Αδιερεύνητες παραμένουν οι σημαντικότερες πτυχές της δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη 28 χρόνια μετά το μοιραίο εκείνο πρωινό. Παρά το γεγονός ότι ο Γιάννης Δημοτροκάλης, διευθυντής της ΝΔ και στενός συνεργάτης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, συμμετείχε το προηγούμενο βράδυ σε συνάντηση του Μπακογιάννη με στελέχη του ΣΥΝ και κατόπιν τον συνόδευσε στη Βουλή, εν τούτοις ουδέποτε και σε κανένα στάδιο της προανακριτικής διαδικασίας κλήθηκε να καταθέσει.

Στην ουσία το έγκλημα της 26ης Σεπτεμβρίου 1989 παραμένει ανεξιχνίαστο καθώς οι μάρτυρες αμφισβητήθηκαν στη διάρκεια των δύο δικών της 17Ν ενώ η Ντόρα Μπακογιάννη στην κατάθεση της αναφέρθηκε γενικώς στα όσα διαδραματίστηκαν τη νύχτα της 25ης Σεπτεμβρίου. Επίσης στη σχετική προκήρυξη της 17Ν και στο βιβλίο του ο Δ. Κουφοντίνας σημειώνεται ότι ο δολοφονηθείς συνοδεύονταν από αστυνομικό που τον άφησε στην οδό Σόλωνος λίγα μέτρα μακριά από το γραφείο της οδού Ομήρου ενώ η οικογένεια του και οι αυτόπτες υποστήριξαν ότι το
μοιραίο πρωινό δεν συνοδεύονταν από κανέναν.

Το απόσπασμα

Ο Δημητροκάλης γράφει στο βιβλίο του ( «Ο ηγέτης μετά τον ηγέτη»): «Το βράδυ στη συνάντηση, στα γραφεία του Συνασπισμού, ήταν ο Πέτρος Κουναλάκης, νομίζω ο Π. Λαφαζάνης και ένα-δυο άλλα στελέχη που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Μετά από αρκετή συζήτηση συμφωνήθηκε να πάει ο Παύλος το πρωί πριν τις 08.00 στο γραφείο του, για να μιλήσει σε μια ραδιοφωνική εκπομπή, ενός γνωστού τους δημοσιογράφου. Στόχος να σχολιάσει την όλη κατάσταση και να ζητήσει ίση μεταχείριση. Φύγαμε κατά τις έντεκα , και κατεβαίνοντας στην Πλατεία Ομονοίας, που ήταν τα γραφεία του
Συνασπισμού, υπήρχε ένα ≪πηγαδάκι≫ με έντονη συζήτηση, το οποίο θέλησε ο Παύλος να πάμε να ακούσουμε». Όπως εξηγεί: «Τα ≪πηγαδάκια≫ αυτά ήταν ένα επικοινωνιακό εφεύρημα των κομμάτων, τα οποία έστελναν 2-3 στελέχη δικά τους, για να πιάνουν φωναχτά πολιτική συζήτηση, και πολλοί περαστικοί σταματούσαν και έπαιρναν μέρος διαφωνούντες ή συμφωνούντες. Στο πηγαδάκι που ήθελε να πάμε ο Παύλος ήταν μαζεμένα 30 περίπου άτομα, στη γωνία Ομονοίας και Αθηνάς, με προφανώς όχι το καλύτερο ποιόν τέτοια ώρα, σ’ αυτήν τη θέση. Του είπα ότι
δεν ήταν φρόνιμο να πάμε εκεί, αλλά εκείνος επέμενε. Αφού δεν μπόρεσα να τον πείσω προφασίσθηκα ότι είχα κοιλιακή διαταραχή, διότι φοβόμουνα το όποιο επεισόδιο μια και ήταν και αναγνωρίσιμος και χωρίς σωματοφύλακα. Με άφησε στο προαύλιο της Βουλής που είχα το αυτοκίνητό μου, είπαμε καληνύχτα και μπήκε μέσα στο κτήριο της Βουλής για μια απλή επίσκεψη».

Στη Βουλή

Τα νέα στοιχεία είναι ότι ο Μπακογιάννης συναντήθηκε με συγκεκριμένους πολιτικούς του ΣΥΝ και ότι μετά τη σύσκεψη πήγε στη Βουλή χωρίς να είναι γνωστό πότε αναχώρησε και με ποιον. Ανήμερα της δολοφονίας του εξετάζονταν το αίτημα παραπομπής του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο και εκείνες τις ημέρες οι συζητήσεις μεταξύ βουλευτών διαρκούσαν έως τις πρώτες πρωινές ώρες στο περιστύλιο. Ο Δημητροκάλης δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει με ποιους συνομίλησε εντός Βουλής ο Μπακογιάννης. «Πάντα μου μένει η απορία» σημειώνει και συνεχίζει: «Πώς ήξεραν οι δολοφόνοι ότι θα είναι τόσο πρωί στο γραφείο του.
Ήταν απλή συγκυρία; Ξαφνικά όλα είχαν ανατραπεί. Πήγα αργά το απόγευμα στο σπίτι του, που έμπαινα για πρώτη φορά, για να συλλυπηθώ την οικογένειά του, δειλός και άτολμος, διότι τι λόγια να πω, σε ένα τέτοιο τραγικό γεγονός».

Συναίνεση

Ο αείμνηστος πολιτικός λειτουργούσε ως συνδετικός κρίκος μεταξύ ΝΔ και των κομμάτων της Οικουμενικής κυβέρνησης. Ιδίως δε με την Αριστερά οι σχέσεις του ήταν ιδιαίτερα αναπτυγμένες σε ειλικρινές επίπεδο. Ο συγγραφέας εξιστορεί το εξής: «Στις 25 Σεπτεμβρίου 1989, στην καθημερινή πρωινή σύσκεψη με τον Πρόεδρο (σς Κωνσταντίνο Μητσοτάκη), ετέθη έντονα, για μια ακόμη φορά, το θέμα του αποκλεισμού μας από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης τα οποία «Πασοκοκρατούνταν», ακόμη, παρά την κυβερνητική αλλαγή. Αποφασίσθηκε να γίνει μια
συζήτηση με τον εταίρο μας στην Κυβέρνηση, για κοινή αντιμετώπιση του προβλήματος. Την πρωτοβουλία ανέλαβε ο Παύλος Μπακογιάννης, ο οποίος λειτουργούσε και ως σύνδεσμος για τα επικοινωνιακά θέματα μεταξύ των δύο Κομμάτων».

Ερωτήματα

Το ενδιαφέρον της ακροαματικής διαδικασίας, στη δίκη της 17Ν, επικεντρώθηκε στους εκτελεστές του Μπακογιάννη και όχι στις συνθήκες μέχρι την τέλεση του εγκλήματος. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι στο σημείο της επίθεσης είδε τον Σάββα Ξηρό και τον Ηρακλή Κωστάρη κατονομάζοντας τον Δημήτρη Κουφοντίνα ως τον άνθρωπο που του έδωσε τη χαριστική τέταρτη βολή με το 45άρι - σύμβολο της οργάνωσης. Με δεδομένο ότι το στήσιμο μιας τέτοιας ενέδρας στο κέντρο της Αθήνας απαιτεί προετοιμασία ωρών – σύμφωνα με τότε αξιωματούχους της τότε Κρατικής Ασφάλειας -
οι τρομοκράτες έπρεπε να τον είχαν κατά πόδας από την προηγούμενη. Το ενδεχόμενο να «στήθηκαν» την τελευταία στιγμή δεν αντέχει στη λογική. Και τούτο διότι η περιοχή φυλάσσονταν επισταμένα από αστυνομικές δυνάμεις λόγω των πολλών εγκληματικών ενεργειών που είχαν τελεστεί την προηγούμενη διετία (δολοφονίες βιομηχάνων, δικαστικών κτλ) και οι τρομοκράτες διέφευγαν πάντα προς τον περιφερειακό του Λυκαβηττού ή τα Εξάρχεια. Ο Μπακογιάννης δεν συνήθιζε να πηγαίνει τόσο πρωί στο γραφείο , πόσω μάλλον εκείνη την περίοδο
που ξενυχτούσε επιφορτισμένος με την ατζέντα της εθνικής συνεννόησης.