Οι άλλοι όµως διεθνείς παράγοντες και προπαντός η Ρωσία -που έσπευσε να αναγνωρίσει τα Σκόπια- µείωσαν τη δυναµική και τη σηµασία αυτής της απόφασης».


Η… προφητεία για τον ΟΤΕ

Η αναγκαστική πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη το 1993 από πολλούς έχει αποδοθεί και στην προσπάθειά του να περάσει σε ιδιωτικά χέρια ο ΟΤΕ. Υπό την έννοια του ότι ο ΟΤΕ είκοσι χρόνια µετά άρχισε να ιδιωτικοποιείται, θα µπορούσε να πει κανείς ότι ο Μητσοτάκης προηγήθηκε της εποχής του. Οι αντιδράσεις δεν προέρχονταν µόνο από την πλευρά της αντιπολίτευσης, αλλά και µέσα από το ίδιο το κόµµα, µε συµπαράταξη υπουργών, βουλευτών και συνδικαλιστών. Από το 1992 πάντως είχε αρχίσει να εκδηλώνεται µία εσωκοµµατική αντιπολίτευση. Αποκορύφωµα των ενδοκυβερνητικών εντάσεων υπήρξε η παραίτηση τριών κορυφαίων κυβερνητικών µελών, των Αθ. Κανελλόπουλου, Μιλτιάδη Έβερτ και Σταύρου ∆ήµα, που εκείνη την εποχή είχαν θεωρηθεί η άτυπη τρόικα της εσωκοµµατικής αντιπολίτευσης...

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή» στις 6/04/2025