Ο Ντόναλντ Τραμπ, απόγονος του Αριστοτέλη
Αν πάρουμε κατά γράμμα όσα είπε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στη χθεσινή του συνάντηση με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, θα πρέπει να θεωρήσουμε τον ευέξαπτο δισεκατομμυριούχο σημαίνοντα υποστηρικτή της δημοκρατίας εν γένει.
«Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Έλληνα πρωθυπουργό και τους Έλληνες γιατί φιλοξενούν αμερικανικές ναυτικές δυνάμεις στη βάση της Σούδας. Και να τους συγχαρώ γιατί δαπανούν το 2% του προϋπολογισμού για τις αμυντικές τους δαπάνες», δήλωσε ο Ντόναλντ Τραμπ. Η αγάπη του αμερικάνου Προέδρου προς τον Έλληνα πρωθυπουργό φαίνεται να περνάει από τη λογιστική των εξοπλισμών, με τα νούμερα να συσφίγγουν τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ακόμα κι αν τυπικά στη μία πλευρά στέκεται κάποιος που υποστηρίχθηκε από τις πιο προοδευτικές μερίδες της χώρας του και στην άλλη, ένας άνθρωπος που χαρακτηρίστηκε διεθνώς ως «καταστροφή» και που συνεχώς έρχονται στην επιφάνεια οι στενές σχέσεις του επιτελείου του με τους νεοναζί και τους πιο ακραίους φυλετιστές των ΗΠΑ.
Ο έρωτας στις διεθνείς σχέσεις βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις πωλήσεις εξοπλισμών και ιδίως όταν αγοραστής είναι μια χώρα-σύμβολο της χρεοκοπίας και πωλητής μία παγκόσμια υπερδύναμη. Ω του θαύματος, μάλιστα, τα πιο φίλια προς την κυβέρνηση μέσα, ανακάλυψαν σήμερα «νέες τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο», χωρίς να μας έχουν πληροφορήσει στο παρελθόν για αντίστοιχες παλαιότερες – λογικό, καθώς πάγιο αίτημα της Αριστεράς στην Ελλάδα υπήρξε ο περιορισμός των υπέρογκων αμυντικών της δαπανών ύψους 2% του ΑΕΠ, που τοποθετούν την Ελλάδα στην τρίτη θέση σε αμυντικούς εξοπλισμούς ανάμεσα στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ.
«Το να είσαι εχθρός της Αμερικής μπορεί να είναι επικίνδυνο• το να είσαι φίλος της είναι θανατηφόρο» είχε γράψει σε μία απ’ τις πιο κυνικές στιγμές του ο Χένρι Κίσιντζερ, αρχιτέκτονας του δόγματος της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Η διάσημη ρήση του αναφερόταν στην πληθώρα δικτατόρων που κατέστειλαν τα –φύσει αντιαμερικανικά δημοκρατικά και κομμουνιστικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου- προκειμένου να διατηρήσουν τον προνομιακό ρόλο των ΗΠΑ στην εκμετάλλευση των οικονομιών τους. Κάποιοι απ’ αυτούς τους δικτάτορες πράγματι σκοτώθηκαν πράγματι από κινήματα πολιτικής ανατροπής, αν και πολύ πιο αιματηρά ήταν συνήθως τα απαλά και σκληρά πραξικοπήματα που τους έφεραν στην εξουσία.
Υπάρχει όμως και μία δεύτερη ανάγνωση, η οποία παραχαράσσει τη σημασία της ρήσης του Κίσιντζερ, κάνοντάς την πιο ακριβή. Γιατί πράγματι, η διατήρηση μιας «φιλίας» με τις ΗΠΑ απαιτούσε πάντα σκληρά ανταλλάγματα, σε πλούτο, σε δημοκρατία ή πιο συχνά και στα δύο μαζί, κάτι που φάνηκε στη συνεχή επιρροή του αμερικανικού παράγοντα στα εγχώρια ζητήματα από τις απαρχές του μετεμφυλιακού κράτους μέχρι σήμερα. Η χαμηλότερη σκληρότητα με την οποία εκδηλώθηκε εδώ η αμερικάνικη παρέμβαση σε σχέση με άλλες χώρες, οφείλεται μάλλον περισσότερο στη διαχρονική ταύτιση του πολιτικού συστήματος με τις εκάστοτε βλέψεις των ΗΠΑ, παρά σε κάποιον ιδιαίτερο προνομιακό ρόλο της Ελλάδας.
Το άλλοτε δημοφιλές σύνθημα «φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι», έχει σήμερα ξεφτίσει, τόσο με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, όσο και με τις πιο σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις που αποφεύγουν τη συλλογική ενοχοποίηση λαών. Χώρια που το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής, με τις διάφορες διακυμάνσεις του, έχει πια αλλάξει, όχι ως προς τον παρεμβατισμό του, αλλά ως προς τις διαβαθμίσεις που μπορεί να κάνει στην ένταση της κάθε παρέμβασης, απελευθερωμένο απ’ τους ψυχροπολεμικούς περιορισμούς, πράγμα που αφήνει την Ελλάδα σε μία σχετική ασφάλεια – αδιαφορώντας για τον υπόλοιπο πλανήτη.
Δεν είναι όμως η «γραφικότητα» του συνθήματος ο λόγος που ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορούσε να πάει στον Λευκό Οίκο φωνάζοντας το «φονιάδες των λαών, Αμερικάνοι» στο πρόσωπο του εμπρηστικού Προέδρου. Ο λόγος είναι ότι μετά το 1989, σε κάθε απαίτηση της αμερικάνικης πλευράς, η διαπραγματευτική δύναμη χωρών όπως η Ελλάδα υπολογίζεται περίπου στο μηδέν. Ακόμα και ο διόλου σοβιετόφιλος Ανδρέας Παπανδρέου δεν είχε διστάσει να κάνει εκλεκτικό φλερτ με την ΕΣΣΔ στις στιγμές που οι απαιτήσεις των ΗΠΑ γίνονταν υπερβολικές.
Αυτή η εποχή όμως έχει τελειώσει και όταν οι ΗΠΑ θέλουν να αγοράσεις πολεμικό υλικό αξίας 2,4 δισεκατομμύριων δολαρίων, δεν έχεις το περιθώριο να αρνηθείς. Αυτή είναι η λεζάντα της εικόνας απ’ τη χθεσινή συνάντηση του πρωθυπουργού με τον Ντόναλντ Τραμπ και αποτυπώνεται σε όλη την κινησιολογία του τελευταίου.
Πολυσυζητημένο υπήρξε το χθεσινό στιγμιότυπο όπου δημοσιογράφος «καρφώνει» τον Έλληνα πρωθυπουργό για τα αρνητικά του σχόλια για τον Ντόναλντ Τραμπ παραμονές της εκλογής του, αναγκάζοντας τον Αλέξη Τσίπρα να του πλέξει ένα επανορθωτικό εγκώμιο. Έτσι ξαφνικά, ο πιο άστατος, απρόβλεπτος και εριστικός «πλανητάρχης» που έχουμε δει έγινε κάποιος που «ό,τι κάνει είναι για καλό» και που πρεσβεύει τον λαό των ΗΠΑ αρκετά ώστε να τονίζει ο Έλληνας πρωθυπουργός ξανά και ξανά την ιδεολογική καταγωγή της αμερικανικής επανάστασης στους Αρχαίους, αλλά και την έμπνευση της ελληνικής επανάστασης απ’ την αμερικανική.
Όμως η ταύτιση του Ντόναλντ Τραμπ με τους αμερικάνους είναι αρκετά έωλη, πράγμα που κάνει τη συνδιαλλαγή του με τον κλασσικό πυρήνα της δημοκρατικής παράδοσης ακόμα πιο προβληματική. Η εκλογή του ήρθε απ’ το αδιέξοδο του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος: μία θραύση των κοινωνικών συμβολαίων, μία αναδιάταξη της κοινωνικής πυραμίδας και παράλληλα μία επίμονη άρνηση του αμερικάνικου δικομματισμού και των ηγεμόνων του να ακολουθήσουν τις κοινωνικές εξελίξεις. Ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένα πυρηνικό ατύχημα της ίδιας της αστικής δημοκρατίας, ακόμα κι αν δεν έχει φτάσει ακόμα στο σημείο να πατήσει το περιώνυμο «κουμπί».
Είναι εύκολο να πιστέψει κανείς ότι πράγματι, μεσολαβούντος αρκετού πόνου και ζημιάς για την αμερικανική και διεθνή κοινότητα, στο τέλος ό,τι κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ είναι για καλό. Το αστειάκι «μακάρι να ήξερα τις θέσεις του πρωθυπουργού για μένα πριν απ’ τη συνάντηση», παρά την ελαφρότητά του, αποτελεί και ρητή παραδοχή του ποιος είναι ο αδιαμφισβήτητος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Κάθε φορά που προσεγγίζει τον Τραμπ κάποιος ιδεολογικός αντίπαλος, η παροιμιώδης ευκολία να βρεθεί κοινός τόπος με το «τέρας» δείχνει πόσο συμβατοί είναι στην πραγματικότητα μαζί του αυτοί που με προμαχώνα τη Χίλαρι Κλίντον επέλεξαν μία ασαφώς «κεντρώα» ή «προοδευτική» αντιπολίτευση εναντίον του.
Κοιτώντας τον Αλέξη Τσίπρα χθες να κουβαλιέται ως την Ουάσινγκτον για να καταστήσει πιο ανεκτή στο γυαλί της τηλεόρασης τη θηριώδη δαπάνη των εξοπλισμών, αναπόφευκτα ξυπνάει ένα αίσθημα λύπησης. Η επινόηση ενός εγκωμίου για το πιο απεχθές πρόσωπο στον πλανήτη δεν πρέπει να είναι εύκολο πράγμα, ακόμα πιο πολύ όταν στο τραπέζι βρίσκεται το business as usual της διεθνούς διπλωματίας. Δεν είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε ξαφνικά απόστολος του καλού και σοβαρός ηγέτης• αυτοί οι χαρακτηρισμοί πετάχτηκαν πάνω του με τον ίδιο τρόπο που τα περιοδικά για το σπίτι προτείνουν τα ριχτάρια στους καναπέδες για να καλύψουν τις τρίχες απ’ τα κατοικίδια.
Μόνο που εδώ, αντί για τρίχες απ’ τα κατοικίδια, καλύπτουν μία σκανδαλώδη και εξαναγκασμένη κατασπατάληση κονδυλίων μιας χώρας με θηριώδη ελλείμματα στις κρατικές δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα. Τουλάχιστον θα χαίρεται ο Πάνος Καμμένος, όσο μπορεί να παρηγορήσει κάποιον αυτό.