Στις 14 Μαΐου του 1948, ο Δαβίδ Μπεν-Γκουριόν, ιδρυτής και πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ, διάβα- σε την ιδρυτική διακήρυξη του εβραϊκού κράτους, δίνοντας εθνική υπόσταση σε μια οντότητα με άγνωστο
μέλλον και αμφισβητούμενα σύνορα. Οι Εβραίοι της Διασποράς πανηγύρισαν τότε την επιστροφή στη Γη της Επαγγελίας, ενώ οι Άραβες, που αποτελούσαν την πλειονότητα των κατοίκων της Παλαιστίνης, θρήνησαν την «Ημέρα της καταστροφής» (Νάκμπα), την εξορία από τα πατρογονικά τους εδάφη.

H 70ή επέτειος της Νάκμπα, όπως αποκαλούν oι Παλαιστίνιοι τη μετοίκησή τους εξαιτίας της δημιουργίας του ισραηλινού κράτους, συνέπεσε φέτος με τη μεταφορά της πρεσβείας των ΗΠΑ από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ. Σημαδεύτηκε από την πιο αιματηρή ημέρα στην ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση μετά τις δύο Ιντιφάντα. Άρρηκτα συνδεδεμένη με την ίδρυση του εβραϊκού κράτους, η Ιερουσαλήμ -«η μόνη πόλη που υπάρχει δύο φορές: μία στον ουρανό και μία στη Γη», όπως γράφει ο Σάιμον Σίμπαγκ Μοντεφιόρε στο βιβλίο του «Ιερουσαλήμ, η βιογραφία»- κρατάει το κλειδί για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή.
Όλοι οι ιστορικοί ηγέτες της περιοχής άλλωστε -Εβραίοι και Άραβες- συνέδεσαν το μέλλον τους με την «ιερή πόλη», που για κάποιους συμπυκνώνει ολόκληρη την ανθρώπινη ιστορία. «Καμία πόλη στον κόσμο, ούτε η Αθήνα ούτε η Ρώμη, δεν διαδραμάτισε τόσο σπουδαίο ρόλο στη ζωή ενός έθνους για τόσο πολύ καιρό όσο η Ιερουσαλήμ στη ζωή του εβραϊκού λαού», έλεγε ο Μπεν-Γκουριόν, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 1973, σε ηλικία 87 ετών. Ο Δαβίδ Γκριν, όπως ήταν το πραγματικό του ονοματεπώνυμο, είχε εντρυφήσει όσο λίγοι στις αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας (σ.σ.: για να κατανοήσει τι σημαίνει να είσαι αρχηγός κράτους) και γνώριζε σε βάθος τα αρχαία ελληνικά. Ιδιαίτερη σημασία έδινε από τότε στην πολιτιστική σχέση Ιερουσαλήμ-Αθήνας. Προφήτης για τους Ισραηλινούς και πρόσωπο μισητό για τους Παλαιστινίους, θα μείνει στην Ιστορία ως ένας από τους ηγέτες που συνέδεσαν άρρηκτα το όνομά τους με την ίδρυση ενός κράτους.

«Στο Ισραήλ, για να είσαι ρεαλιστής, πρέπει να πιστεύεις στα θαύματα», έλεγε, ενώ ακόμη και μετά την αναγνώριση του νεοσύστατου κράτους παραδεχόταν ότι δεν ένιωθε χαρά παρά «μόνο βαθιά ανησυχία», έχοντας πλήρη συνείδηση του τι θα ακολουθούσε.

Η ΖΩΗ ΤΟΥ

Ο «Τζορτζ Ουάσινγκτον του Ισραήλ», όπως τον αποκάλεσαν μεταξύ άλλων, γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου του 1886 στο Πλονσκ της σημερινής Πολωνίας, που βρισκόταν τότε υπό την κυριαρχία της ρωσικής αυτοκρατορίας. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος και βασικός υποστηρικτής του σιωνιστικού κινήματος και του εμφύσησε από νωρίς τις ιδέες του, με απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός νέου κράτους, που θα συγκέντρωνε όλους τους Εβραίους της Διασποράς στην περιοχή της Παλαιστίνης. Σε ηλικία 11 ετών έχασε τη μητέρα του και στα 14 του μαζί με δύο φίλους ίδρυσε τoν σύνδεσμο «Ezra», που προωθούσε τη χρήση των εβραϊκών ως κοσμικής γλώσσας και τη μετανάστευση στους Αγίους Τόπους.

Το 1906, λόγω των διωγμών των Εβραίων, κατέφυγε στην Παλαιστίνη -οθωμανικό έδαφος τότε- και άρχισε να εργάζεται στις αγροτικές κοινότητες των Εβραίων εποίκων στη Γαλιλαία. Λίγο μετά βρέθηκε να σπουδάζει Νομικά στη Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, οι σπουδές του όμως έμειναν στη μέση με την έκρηξη του A’ Παγκοσμίου Πολέμου και οι τουρκικές Αρ- χές λόγω της δράσης του τον απέλασαν. Εγκαταστάθηκε το 1915 στη Νέα Υόρκη, όπου έπειτα από τριετή παραμονή κατετάγη στις τάξεις της εβραϊκής λεγεώνας του βρετανικού Στρατού για την απελευθέρωση της Παλαιστίνης από τους Τούρκους. Το 1918 επέστρεψε στη βρετανοκρατούμενη πλέον Παλαιστίνη και άρχισε να εργάζεται για ένα μελλοντικό εβραϊκό κράτος. «Ο Μπεν-Γκουριόν ήταν ένας τραχύς, δραστήριος άνδρας της εργατικής τάξης, κατάλληλος ως ηγέτης στον πόλεμο και στην ειρήνη. Δεν συζητούσε ποτέ άσκοπα -εκτός αν το θέμα ήταν η Ιστορία ή η φιλοσοφία (…) Ήταν μελαγχολικός και μοναχικός άνθρωπος, που μελετούσε προσεκτικά τη στρατηγική του, πάντα αφοσιωμένος στην υπόθεση. Έκανε συλλογή βιβλίων, περνώντας τις ελεύθερες ώρες του σε παλαιοβιβλιοπωλεία. Ο “Γέρος”, όπως ήταν ήδη γνωστός, έμαθε ισπανικά για να διαβάσει Θερβάντες και ελληνικά για να μελετήσει Πλάτωνα. Όταν σχεδίαζε το κράτος του Ισραήλ, διάβαζε ελληνική φιλοσοφία. Όταν πολεμούσε, διάβαζε Κλαούζεβιτς», γράφει ο Μοντεφιόρε. Το 1951 ίδρυσε τη Μοσάντ, τοποθετώντας τη συλλογή πληροφοριών στην «πρώτη γραμμή άμυνας» του νέου κράτους, και δώδεκα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία, παραμένοντας ωστόσο παρών στην πολιτική ζωή του Ισραήλ έως το 1970. Αποσύρθηκε τότε σε ένα κιμπούτς για να γράψει τα απομνημονεύματά του και το 1973, λίγους μήνες μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, έφυγε από τη ζωή. Στα τελευταία χρόνια της πολιτικής θητείας του άρχισε συνομιλίες με τους Άραβες ηγέτες για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή, χωρίς αποτέλεσμα, όπως έδειξε η ιστορία.