Τέντ Σαράντος: O Έλληνας πίσω από το Big Deal με τους Ομπάμα
Το πρώην Πρώτο Ζευγάρι των ΗΠΑ ανέλαβε να δημιουργήσει για λογαριασμό του Netflix σειρές, ταινίες και άλλες παραγωγές
Είναι το νέο αφεντικό του πρώην πλανητάρχη Μπαράκ Ομπάμα. Είναι ο άνδρας για τον οποίο τσακώνονται δύο από τις πιο ποθητές γυναίκες του κόσμου, η Τζένιφερ Άνιστον και η Αντζελίνα Τζολί. Το αμερικανικό περιοδικό TIME τον συμπεριέλαβε στις 100 προσωπικότητες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον πλανήτη και ο βρετανικός Guardian τον περιέγραψε σαν μια «διαβολική ιδιοφυία».
Ο Τεντ Σαράντος, ομογενής τρίτης γενιάς με καταγωγή από τη Σάμο, είναι ο άνθρωπος που σκότωσε την τηλεόραση. Ως διευθυντής περιεχομένου της υπηρεσίας streaming Netflix, αυτός ο 53χρονος μάνατζερ μόλις έκλεισε το deal του αιώνα. Τουλάχιστον για τα δεδομένα της βιομηχανίας της showbiz. Η συμφωνία του με τον Μπαράκ Ομπάμα και τη σύζυγό του Μισέλ είναι ένα «πραξικόπημα» για τη Netflix, έγραψε η ηλεκτρονική έκδοση του CNN, εξηγώντας ότι η εταιρεία του Σαράντος έχει πια στο χαρτοφυλάκιό της ένα ανεπανάληπτο περιουσιακό στοιχείο που της δίνει ένα αξεπέραστο προβάδισμα έναντι του ανταγωνισμού.
Πρακτικά, το πρώην Πρώτο Ζευγάρι των ΗΠΑ ανέλαβε να δημιουργήσει για λογαριασμό του Netflix σειρές, ταινίες και άλλες παραγωγές, με τον ίδιο τον Σαράντος να εξηγεί ότι «οι Ομπάμα έχουν τη μοναδική ικανότητα να ανακαλύπτουν και να αναδεικνύουν τις ιστορίες ανθρώπων που κάνουν τη διαφορά στις κοινότητές τους και προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο προς το καλύτερο».
Οι φήμες λένε ότι το Netflix πλήρωσε έως και 100 εκατομμύρια δολάρια για το deal αυτό, όμως η αλήθεια είναι ότι αυτή η συμφωνία κατέστη δυνατή μόνο εξαιτίας της στενής φιλικής σχέσης που συνδέει τον Σαράντος με τον πρώην πλανητάρχη. Ο ίδιος και η σύζυγός του συγκέντρωσαν εκατοντάδες χιλιάδες δολάρια για τη χρηματοδότηση της δεύτερης προεκλογικής εκστρατείας του Ομπάμα, διοργανώνοντας γκαλά με την αφρόκρεμα του Χόλιγουντ στο εντυπωσιακό σπίτι τους, στο Μπέβερλι Χιλς.
Ο Σαράντος και η σύζυγός του, η πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στις Μπαχάμες Νικόλ Έιβαντ, θεωρούνται ένα από τα «power couples» της αμερικανικής επιχειρηματικής και πολιτικής σκηνής. Όμως αυτό δεν σταματά τις πιο περιζήτητες ηθοποιούς της μεγάλης οθόνης από το να κονταροχτυπιούνται για χάρη του…
«Κορυφαίες σταρ παλεύουν με νύχια και με δόντια να κερδίσουν την προσοχή ενός εκ των ισχυρότερων ανδρών του Χόλιγουντ», έγραφε στις αρχές της χρονιάς κάποιο σκανδαλοθηρικό περιοδικό, αποκαλύπτοντας ότι οι δύο αιώνιες αντίπαλες δεν μαλώνουν πια για τον Μπραντ Πιτ, αλλά για τον Τεντ Σαράντος.
«Και οι δύο ηθοποιοί θέλουν να απελπισμένα να αναστήσουν τις καριέρες τους μέσα στο 2018 και πιστεύουν ότι ο τρόπος για να το κάνουν είναι να πρωταγωνιστήσουν σε μια κορυφαία δραματική σειρά του Netflix», συνέχιζε το δημοσίευμα. Δεν τα έχει καταφέρει και άσχημα, λοιπόν, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς ότι ο Σαράντος ξεκίνησε την καριέρα του στη βιομηχανία του θεάματος δουλεύοντας part time σε βίντεο-κλαμπ. Γεννημένος το 1964 στο Φοίνιξ της Αριζόνα, χρωστά τις ελληνικές ρίζες στον παππού του, τον Άλεξ Κυριαζάκη από τη Σάμο, που άλλαξε το όνομά του σε Σαράντος όταν πήγε μετανάστης στην Αμερική. «Ξέρετε, το Σαράντος είναι πολύ συνηθισμένο επίθετο στο νησί και ο παππούς μου αποφάσισε να το χρησιμοποιήσει», είχε πει σε κάποια συνέντευξή του. Ο ίδιος ο Τεντ δεν μιλά ελληνικά και δηλώνει Καθολικός, αλλά αγαπά την Ελλάδα, έχει ακόμα συγγενείς στη Σάμο και έχει έρθει για διακοπές στη Σαντορίνη, τη Μύκονο και την Αθήνα.
Όπως έχει πει, ήταν ερωτευμένος με το Χόλιγουντ από μικρός. Γιος ενός ηλεκτρολόγου και μιας νοικοκυράς, μεγάλωσε σε ένα σπίτι όπου η μητέρα του άφηνε την τηλεόραση να παίζει όλη μέρα, ελπίζοντας ότι θα κρατήσει απασχολημένα έστω και για λίγο τα πέντε παιδιά της. Ο Τεντ δεν κοιμόταν παρά μόνο πέντε ώρες την ημέρα, και έτσι τα βράδια ξενυχτούσε, βλέποντας σε επανάληψη επεισόδια από τις κλασικές κωμωδίες της αμερικανικής τηλεόρασης. Τα χρόνια εκείνα ονειρευόταν να γίνει δημοσιογράφος και είχε αναλάβει την αρχισυνταξία της εφημερίδας του σχολείου και αργότερα του πανεπιστημίου του. Όμως, πολύ σύντομα διαπίστωσε ότι δεν ήταν γεννημένος για αυτό. «Συνειδητοποίησα ότι ήμουν κακός στο γράψιμο. Ήταν μια πραγματική αποκάλυψη για εμένα. Κάποια στιγμή διάβαζα ένα άρθρο που είχα γράψει και σκέφτηκα: ‘Ουάου, εάν δεν το είχα γράψει εγώ, θα είχα σταματήσει να το διαβάζω προ πολλού’», ομολόγησε κάποτε.
Έτσι, παράτησε το πανεπιστήμιο και μετέτρεψε την part time δουλειά του σε καριέρα. Η μία προαγωγή ήρθε μετά την άλλη, ώσπου έφτασε να διευθύνει μια αλυσίδα βίντεο κλαμπ. Ο Σαράντος βρισκόταν στο φυσικό του χώρο, αφού δουλειά του ήταν να βλέπει ταινίες όλη μέρα. «Ήταν σαν να πήγα σε σχολή κινηματογράφου», θα έλεγε αργότερα. Το 2000 πήρε «μεταγραφή» για τη Netflix, την εταιρεία του Ριντ Χέιστινγκς, που τότε ασχολούνταν με την ενοικίαση DVD μέσω ταχυδρομείου. Ο Σαράντος μετακόμισε στο Λος Άντζελες και βοήθησε τη Netflix να γίνει αυτό που είναι σήμερα: Μία επιχείρηση αξίας 150 δισ. δολαρίων, με 120 εκατομμύρια συνδρομητές σε 190 χώρες του κόσμου.
Εάν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο κατάργησαν τις τηλεοράσεις στα σαλόνια και πλέον βλέπουν τις δημοφιλείς σειρές του Netflix στις οθόνες των λάπτοπ, των τάμπλετ ή ακόμα και των κινητών τους, το χρωστούν σε μια ιδέα που είχε ο Σαράντος, αντλώντας έμπνευση από παιδικά του χρόνια. Την εποχή εκείνη, θυμόταν, η οικογένεια μαζευόταν μπροστά από την τηλεόραση κάθε Κυριακή, για να παρακολουθήσει σε επανάληψη όλα τα επεισόδια της εβδομάδας από την αγαπημένη της σειρά. Κανείς δεν θέλει να περιμένει μια ολόκληρη εβδομάδα για να δει τη συνέχεια, σκέφτηκε ο Σαράντος και κάπως έτσι ξεκίνησε η πρακτική του Netflix να κυκλοφορεί όλα τα επεισόδια ενός κύκλου μεμιάς και γεννήθηκε το περιβόητο «binge-watching» ή οι τηλεοπτικοί μαραθώνιοι, όπως θα λέγαμε στα ελληνικά.
«Ποτέ δεν ένιωσα ότι είχα πολλά να χάσω», έλεγε πρόσφατα ο Σαράντος, όταν κάποιος δημοσιογράφος του ζήτησε να εξηγήσει την μετεωρική επιτυχία του. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι κάθε κίνηση αυτού του σπουδαίου μάνατζερ είναι προσεκτικά μελετημένη και ζυγισμένη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Guardian τον περιέγραψε σαν μια «διαβολική ιδιοφυία» και ο ίδιος παραδέχεται ότι λειτουργεί σαν ένας «ανθρώπινος αλγόριθμος».
Όπως τότε που δούλευε ακόμα στο βίντεο κλαμπ και συνήθιζε να συστήνει στους πελάτες ταινίες που θα τους αρέσουν με βάση το τι είχαν νοικιάσει πρόσφατα, ο Σαράντος χρησιμοποιεί εξελιγμένους αλγόριθμους, τόνους από δεδομένα αλλά και κάτι από το προσωπικό του ένστικτο για να προβλέψει τις σειρές που θα αρέσουν στον κόσμο. Μεγάλες επιτυχίες όπως το «House of Cards» και το «Orange is the New Black», αλλά κυρίως τα δύο Oscar και τα 37 Emmy που έχουν κερδίσει οι παραγωγές του Netflix τον δικαιώνουν απόλυτα. Και τα 8 δισ. δολάρια που θα ξοδέψει μόνο φέτος, για να δημιουργήσει 1.000 νέες σειρές και ταινίες, τον κάνουν ίσως τον ισχυρότερο άνδρα του Χόλιγουντ.