Οι ξεχασμένοι Έλληνες της Αιθιοπίας: Ζητούν αναγνώριση από την Ελλάδα
Μιλούν άπταιστα την ελληνική γλώσσα, δηλώνουν χριστιανοί ορθόδοξοι και κρατούν άσβεστοι τη φλόγα του ελληνισμού, γι' αυτό και διεκδικούν την ελληνική ιθαγένεια.
Στην πρωτεύουσα της Αιθιοπίας, την Αντίς Αμπέμπα, ζουν περίπου 500 Έλληνες ξεχασμένοι για χρόνια από τη μητέρα πατρίδα, που με πίκρα και πόνο αναζητούν εναγωνίως την αναγνώρισή τους από το επίσημο ελληνικό κράτος, προκειμένου να μπορέσουν να επισκεφθούν κάποια στιγμή τη χώρα την οποία αποκαλούν «πατρίδα».
Η παροικία των Ελλήνων της Αιθιοπίας υπάρχει για αιώνες. Ουσιαστικά, όμως, ενδυναμώθηκε γύρω στο 1900, όταν άρχιζαν να καταφθάνουν από την Ερυθρά Θάλασσα στον κόλπο του Άντεν οι πρώτοι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί, που προέρχονταν κυρίως από τα νησιά του ανατολικού και νότιου Αιγαίου.
Εκεί, στο Κέρας της Αφρικής βρήκαν καταφύγιο, εγκαταστάθηκαν και δημιούργησαν τις οικογένειές τους. Όμως, πολλοί από αυτούς, είτε από αμέλεια είτε από άγνοια, δεν πήγαν ποτέ στην πρεσβεία να δηλώσουν την ύπαρξη των παιδιών τους, με αποτέλεσμα από εκεί και μετά να ξεκινήσει η «οδύσσεια» για εκατοντάδες παιδιά και εγγόνια Ελλήνων μεταναστών, τα οποία μιλούν άπταιστα την ελληνική γλώσσα, δηλώνουν χριστιανοί ορθόδοξοι και κρατούν άσβεστη τη φλόγα του ελληνισμού για δεκαετίες, σχεδόν 5.000 χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα, και ενώ το ελληνικό κράτος δεν τους έχει αναγνωρίσει ακόμα, εκείνοι συνεχίζουν να δηλώνουν Έλληνες και κληρονομούν γλώσσα και παραδόσεις στην επόμενη γενιά.
ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΣΧΕΣΗ
Τους συμπατριώτες μας αυτούς επισκέφθηκε σχετικά πρόσφατα και το διεθνές ειδησεογραφικό αραβικό δίκτυο Αλ Τζαζίρα, το οποίο ανέδειξε την πανάρχαια σχέση που συνδέει τους δύο λαούς. Μία σχέση που υπάρχει από την εποχή του Ομήρου, όταν ο βασιλιάς της Αιθιοπίας Μέμνονας πολέμησε στο πλευρό των Τρώων και βρήκε τον θάνατο από τον Αχιλλέα. Από τότε οι δύο λαοί συνδέονται τόσο πολιτισμικά όσο και θρησκευτικά με ισχυρούς δεσμούς. Κάτι που αποτυπώνεται ακόμα και στο όνομα της χώρας, καθώς η Αιθιοπία στο παρελθόν ονομαζόταν Αβησσυνία, ενώ η τωρινή της ονομασία προέρχεται από τις ρίζες «αιθ» και «ὄψ», που σημαίνει «καμένη όψη».
Ενας από τους ανθρώπους που γνωρίζουν αρκετά καλά τις αγωνίες και τα βάσανα των Ελλήνων της Αιθιοπίας είναι η Ελληνογερμανίδα φωτογράφος Χριστίνα Βάζου, η οποία ύστερα από κάποιες επισκέψεις που έκανε στην Αντίς Αμπέμπα ευαισθητοποιήθηκε και έφτιαξε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Από την Αφρική με αγάπη Ελληνοαιθιοπικά», η παγκόσμια πρεμιέρα του οποίου πραγματοποιήθηκε στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο, ενώ θα παρουσιαστεί στις αρχές Μαΐου στην Αιθιοπία.
Στην παραγωγή της Χριστίνας Βάζου περιγράφονται όλες αυτές οι ιστορίες των οικογενειών που ζουν στην Αιθιοπία ως Έλληνες, χωρίς όμως ιθαγένεια. Στην επικοινωνία που είχαμε μαζί της δήλωσε πως το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ έγινε γιατί ήθελε να δώσει φωνή σε αυτούς τους ανθρώπους, που εδώ και δεκαετίες κανένας δεν έχει δώσει λύση στο πρόβλημα της ιθαγενείας που αντιμετωπίζουν και συνέχισε περιγράφοντάς μας πως «υπάρχουν ηλικιωμένοι άνθρωποι 80 χρόνων, αυτό που ονομάζουμε πρώτη γενιά, που νιώθουν Έλληνες, ξέρουν από περιγραφές των γονιών τους πού είναι το χωριό τους, ξέρουν ποιοι είναι οι συγγενείς τους, όμως ζουν με το παράπονο πως η ελληνική πολιτεία τούς θεωρεί πολίτες μίας τρίτης χώρας».
Τα όσα μας είπε η κυρία Βάζου μας τα πιστοποίησαν και δύο μέλη της ελληνικής κοινότητας της Αιθιοπίας, ο Γιώργος Πυλιάτης, που έλκει την καταγωγή του από την Κάρπαθο, και ο Οδυσσέας Παρρής, που έχει καταγωγή από το Πλωμάρι της Λέσβου, οι οποίοι δήλωσαν αμφότεροι στα «Π» πως στην Αιθιοπία τους αντιμετωπίζουν σαν Έλληνες και στην Ελλάδα σαν Αιθίοπες.
Οι δύο αυτοί Έλληνες της Αντίς Αμπέμπα επισήμαναν πως πρέπει να βρεθεί μία λύση σε αυτό το χρόνιο πρόβλημα ώστε να σταματήσει να ισχύει το «αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα» κι αυτό θα έρθει μέσα από μία πολιτική απόφαση που οφείλει να πάρει το ελληνικό κράτος, προκειμένου να προστατέψει όλους αυτούς που κρατούν ζωντανό τον ελληνισμό στην υποσαχάρια ζώνη και να τους κάνει να νιώσουν για πρώτη φορά πως έχουν την Ελλάδα κοντά τους.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά», Σάββατο 14 Απριλίου 2018