Πόσο καλή είναι η νέα ταινία του Pedro Almodóvar, «The Room Next Door»; Όταν έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ των Καννών αυτό το καλοκαίρι, ο κόσμος χειροκροτούσε με ενθουσιασμό για 18,5 λεπτά, πολύ περισσότερο απ' ό,τι για άλλες ταινίες της ίδιας κατηγορίας, όπως το «The Substance» (11 λεπτά) και το «The Apprentice» (9,5 λεπτά). Αυτό ήταν εξαιρετικό για την ταινία, τις προοπτικές της κατά την περίοδο των βραβείων και για τον ίδιο τον Almodóvar, ο οποίος ήταν εκεί τον Μάιο, στο επίκεντρο της προσοχής και του παρατεταμένου χειροκροτήματος.

Αναστενάζει. «Μου ήταν πολύ δύσκολο να στέκομαι όρθιος τόση ώρα. Ήταν άβολο», λέει ο 75χρονος Ισπανός σκηνοθέτης, χαμογελώντας στο γραφείο παραγωγής του στη Μαδρίτη (τα επίμονα προβλήματα στην πλάτη του, συμπεριλαμβανομένης της επέμβασης σπονδυλοδεσίας, έχουν δυσκολέψει τα ταξίδια, για να μην αναφέρουμε το ότι πρέπει να στέκεται όρθιος κατά τη διάρκεια των χειροκροτημάτων). «Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να αγκαλιάσω τους ηθοποιούς και τον αδερφό μου [Augustin], που ήταν και ο παραγωγός της ταινίας. Η στιγμή αυτή είναι πολύ συγκινητική, γιατί είναι συνήθως η πρώτη φορά που ένα τόσο μεγάλο κοινό παρακολουθεί την ταινία. Αλλά αμέσως μετά συνειδητοποιείς ότι πρέπει να προσποιηθείς ότι συνεχίζεις να είσαι συγκινημένος. Πρέπει όλο αυτό να συνεχίσει να αγγίζει την καρδιά μου κάθε λεπτό. Αυτό το ονομάζω ''ψεύτικο συναίσθημα συγκίνησης''».

Παριστάνει πως αντιδρά όταν τον χειροκροτούν, μετά αναστενάζει και λέει: «Αλλά αυτό που είναι κιτς σε αυτού του είδους τις λίστες είναι όταν αναφέρουν ότι "στην ταινία του Μπραντ Πιτ χειροκροτούσαν για δέκα λεπτά. και στο 'Beetlejuice' για εννέα λεπτά''. Και, φυσικά, αυτού του είδους η σύγκριση σημαίνει ότι ο κόσμος εκτίμησε την ταινία και δείχνει τον θαυμασμό του στον δημιουργό της. Αλλά δεν νομίζω ότι [το παρατεταμένο χειροκρότημα] θα πρέπει να αποτελεί μέτρο για το πόσο καλή ή κακή είναι μια ταινία».

Ωστόσο, το «The Room Next Door», η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του Almodóvar, αξίζει όντως χειροκρότημα διάρκειας 18,5 λεπτών. Στην ταινία πρωταγωνιστούν η Julianne Moore και η Tilda Swinton, οι οποίες βρίσκονται σε οσκαρική φόρμα και υποδύονται δύο παλιές φίλες που απομονώνονται σε μια τεράστια κομψή έπαυλη στο Woodstock, ενώ αναλογίζονται την οδυνηρή πραγματικότητα του πρόωρου θανάτου και την επίδραση της Τέχνης. Η Martha, μια ετοιμοθάνατη πολεμική ανταποκρίτρια, την οποία υποδύεται η Swinton, σχεδιάζει να βάλει τέλος στη ζωή της στο δωμάτιο που βρίσκεται δίπλα σε εκείνο της Ingrid, της ευαίσθητης και με φοβία στον θάνατο ηρωίδας που υποδύεται η Moore και στην ιστορία τους ο Almodóvar κατάφερε να εκφράσει την τέχνη του πιο άρτια από ποτέ.

almodovar1


Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που ήταν πάντα συναισθηματικά αυθεντικός, ακόμα και όταν οι ταινίες του αποτελούσαν την επιτομή του κιτς, της υπερβολής και του εξεζητημένου. Έχει εξελιχθεί σταθερά από την άγρια χυδαιότητα της πρώτης του εμφάνισης στη δεκαετία του 1980 (με το «Labyrinth of Passion» και το «Dark Habits») στην ωριμότητα της χιτσκοκικής μέσης ηλικίας του («Live Flesh»), στον πιο σοφό και νοσταλγικό Almodóvar των τελευταίων ετών (βλέπε «Pain and Glory», με πρωταγωνίστρια τη συχνή του μούσα και συνεργάτιδα, Penélope Cruz). Τώρα, λοιπόν, με το «The Room Next Door» βλέπουμε έναν από τους καλύτερους σκηνοθέτες εν ζωή, που συνεχίζει να παλεύει μέχρι το τέλος. Ή τουλάχιστον να το προσπαθεί.

«Είμαι ακριβώς σαν την Ingrid», λέει. «Ο χαρακτήρας είναι εμπνευσμένος από εμένα και το πώς νιώθω για τον θάνατο. Δεν αισθάνομαι ότι είμαι τόσο μεγάλος. Δεν το δέχομαι με το μυαλό μου, σε επίπεδο διανοητικό, ότι κάτι που είναι ζωντανό μπορεί να πεθάνει». Αλλά μήπως όλες οι ταινίες δεν έχουν ούτως ή άλλως να κάνουν με τον θάνατο, δίνοντας στους ηθοποιούς την ευκαιρία να μην πεθάνουν ποτέ και με τη δημιουργία ενός έργου που θα επιζήσει των δημιουργών του; «Είναι αλήθεια ότι οι ταινίες μου θα ζήσουν για πάντα», λέει. «Θα έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής από εμένα. Αλλά δεν σκέφτομαι την υστεροφημία ή τι θα σκέφτεται για μένα ο κόσμος ή πώς θα με βλέπει όταν δεν θα ζω πια. Στο μυαλό μου, όταν εξαφανιστώ, θα εξαφανιστούν και όλα. Είμαι άθεος, που σημαίνει πως πιστεύω ότι όταν πεθάνουμε, εξαφανιζόμαστε».

Μιλάει λίγο ακόμα για τον θάνατο και τις ταινίες και για το πώς η Moore και η Swinton ξεχωρίζουν ως φίλες που στην αρχή δεν τα πηγαίνουν καλά, αλλά μετά δένονται και φαίνεται σαν να ανταλλάσσουν προσωπικότητες. Στη συνέχεια, ο Almodóvar, πάντα ευαίσθητος, ξαναγυρίζει σε κάτι που είπε πριν. «Όταν λέω ότι δεν πιστεύω στον Θεό, δεν σημαίνει ότι δεν πιστεύω στους ανθρώπους που πιστεύουν στον Θεό. Για παράδειγμα, οι αδελφές μου [Antonia και Maria] προσεύχονται και ανάβουν κεριά στους αγίους τους κάθε φορά που πρόκειται να ξεκινήσω τα γυρίσματα μιας ταινίας. Και παρότι δεν πιστεύω, κατά κάποιον τρόπο πιστεύω στη στάση τους και την πίστη τους, οπότε αυτό είναι κάτι θετικό για μένα».

Μιλώντας περί επιβραβεύσεων, τι γίνεται με τα πιθανά Όσκαρ για το «The Room Next Door»; Ο Almodóvar κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου το 2003 για το «Talk to Her» και το βραβείο Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας για το «All Αbout my Mother», το 1999. Δεν σνομπάρει τα Όσκαρ. «Έχουν μεγάλη σημασία για μένα, αλλά δεν θέλω να το πολυσκέφτομαι και έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου να μην το κάνω», λέει χαμογελώντας. «Έχουμε πολύ χρόνο μπροστά μας και αν το σκέφτομαι συνέχεια, θα γίνει εμμονή». Λέει ότι η Moore και η Swinton, πραγματικά, θα έπρεπε να είναι υποψήφιες. Στη συνέχεια επιβεβαιώνει τη δέσμευσή του να μην το σκεφτεί άλλο και προσθέτει: «Λατρεύω τα Όσκαρ! Δώστε μου περισσότερα Όσκαρ. Ένα, δύο, όλη μέρα. Θα τα δεχτώ με μεγάλη χαρά».

Κάνει μια σύντομη αναφορά στο θέμα της κλιματικής αλλαγής (ένα θέμα της ταινίας) και εκφράζεται με θυμό για το πώς «η Ακροδεξιά και οι νεοφιλελεύθεροι συμφωνούν για την κλιματική αλλαγή - αρνούνται και οι δύο την ύπαρξή της». Νιώθει αποτροπιασμό για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, χαρακτηρίζοντας τις πολιτικές του Vox, του ισπανικού ακροδεξιού κόμματος, «ανόητες και σκληρές». Και όχι, δεν ασχολείται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης - «μισώ αυτό το είδος οργάνωσης ανώνυμου μίσους, που έχει αποκτήσει οντότητα μέσω Διαδικτύου».

Στη συνέχεια, όμως, επιστρέφει στην ταινία και στο ότι η σκηνοθεσία στα αγγλικά ήταν εύκολη, αφού έχει ήδη κάνει δύο ταινίες μικρού μήκους στη γλώσσα αυτή (το «The Human Voice» και το «Strange Way of Life»). Η ιδέα για την ταινία τού ήρθε τη δεκαετία του 1980, όταν είδε για πρώτη φορά την εκδοχή του John Huston για το βιβλίο του James Joyce «The Dead». Προφανώς γοητεύτηκε από την ιστορία του για τους μετά θάνατον δεσμούς και τη χρήση των τελευταίων αράδων από το κείμενο του Joyce - «His soul swooned slowly, as he heard the snow falling faintly through the universe». Αποκαλεί την κορύφωση αυτή ως «έναν από τους πιο όμορφους επιλόγους βιβλίων που έχω διαβάσει ποτέ».

Το 1987 ο Almodóvar ήταν αποφασισμένος να επαναπροσδιορίσει την ταινία αυτή στο δικό του έργο, παρόλο που φαινόταν κάτι αταίριαστο για έναν πανκ εικονοκλάστη και έναν από τους πρωταγωνιστές της πολιτιστικής επανάστασης της Μαδρίτης (γνωστή και ως La Movida Madrilena). Τότε είχε πει ότι ως προστατευμένο χωριατόπαιδο (γεννήθηκε σε ένα χωριό της La Mancha), που εντέλει μετετράπη σε αναζητητή των απολαύσεων της μεγαλούπολης, «ζούσε τη νύχτα, ατελείωτες νύχτες, μερικές φορές πήγαινε κατευθείαν από μια ντίσκο σε κινηματογραφικό γύρισμα χωρίς να κοιμάται. Αυτή τη ζωή έκανα και όμως είχα την ευαισθησία να δω μια ταινία όπως το ''The Dead'' και να επηρεαστώ από αυτήν».

Εκείνη την εποχή ο Almodóvar βρισκόταν στο πρώιμο αποκορύφωμά του, δημιουργώντας επιτυχίες όπως το «Matador», το «Women on the Verge of a Nervous Breakdown» (η πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας) και το «Tie Me Up! (Δέστε Με!») Αλλά αναπόφευκτα, λέει, το πάρτι δεν μπορούσε να διαρκέσει για πολύ ακόμα. «Υπήρξε μια στιγμή στα μέσα της δεκαετίας του '90 που έπρεπε να πάρω μια απόφαση, επειδή το σώμα μου δεν μπορούσε να ακολουθήσει τη ζωή που έκανα έως τότε. Έπρεπε να συνεχίσω να ζω επικίνδυνα και συναρπαστικά ή να επιλέξω τη δουλειά. Και επέλεξα τη δουλειά, επέλεξα το γράψιμο και επέλεξα να κάνω ταινίες. Και κατά κάποιον τρόπο αυτό με ώθησε στο να βρω τον ίδιο ενθουσιασμό και τα ίδια συναισθήματα στη δουλειά μου που έβρισκα και στη νυχτερινή ζωή». Αφήνοντας έτσι τη σκέψη του ανοιχτή, πρόσθεσε χαμογελώντας: «Αλλά μου λείπει».

Σήμερα, ως ένας σεβαστός μαέστρος του διεθνούς κινηματογράφου, λέει ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η δουλειά, παρόλο που τα διαρκή προβλήματα στη μέση του σημαίνουν ότι τα έργα του πρέπει να είναι πιο εστιασμένα, πιο περιορισμένα, με λιγότερους ηθοποιούς και σίγουρα σε λιγότερες τοποθεσίες, ιδανικά εντός Ισπανίας. «Είναι δύσκολο για μένα», λέει. «Μπορώ να πάω στη Νέα Υόρκη ή στο Λος Άντζελες μία, ίσως δύο φορές τον χρόνο. Αλλά πρέπει να προσέχω. Καλά είμαι γενικά. Αλλά τώρα η φιλοδοξία μου δεν μπορεί να είναι να κάνω μια ταινία με πολλές διαφορετικές τοποθεσίες και πολλούς χαρακτήρες. Γιατί τότε θα υποφέρω πολύ».

Του λέω ότι όταν εκδόθηκε η συλλογή μικρών διηγημάτων του «The Last Dream» το 2023, έδωσε αρκετές συνεντεύξεις, κατά τις οποίες ακουγόταν αρκετά απελπισμένος και θλιμμένος, σαν δυστυχισμένος ερημίτης, που ζει μόνος σε ένα άδειο διαμέρισμα στη Μαδρίτη. «Ακούστηκε έτσι επειδή έγραφα εκείνη την εποχή», λέει. «Και όταν γράφω, είμαι λυπημένος. Ποτέ δεν γράφω όταν είμαι χαρούμενος ή όταν περνάω καλά, γι' αυτό. Όταν νιώθω ευάλωτος και απομονωμένος, αρχίζω να γράφω. Υπάρχει μεγαλύτερη έμπνευση όταν νιώθεις έτσι. Οπότε, όχι, μην ανησυχείτε για μένα, είμαι καλά. Δεν αισθάνομαι τόσο λυπημένος».

Τώρα επικεντρώνεται στο να οδηγήσει το «The Room Next Door» στην αναπόφευκτη απονομή των βραβείων. Και μετά είναι καιρός για μια ακόμα παραγωγή, την οποία ελπίζει να ξεκινήσει στις αρχές του επόμενου έτους. Κάτι μικρό και ισπανικό. Και τι το υπέροχο βιώνει όταν δουλεύει; Η δουλειά τον αποτρέπει από το να σκέφτεται τον θάνατο. «Η θνητότητα δεν υφίσταται όταν δουλεύω», λέει. «Δεν υπερβάλλω όταν λέω ότι η σχέση μου με τον κινηματογράφο είναι σχεδόν βαμπιρική, αυτή ενός εθισμένου. Μου απορροφά όλο μου το είναι».

Και για πόσο καιρό μπορεί να συνεχίσει να κάνει ταινίες με βρικόλακες; Εξηγεί, εν είδει απάντησης, ότι τον έχει σημαδέψει μια φωτογραφία του John Huston σε αναπηρικό καροτσάκι, όταν σκηνοθετούσε το «The Dead», αναπνέοντας με τη βοήθεια συσκευής οξυγόνου και κινδυνεύοντας να πεθάνει ανά πάσα στιγμή από εμφύσημα. «Ταυτίζομαι απόλυτα με αυτή την εικόνα», λέει ξαφνικά με σοβαρό ύφος. «Και δεν θα με πείραζε να γυρίζω μια ταινία όντας σε αναπηρικό καροτσάκι και αναπνέοντας με τη βοήθεια συσκευής οξυγόνου. Έτσι βλέπω τον εαυτό μου ως σκηνοθέτη και αυτό σημαίνει εξασκώ το επάγγελμά μου. Συνεχίζοντας να κάνω ταινίες».

- Η ταινία «The Room Next Door» προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Παρασκευή

ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing