Η σύγκρουση Φαναρίου-Μόσχας: Η αυτοκεφαλία, η απειλή για Σχίσμα και οι γεωπολιτικές προεκτάσεις
Πώς φτάσαμε στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας και τη διακοπή κάθε επικοινωνίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης
Με μια ανακοίνωση επτά παραγράφων, το βράδυ της Πέμπτης, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έβαλε τέλος στην κυριαρχία 332 χρόνων του Πατριαρχείου Μόσχας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος χορήγησε αυτοκεφαλία στην Ουκρανική Εκκλησία, ανακαλώντας συνοδική επιστολή του 1686, με την οποία είχαν χορηγηθεί στη Μόσχα ο έλεγχος και η εξουσία να χειροτονεί τον Μητροπολίτη του Κιέβου, σε μια κίνηση υψηλού συμβολισμού και με πολλές προεκτάσεις.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, με την απόφαση αυτή, επιβεβαίωσε για ακόμα μία φορά τον ρόλο του ως παγκόσμιου ηγέτη της Ορθοδοξίας, αξιοποιώντας τον κανόνα της χορήγησης αυτοκεφαλίας. Η κίνηση αυτή, σύμφωνα με κύκλους του Φαναρίου, εντάσσεται σε μια στρατηγική αποκατάστασης της ενότητας στην Εκκλησία της Ουκρανίας, η οποία ήταν χωρισμένη στα τρία.
Για τον λόγο αυτό, επανέφερε στην κανονικότητα της Εκκλησίας τους σχισματικούς επικεφαλής των δύο Εκκλησιών, Φιλάρετο Ντενισένκο και Μακάριο Μαλετίτς.
Ταυτόχρονα, ύψωσε ανάχωμα στις επεκτατικές κινήσεις του Πατριαρχείου Μόσχας, οι οποίες φαίνεται να έχουν και πολιτικό χαρακτήρα.
Ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις του Ουκρανού προέδρου, Πέτρο Ποροσένκο, μετά την ανακοίνωση του Φαναριού. Αφού υποδέχθηκε με ικανοποίηση τη χορήγηση αυτοκεφαλίας, προσέθεσε με νόημα: «Οι αποφάσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου διαλύουν οριστικά τις αυτοκρατορικές ψευδαισθήσεις και σοβινιστικές φαντασίες της Μόσχας σχετικά με την Ουκρανία». Συμπλήρωσε, δε, ότι: «Το ζήτημα της αυτοκεφαλίας υπερβαίνει τα όρια της εκκλησιαστικής ζωής, είναι ένα ζήτημα ανεξαρτησίας για όλους μας, της εθνικής ασφάλειας, της κρατικής υπόστασης και της παγκόσμιας γεωπολιτικής».
Η εξέλιξη αυτή ενισχύει τη θέση του νυν προέδρου, ο οποίος τον Μάρτιο του 2019 θα επιδιώξει την επανεκλογή του, σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη αναμέτρηση για τις ισορροπίες στην περιοχή, έχοντας το Κρεμλίνο και το Πατριαρχείο Μόσχας απέναντί του.
Η πρώτη αντίδραση στην απόφαση αυτή του Φαναρίου από το Πατριαρχείο Μόσχας ήταν άμεση και ηχηρή.
«Στην πραγματικότητα, μπορούμε να περιγράψουμε την απόφαση του Πατριαρχείου ως νομιμοποίηση του σχίσματος. Δυστυχώς, τα καλέσματά μας απ’ όλες τις γωνιές του κόσμου δεν εισακούστηκαν στην Κωνσταντινούπολη και σήμερα το Πατριαρχείο πήρε καταστροφικές αποφάσεις, πρώτα για εκείνο και μετά για όλη την Ορθοδοξία», δήλωσε ο εκπρόσωπος του Ρώσου Πατριάρχη Κύριλλου, Αλεξάντερ Βολκόφ.
Παράλληλα, διεθνή ΜΜΕ απέδωσαν στον Ρώσο Πατριάρχη τη φράση «θα πρέπει να σπάσουμε την ευχαριστιακή κοινωνία με την Κωνσταντινούπολη μετά την απόφαση», μια απειλή που είχε εξαπολύσει και η Ρωσική Ιερά Σύνοδος σε ανακοίνωσή της στα μέσα Σεπτεμβρίου. Όπως αποδείχθηκε, η φράση του Ρώσου Πατριάρχη απέδιδε πλήρως τις προθέσεις του.
Το βράδυ της Δευτέρας, η Ιερά Σύνοδος της Ρωσικής Εκκλησίας συνεδρίασε στο Μινσκ της Λευκορωσίας, στην πρώτη συνεδρίαση εκτός ρωσικής επικράτειας, και αποφάσισε να σταματήσει κάθε επαφή με το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης.
Η Ρωσική Εκκλησία εξέφρασε την ελπίδα ότι η Κωνσταντινούπολη θα αλλάξει άποψη στο θέμα αυτό. Μάλιστα, μιλώντας από τη Λευκορωσία, μετά από την σύνοδο της Ρωσικής Εκκλησίας, ο Μητροπολίτης Ιλαρίων δήλωσε ότι «η Ρωσική Ιερά Σύνοδος δεν είχε άλλη επιλογή παρά να διασπάσει τους δεσμούς με το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη».
«Στη σημερινή συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, λήφθηκε η απόφαση να σταματήσει εντελώς κάθε επικοινωνία με το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης. Ήταν μια επιβεβλημένη απόφαση όμως η Ιερά Σύνοδός μας δεν μπορούσε να λάβει άλλη απόφαση επειδή όλη η λογική των πρόσφατων ενεργειών του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης οδηγούσε σε αυτό», τόνισε ο Μητροπολίτης Ιλαρίων μιλώντας σε δημοσιογράφους.
Το δόγμα της «Τρίτης Ρώμης»
Κύκλοι που γνωρίζουν καλά την εκκλησιαστική διπλωματία αποδίδουν την έντονη αντίδραση της Μόσχας στο πάγιο δόγμα της «Τρίτης Ρώμης». Της στρατηγικής δηλαδή της Ρωσικής Εκκλησίας να αναλάβει την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των πατριαρχείων. Το βασικό επιχείρημα πίσω από την εν λόγω επιδίωξη είναι ότι η Ρωσική Εκκλησία αποτελεί το πολυπληθέστερο ορθόδοξο ποίμνιο, το οποίο προβάλλεται κατ’ αντιπαράσταση με το αριθμητικά περιορισμένο ποίμνιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η αναγνώριση αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας ουσιαστικά αφαιρεί από το Πατριαρχείο Μόσχας την φερόμενη ως κοιτίδα του σλαβικού χριστιανισμού, που εδράζεται στο Κίεβο.
Οι προεκτάσεις
Το αποτύπωμα της απόφασης του Οικουμενικού Πατριάρχη στις ευαίσθητες ισορροπίες που υπάρχουν στην Ανατολική Ευρώπη εμφανίζεται ανάγλυφα στις αντιδράσεις που ακολούθησαν από ΗΠΑ και Κρεμλίνο.
Η διακριτική διπλωματική στήριξη από την Ουάσινγκτον προς το Φανάρι για την αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας, όπως διατυπώθηκε από την εκπρόσωπο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Χέδερ Νάουερτ, στα τέλη Σεπτεμβρίου είχε και συνέχεια. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο ειδικός εκπρόσωπος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, Κερτ Φόλκερ, έδωσε πολιτική χροιά στην απόφαση για αυτοκεφαλία, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Ο διαχωρισμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ουκρανίας από το Πατριαρχείο Μόσχας θα τονίσει το γεγονός ότι, σε πολιτική διάσταση, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχασε την Ουκρανία». Και πρόσθεσε: «Η Ουκρανία σήμερα είναι πιο ενωμένη, περισσότερο εθνική και πιο προσανατολισμένη προς την Ευρώπη, το ΝΑΤΟ και τη Δύση από ποτέ άλλοτε».
Σε πλήρη αντίθεση, το Κρεμλίνο αρκέστηκε σε μια λιτή ανακοίνωση, με την οποία επιτίθεται στο Φανάρι, χωρίς μάλιστα να αναφέρεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά σε «Κωνσταντινούπολη». «Με τις ενέργειές της, η Κωνσταντινούπολη περνά την κόκκινη γραμμή και παραβιάζει καταστροφικά την ενότητα της παγκόσμιας Ορθοδοξίας», ανέφερε χαρακτηριστικά.