Την 1η Αυγούστου του 2017, στη Βουλή διεξαγόταν η συζήτηση επί του νοµοσχεδίου για την Τριτοβάθµια Εκπαίδευση, µε τον Αλέξη Τσίπρα και τον Κυριάκο Μητσοτάκη να συγκρούονται από το βήµα της Βουλής. Την ίδια ώρα, έφτανε στο Μέγαρο Μαξίµου επιστολή από τον Οικουµενικό Πατριάρχη Βαρθολοµαίο προς τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, την ύπαρξη της οποίας αποκαλύπτουν τα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ.

Το εν λόγω γράµµα από το Φανάρι διατύπωνε τη διαφωνία του Πατριάρχη µε την αναθεώρηση του Αρθρου 3 του Συντάγµατος, µε την αιτιολογία ότι δεν υπάρχει καµία ανάγκη, «εθνική, κοινωνική ή νοµική», να γίνει κάτι τέτοιο. Κάτι παραπάνω από έναν χρόνο µετά, η αιχµή της αναθεώρησης του Συντάγµατος σε σχέση µε τις σχέσεις Εκκλησίας - Κράτους είναι η αναθεώρηση του Αρθρου 3 και η καθιέρωση του «ουδετερόδοξου» χαρακτήρα του κράτους - του άρθρου που είχε ζητήσει ο Πατριάρχης να µην αναθεωρηθεί.

Σύµφωνα µε ανθρώπους που παρακολουθούν από κοντά τις συζητήσεις γύρω από τη συνταγµατική αναθεώρηση, η ύπαρξη του εν λόγω γράµµατος, το οποίο δεν έχει έρθει µέχρι σήµερα στο φως της δηµοσιότητας, εκθέτει ανεπανόρθωτα τον Αλέξη Τσίπρα για τις διαδικασίες που ακολούθησε κατά τη διάρκεια των διαπραγµατεύσεων µε τον Προκαθήµενο της Ελλαδικής Εκκλησίας. Την ίδια ώρα, η συγκεκριµένη επιστολή δικαιολογεί και τη δυσφορία του Φαναρίου για το γεγονός ότι δεν ενηµερώθηκε για τις επιδιωκόµενες αλλαγές και τη συµφωνία Τσίπρα-Ιερώνυµου.

Οπως επισήµαιναν κύκλοι προσκείµενοι στο Φανάρι, µέχρι σήµερα κάθε κυβέρνηση που επεξεργαζόταν θέµατα τα οποία είχαν σχέση µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο ερχόταν σε επικοινωνία µε αυτό και δεν χρειαζόταν το τελευταίο να απευθυνθεί στις ελληνικές προξενικές Αρχές της Κωνσταντινούπολης για να ενηµερωθεί σχετικά.

Σύµφωνα µε τους ίδιους κύκλους, ο προβληµατισµός που υπάρχει δεν αφορά αποκλειστικά τη νέα διατύπωση της παραγράφου 2, στην οποία αναφέρονται η Κρήτη και τα ∆ωδεκάνησα, τα οποία υπάγονται απευθείας στο Φανάρι, αλλά όχι οι Νέες Χώρες (οι μητροπόλεις της Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης, νησιών Ανατολικού Αιγαίου), οι οποίες θρησκευτικά υπάγονται στο Οικουµενικό Πατριαρχείο.

Εξίσου σηµαντική θεωρείται και η λεπτοµέρεια που αφορά τους «ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες», η αναφορά των οποίων αφαιρείται στην προτεινόµενη διατύπωση από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οπως προσθέτουν, η αφαίρεση αυτή µπορεί µελλοντικά να προκαλέσει πρόβληµα στη λειτουργία των παραπάνω µητροπόλεων. Ακόµα εκκρεµούν διευκρινίσεις σχετικά µε ζητήµατα διαχείρισης της περιουσίας των παραπάνω Εκκλησιών.

Σύµφωνα δε µε πληροφορίες, στο Οικουµενικό Πατριαρχείο έφτασαν παράπονα από τον Κλήρο των Νέων Χωρών, της Κρήτης και των ∆ωδεκανήσων, στα οποία αποτυπώνεται η ανησυχία τους γιαµ ισθολογικά ζητήµατα. Από το Οικουµενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, πάντως, δεν αναµένεται κάποια επίσηµη τοποθέτηση ή αντίδραση µέχρι τις 27 Νοεµβρίου και τη συνεδρίαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου στο Φανάρι, την οποία θα ενηµερώσει ο Οικουµενικός Πατριάρχης σχετικά µε το ακριβές περιεχόµενο της συµφωνίας Τσίπρα-Ιερώνυµου, λαµβάνοντας επίσης υπόψη του και την απόφαση της ∆ιαρκούς Ιεράς Συνόδου της Ελλαδικής Εκκλησίας. Ενδεικτικό πάντως είναι το ανακοινωθέν της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης, στις 10 Νοεµβρίου. Σε αυτό διατυπώνεται η διαφωνία της στις προτεινόµενες αλλαγές στο Σύνταγµα.

Για την ενηµέρωση του Οικουµενικού Πατριάρχη σχετικά µε το περιεχόµενο της συµφωνίας έσπευσε στο Φανάρι ο υπ. Παιδείας, Κ. Γαβρόγλου, επισπεύδοντας το ήδη προγραµµατισµένο ταξίδι του. Ο κ.κ. Βαρθολοµαίος επέλεξε τον δρόµο της σιωπής µετά το τέλος της συνάντησης, η οποία αξίζει να σηµειωθεί ότι διήρκεσε δύο ώρες. Ο υπ. Παιδείας κατά τη διάρκεια των δηλώσεών του µετά την συνάντηση έδειξε την αµηχανία που υπάρχει στην κυβέρνηση για τα θέµατα που αγγίζουν το Φανάρι, καθώς σε ερώτηση για το πώς η συµφωνία που προωθείται θα επηρεάσει τις µητροπόλεις των Νέων Χωρών και της ∆ωδεκανήσου, είπε ότι «αυτά είναι θέµατα που θα δούµε στις λεπτοµέρειες», επιβεβαιώνοντας όσους έχουν χαρακτηρίσει πρόχειρη τη συµφωνία Τσίπρα-Ιερώνυµου.

Για αυτή καθαυτή τη συµφωνία, πάντως, υπάρχει η εκτίµηση ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει επί της ουσίας, µε ένα από τα προβλήµατα να είναι η περιουσία της Εκκλησίας, ενώ προκάλεσε µεγάλη ανασφάλεια στον Κλήρο των ακριτικών περιοχών για την εξασφάλιση των µισθών. Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία µπορεί να αναφέρονται ως «εκκλησιαστική περιουσία» συνολικά, αυτό όµως δεν αντικατοπτρίζει το πολυδαίδαλο και πολυεπίπεδο ιδιοκτησιακό καθεστώς που τη διέπει.