«Μα καλά, να με θυμούνται μόνο σαν την θεία Μπεμπέκα; »
Η θρυλική «Μπεμπέκα» από τις «Τρεις Χάριτες», Άννα Κυριακού σε μια σπάνια συνέντευξη της, θυμάται την πολυτάραχη ζωή της μέσα από τις αναμνήσεις του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης!
Παραδέχεται πως πλέον είναι σε πολύ μεγάλη ηλικία, αλλά παρόλαυτά επιθυμεί να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο που θα την συναρπάσει. Όχι γιατί θέλει να ακούσει το χειροκρότημα του κοινού, αλλά για δική της «εσωτερική κατανάλωση. Για ένα κοινό που θα με καταλάβει». Η θρυλική «Μπεμπέκα» Άννα Κυριακού, από την ιστορική πλέον σειρά «Τρεις Χάριτες», μεγάλωσε όπως τονίζει με το να ακούει από τις νεότερες γενιές, για έναν και μόνο ρόλο: αυτό της θείας Μπεμπέκας. Ένας ρόλος που της έδωσε την σύγχρονη ταυτότητα για να περάσει στις νεότερες γενιές που την απόλαυσαν τηλεοπτικά. Το «παράπονό» της; Έκδηλο και δεν το κρύβει, από την πρώτη μας κιόλας φράση που αρθρώσαμε για τις «Τρεις Χάριτες». «Ξέρετε, έχω παίξει με τον Λογοθετίδη, με την Μανωλίδου, με τον Κατράκη, με τον Αλεξανδράκη με όλους. Και όμως όλοι με θυμούνται από τον τηλεοπτικό μου ρόλο. Κάποτε έλεγα: μα καλά βρε παιδί μου, «από την Μπεμπέκα;» Εγώ τότε τόλμησα να κάνω την Μπεμπέκα και φαίνεται πως δικαιώθηκα στα μάτια του κοινού. Και το τονίζω: τόλμησα» λέει με την γνώριμη φωνή, σε μια σπανιότατη συνέντευξη, μιας και η ίδια αποφεύγει οποιαδήποτε μορφή δημοσιότητας.
Με την φωνή της, το στυλ της θείας Μπεμπέκας, μεγάλωσαν σχεδόν τρεις γενιές Ελλήνων. Από το 1989 εως και το 2010 που παιζόταν από το Mega κατά κόρον η σειρά, η Άννα Κυριακού ταυτίστηκε απόλυτα με το τηλεοπτικό κοινό. Έγινε η πιο αγαπητή σύγχρονη θεία της ελληνικής τηλεόρασης.
Κοκέτα, μπριόζα, πάντα σε ρόλους ενζενί η Άννα Κυριακού ευτύχησε να παίξει στο θέατρο από το 1948 εως και το 2006 στις «Επτά θανάσιμες πεθερές» που ήταν και ο τελευταίος της ρόλος, οπότε και σταμάτησε να παίζει, έχοντας ωστόσο στο ενεργητικό της, μια τεράστια γκάμα ρόλων.
-Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορέσαμε να βρούμε ούτε μια συνέντευξή σας στο διαδίκτυο. Γιατί τόσο αποξενωμένη από τα ΜΜΕ όλα αυτά τα χρόνια;
«Θεωρώ πως οι καλλιτέχνες πρέπει να μιλούν με την δουλειά τους και όχι μέσω συνεντεύξεων. Το είχα σαν αρχή μου αυτό πάντα. Σήμερα έκανα μια εξαίρεση… Ας το πούμε έτσι…»
-Γέννημα θρέμμα Αθηναία…
«Ναι, βεβαίως. Είχα την τύχη να μένω σε ένα σπίτι σταυροδρόμι για την Αθήνα, από τότε που γεννήθηκα εως και σήμερα. Στο ίδιο σπίτι γεννήθηκα το 1929, στο ίδιο σπίτι μεγάλωσα το παιδί μου, στο ίδιο σπίτι μένω και σήμερα, στο κέντρο» λέει με περηφάνια, ξετυλίγοντας το κουβάρι των αναμνήσεών. Αναμνήσεις που όπως τονίζει, ήδη τις γράφει σε φύλλα χαρτιού ώστε να τις έχει αποτυπωμένες η οικογένειά της και να μην τις σβήσει ο χρόνος.
-Γράφετε την ζωή σας σε βιβλίο όπως μου τόνισαν κάποιοι φίλοι σας…
«Γράφω κάποια συγκεκριμένα γεγονότα, συγκεκριμένης περιόδου για να μεταπηδήσουν στις πόμενες γενιές της οικογένειάς μου. Εγώ, έζησα τον πόλεμο και ακόμα μου έρχονται οι εικόνες εκείνες από τους νεκρούς στα πεζοδρόμια από την ασιτία. Καταγόμουν από μια αστική οικογένεια γεμάτη αγάπη για τα μέλη της. Όμως ξέρετε τι είναι να μετράς τα πτώματα στους δρόμους από την πείνα και την δυστυχία; Εύχομαι να μην τα ζήσει άλλος άνθρωπος, όσα ζήσαμε εμείς ως παιδιά του πολέμου» λέει με πόνο ψυχής και η φωνή της σπάει, από τα πρώτα λεπτά της συζήτησής μας.
-Κυρίως θεατρική ηθοποιός…
«Ε, βέβαια. Μέσα από το θέατρο, τους ρόλους μας, μιλούσε και η προσωπικότητα του καθενός. Το θέατρο είναι γοητεία. Είναι έρωτας ψυχής. Τότε σε εμάς δεν δίνονταν η δυνατότητα, η ελευθερία μόλις βγούμε από την σχολή του εθνικού να παίξουμε αρχαία τραγωδία, όπως γίνεται σήμερα που παίζουν «Μήδεια» και «Ιοκάστη» όλοι. Σήμερα μόλις βγουν οι νέοι από την σχολή υποκριτικής παίζουν παντού και τα πάντα από ρόλους. Οδοστρωτήρας όλα».
-Ποια θεωρείτε πως είναι η κυριότερη διαφορά μεταξύ των σημερινών ηθοποιών και εκείνων των περασμένων δεκαετιών που ζήσατε;
«Εμείς δουλεύαμε τους μικρούς ρόλους που μας έδιναν μήνες και χρόνια ολόκληρα. Γιατί από αυτά γίνεσαι ηθοποιός».
Φαίνεται φανερά δυσαρεστημένη για όσα συμβαίνουν στον χώρο που υπηρέτησε για περισσότερα από 60 χρόνια. Η φωνή της άλλοτε σπάει και άλλοτε είναι έντονη αναλόγως με τα συναισθήματα που βγάζουν οι δικές μας ερωτήσεις. Η ίδια δεν διστάζει να αναφερθεί και στο φαινόμενο που παρατηρείται ότι κάθε είδους καλλιτέχνης πλέον γίνεται… ηθοποιός.
-Πως κρίνετε το γεγονός ότι όλοι είναι… όλα;
«Είναι ένα μέρος και αυτό της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Τα κάνουμε όλοι, όλα μαζί. Όλα τα επαγγέλματα οδηγούν στην υποκριτική τέχνη όπως φαίνεται. Και εγώ ακόμα απορώ με όσα συμβαίνουν» λέει με χιούμορ και συνεχίζει «όποιος δεν έχει δουλέψει με Κουν, με Βολονάκη, με Ροντήρη, με Μινωτή δεν ξέρει τι πάει να πει θέατρο. Και δυστυχώς εμείς οι ίδιοι έχουμε χαλάσει το κοινό. Το έχουμε μάθει στην ευκολία, στον εύπεπτο τρόπο να τα αφομοιώνει όλα. Όμως στο τέλος δυστυχώς το κοινό ζημιώνεται με όλα αυτά»
-Θέατρο, κινηματογράφος ή τηλεόραση είναι πιο γοητευτικό για εσάς;
«Ο κινηματογράφος, η τηλεόραση είναι παράγοντες παράλληλοι με το θέατρο που σου έδιναν την ευκαιρία να αναδειχτείς. Ας μην ξεχνάμε πως οι νεότερες γενιές, εμάς τους παλιούς ηθοποιούς μας θυμούνται από τον κινηματογράφο και μετέπειτα από την τηλεόραση. Στο θέατρο όμως γίνεσαι ηθοποιός. Εκεί ψήνεσαι. Την εποχή εκείνη που βγήκα εγώ στο θέατρο καθώς και τις επόμενες δεκαετίες δουλεύαμε για το θέατρο. Ζούσαμε για τους θεατρικούς ρόλους. Δεν είχαμε ούτε μια μέρα αργία. Κάναμε συνελεύσεις επι συνελεύσεων για να πάρουμε ένα ρεπό. Δουλέψαμε πάρα πολύ για να έχει σήμερα η Ελλάδα τα ελεύθερα θέατρα που έχει» λέει ανασκαλίζοντας φωτογραφίες από το πλούσιο αρχείο της. Βλέπει τις συνεργασίες της με τον Ηλιόπουλο, με την Μανωλίδου, τον Σταυρίδη, τον Ροντήρη. Χαμογελάει και θυμάται…
-Συνεργαστήκατε με όλους. Ποιος ήταν πιο κοντά στα δικά σας θεατρικά πιστεύω;
«Η αλήθεια είναι ότι συνεργάστηκα με όλους. Δεν υπάρχει συνάδελφος παλαιότερος που σήμερα τους λέμε ιερά τέρατα που να μην δούλεψα μαζί του. Και ο Ηλιόπουλος εξαίρετος και ο Λογοθετίδης. Ο καθένας είχε την δική του χάρη».
Στον κινηματογράφο, η Άννα Κυριακού έπαιξε σε ταινίες που έμειναν χαραγμένες στο μυαλό και των νεότερων γενιών, λόγω των επαναλήψεων μέσα από την τηλεόραση. «Ζητείται ψεύτης» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, «Ζητείται επειγόντως γαμπρός» με τη Ρένα Βλαχοπούλου, «Αλέξης Ζορμπάς», «Ο μεθύστακας» με τον Ορέστη Μακρή και άλλες 15 ταινίες συνθέτουν το κινηματογραφικό της προφίλ.
-Τι συναισθήματα σας βγάζουν αυτές οι ταινίες;
«Πολλά και ποικίλα κάθε φορά. Όλα αυτά τα θυμάμαι με ευχαρίστηση. Άναβαν οι προβολείς και εμείς λέγαμε όσα μας υπέβαλλαν να πούμε. Πολλές φορές λέγαμε και τα δικά μας. Η Ρένα ήταν αμίμητη. Ο Ηλιόπουλος μοναδικός στα ανέκδοτα. Το γλεντούσαμε στον κινηματογράφο. Στο θέατρο έπρεπε να ήσουν πιστός στα κείμενα. Δεν μπορούσες να ξεφύγεις. Οι σκηνοθέτες του θεάτρου ήταν πολύ διαφορετικοί από αυτούς του κινηματογράφου. Είχαν άλλη κουλτούρα, πιο αυστηρή και πιστή στο θεατρικό τους μονόδρομο».
Πίσω από το πανέμορφο βλέμμα της θρυλικής τηλεοπτικής θείας «Μπεμπέκας», βλέπεις τις αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής που όταν η ίδια αφηγείται τα γεγονότα, άλλοτε βουρκώνει και άλλοτε χαμογελάει με χαμηλωμένο το βλέμμα.
-Σας λείπουν όλοι αυτοί;
«Κοιτάξτε, όταν μιλάω για όλα όσα έζησα, βουρκώνω και σκέφτομαι όλους όσους συνεργάστηκα μαζί τους. Δεν μπορώ να τους αποχωριστώ από τις σκέψεις μου. Μου λείπουν όλοι αυτοί. Μου λείπουν πολύ από τη ζωή μου και νιώθω ως μια από τις τελευταίες εκείνης την γενιάς πλέον» λέει συγκινημένη.
Με τον θίασο του Βασίλη Λογοθετίδη, δούλεψε πολλές σεζόν στο πλευρό του. Εκείνος την θαύμαζε για το ταπεραμέντο της και το σπινθηροβόλο βλέμμα που έβγαζε μέσα από τους ρόλους της. «Ο Βασίλης ήταν πολύ χαριτωμένος άνθρωπος στο θέατρο και στην δουλειά του. Όμως στη ζωή του ήταν μελαγχολικός, απόμακρος. Ήταν εκπληκτικός ηθοποιός που δεν πρόκειται να αντικατασταθεί από κανέναν. Είναι από τους ελάχιστους που μπορείς να πεις ότι είναι αναντικατάσταστος» λέει γεμάτη αυτοπεποίθηση για τις συνεργασίες που είχε μαζί του στο θέατρο.
«Με θυμάστε μόνο από την Μπεμπέκα…»
Η συζήτησή μας ωστόσο δεν θα μπορούσε να μην περιστραφεί και προς τον θρυλικό τηλεοπτικό της ρόλο, αυτόν της «Μπεμπέκας» από την τηλεοπτική σειρά «Τρεις Χάριτες». Όταν της μιλάμε για την σειρά, κομπιάζει. Χαμογελάει, όμως απαντάει με περηφάνια. «Όταν στην αρχή έπαιξα τον ρόλο καθώς και μετά που έβλεπα τι συνέβαινε όταν έκανα την εποχή εκείνη κάποιες δημόσιες εμφανίσεις, μονολογούσα «μα βρε παιδί μου να με θυμούνται από την Μπεμπέκα; Έχω παίξει τόσους και τόσους ρόλους με την Παξινού, τον Μινωτή, τον Λογοθετίδη και τους έμεινε η Μπεμπέκα; Δεν είχα αντιληφθεί την δύναμη της τηλεόρασης. Στο δικό μου μυαλό ήταν οι ρόλοι από το θέατρο που ήταν πολύ πιο σημαντικοί. Εγώ απλά τότε, τόλμησα και έπαιξα αυτόν τον κόντρα ρόλο. Ξέρετε πόσοι ηθοποιοί την εποχή εκείνη δεν τόλμησαν να παίξουν τηλεοπτικούς ρόλους; Τους θεωρούσαν παρακατιανούς ρόλους. Εγώ το τόλμησα τότε με τον ρόλο της «Μπεμπέκας» και ας είχα παίξει με όλα τα ιερά τέρατα».
-Θα θέλατε να επιστρέψετε μπροστά στα φώτα της δημοσιότητας;
«Αγαπητέ μου, εγώ τελείωσα την καριέρα μου. Δεν μου λείπει τίποτα πλέον από ρόλους. Είμαι γεμάτη σε ρόλους και ζωή. Θέλω απλά η νεολαία να αφομοιώνει όλα εκείνα τα στοιχεία που την κάνουν καλύτερη και την εξελίσσουν».