Το χρέος των ΗΠΑ μεγαλώνει και κάτι πρέπει να κοπεί
Ο Τραμπ θα ανακαλύψει σύντομα ότι το τίμημα των φορολογικών περικοπών και των αντιπληθωριστικών του πολιτικών θα είναι υψηλό
Ο Τραμπ υπόσχεται ακόμα περισσότερα - περισσότερα από όσα έδωσε ο Μπάιντεν και περισσότερα από όσα προσέφερε η Κάμαλα Χάρις. Λέει ότι θα συνεχίσει τις φοροελαφρύνσεις, οι οποίες λήγουν το επόμενο έτος, με κόστος σχεδόν 4 τρισεκατομμύρια δολάρια για την επόμενη δεκαετία
Ο Ντοναλντ Τράμπ είναι ο βασιλιάς του κόσμου. Κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί με τη στρατιωτική ή την οικονομική του δύναμη. Αλλά υπάρχει μια μεγαλύτερη δύναμη που κάνει την εμφάνισή της και τον απειλεί ευθέως: το δημόσιο χρέος. Στη δεκαετία του 1990, το χρέος ήταν ένα εκ των βασικών θεμάτων στην ατζέντα των Ρεπουμπλικανών. Ο Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος αύξησε τους φόρους για να το εξαλείψει. Ο Νιουτ Γκίνγκριτς κατέλαβε τον έλεγχο του Κογκρέσου με μια πλατφόρμα δημοσιονομικού εξορθολογισμού. Όμως οι ψηφοφόροι φάνηκε να εναντιώνονται με την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού και κατέστησαν σαφές ότι προτιμούσαν μια λιγότερο ριζοσπαστική λύση. Ο Μπους ο πρεσβύτερος τιμωρήθηκε στις κάλπες και δεν επανεξελέγην. Ο γιος του, μαθαίνοντας εκ του αποτελέσματος, ξόδεψε ότι πλεόνασμα είχαν συσσωρεύσει οι προκάτοχοί του.
Τώρα, κανείς δεν ασχολείται με το χρέος. Μέσα σε 30 χρόνια, τριπλασιάστηκε σε πραγματικούς όρους σε 35 τρισεκατομμύρια δολάρια και διπλασιάστηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 123%, υψηλότερο από όλες τις χώρες εκτός από τις πιο σπάταλες ευρωπαϊκές. Οι Ρεπουμπλικάνοι μειώνουν τους φόρους και δεν μειώνουν τις δαπάνες, ενώ οι Δημοκρατικοί αυξάνουν τις δαπάνες και δεν αυξάνουν τους φόρους. Κατά την πρώτη του θητεία, ο Τραμπ μείωσε τη φορολογία σε ιδιώτες και επιχειρήσεις και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των εσόδων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης κατά σχεδόν 2 τρισεκατομμύρια δολάρια σε διάστημα δέκα ετών. Ο Τζο Μπάιντεν διατήρησε τις φοροελαφρύνσεις και έδωσε αθρόα κονδύλια ως επιδοτήσεις στη βιομηχανία. Η προθυμία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να συνεχίσει να διοχετεύει τη ζήτηση στην οικονομία δεν είναι ο μοναδικός λόγος για τον εκπληκτικό ρυθμό ανάπτυξης της Αμερικής, ο οποίος έχει ξεπεράσει τόσο εντυπωσιακά την Ευρώπη μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά συμβάλλει σε βαθμό σημαντικό.
Δεν υπάρχει πολιτικός περιορισμός στη συσσώρευση του χρέους. Το βάρος που επιβάλλει η σημερινή γενιά των Αμερικανών στην επόμενη δεν ήταν στην ατζέντα της προεκλογικής εκστρατείας. Οι ψηφοφόροι δεν ενδιαφέρονται, οι πολιτικοί δεν θέτουν το θέμα και το χρέος συνεχίζει να καλπάζει.
Ο Τραμπ υπόσχεται ακόμα περισσότερα - περισσότερα από όσα έδωσε ο Μπάιντεν και περισσότερα από όσα προσέφερε η Κάμαλα Χάρις. Λέει ότι θα συνεχίσει τις φοροελαφρύνσεις, οι οποίες λήγουν το επόμενο έτος, με κόστος σχεδόν 4 τρισεκατομμύρια δολάρια για την επόμενη δεκαετία, καθώς και ότι θα μειώσει περαιτέρω τους φόρους για τις επιχειρήσεις. Αυτό θα μπορούσε να αυξήσει το έλλειμμα από το σημερινό επίπεδο του 6% - εξαιρετικά υψηλό για μια χώρα σε περίοδο ειρήνης - στο 12%. (Είναι 4,4% στη Βρετανία και 2% στη Γερμανία).
Όταν ο Τραμπ ήταν τελευταία φορά στην εξουσία και τα επιτόκια ήταν κοντά στο μηδέν, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ήταν διαχειρίσιμο. Αλλά τώρα που τα επιτόκια έχουν αυξηθεί, το χρέος είναι πάνω από το μισό του ετήσιου δημοσιονομικού ελλείμματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δανείζονται τεράστια ποσά, για να πληρώσουν τους τόκους του δημόσιου χρέους και οι αντιπληθωριστικές πολιτικές του.
Τραμπ πρόκειται να επιδεινώσουν την κατάσταση. Τα σχέδιά του, να αυξήσει τους δασμούς για την προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας και να διώξει τους μετανάστες, θα ανεβάσουν περαιτέρω τις τιμές και ο αυξανόμενος πληθωρισμός θα αναγκάσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να αυξήσει τα επιτόκια, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού και συνεπώς του χρέους. Και αυτό θα συνεχιστεί. Μέχρι που δε θα είναι πλέον βιώσιμο.
Βρισκόμαστε σε παρόμοια δύσκολη θέση στη Βρετανία. Ο προϋπολογισμός αύξησε τον δανεισμό και τις μελλοντικές προβλέψεις για τον πληθωρισμό, τα επιτόκια και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Αυτό όμως δεν άρεσε στις αγορές. Τα επιτόκια που καταβάλλει η κυβέρνηση αυξήθηκαν κατά μισή ποσοστιαία μονάδα και είναι τώρα υψηλότερα από ότι ήταν όταν η Λιζ Τρας απομακρύνθηκε από την πρωθυπουργία.
Τουλάχιστον οι δημοσιονομικοί κανόνες και οι αγορές επιβάλλουν κάποια πειθαρχία στη συσσώρευση χρέους στη Βρετανία. Η Αμερική δεν έχει τέτοιους κανόνες και έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στις αγορές, επειδή η ισχύς του δολαρίου συνεπάγεται τεράστια όρεξη για το χρέος της. Όμως όλοι όσοι γνωρίζουν το πρόβλημα, αναγνωρίζουν ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται. Ο Τζερόμ Πάουελ, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, δήλωσε νωρίτερα φέτος ότι η Αμερική βρίσκεται «σε μια μη βιώσιμη δημοσιονομική πορεία» και ότι ήρθε η ώρα για μια «σοβαρή συζήτηση» περί αυτού. Σύμφωνα με τον Τζέιμι Ντάιμον, διευθύνοντα σύμβουλο της JP Morgan Chase, η Αμερική οδεύει προς τον «γκρεμό». Ο Ρέι Ντάλιο, ιδρυτής του ισχυρού hedge fund Bridgewater, δήλωσε ότι το αμερικανικό χρέος βρίσκεται σε «σημείο καμπής».
Συνεπώς κάτι πρέπει να γίνει. Το ερώτημα είναι τι και πότε. Ίσως είναι απλώς το ίδιο το έλλειμμα. Ο Έλον Μασκ, τον οποίο ο Τραμπ πρότεινε να τεθεί επικεφαλής μιας επιτροπής αποτελεσματικότητας, δήλωσε ότι τουλάχιστον 2 τρισεκατομμύρια δολάρια πρέπει να αφαιρεθούν από τον προϋπολογισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ύψους 6,75 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Αλλά μια τέτοια περικοπή θα έβλαπτε πολλούς ψηφοφόρους και επιχειρήσεις και ο Τραμπ δε θέλει να δημιουργεί αντιπάθειες.
Μπορεί να είναι και η κεντρική τράπεζα. Στην πρώτη του θητεία, ο Τραμπ την αποκάλεσε «εχθρό» των ΗΠΑ και τους αξιωματούχους της «ηλίθιους» και «αξιοθρήνητους». Τον Αύγουστο, δήλωσε σχετικά με τις αποφάσεις για τα επιτόκια: «Θεωρώ ότι ο πρόεδρος θα πρέπει τουλάχιστον να έχει δικαίωμα λόγου σε αυτό. Πραγματικά το πιστεύω αυτό». Αν καταφέρει να πείσει την κεντρική τράπεζα να του κάνει το χατήρι, τότε εκείνη θα καταλήξει να τυπώνει χρήμα για να καλύψει το έλλειμμα της κυβέρνησης. Με αυτόν τον τρόπο ο πληθωρισμός θα αυξανόταν, η Αμερική θα έμοιαζε με μπανανία και ο κόσμος θα έχανε την εμπιστοσύνη του αναφορικά με την αποπληρωμή του χρέους.
Ή μπορεί και να επιστρέψουν οι εκδικητές της αγοράς ομολόγων που έφεραν την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση τη δεκαετία του 1990. Υπάρχουν ήδη σημάδια της επιστροφής τους. Η Αμερική απέχει παρασάγγας από το σκηνικό αποπομπής της Λιζ Τρας, αλλά ενώ η νίκη του Τραμπ έστειλε τις αγορές μετοχών σε φρενήρεις ρυθμούς, η απόδοση του αμερικανικού κρατικού χρέους αυξήθηκε. Ο Τζέιμς Κάρβιλ, σύμβουλος του Λευκού Οίκου όταν οι εκδικητές των ομολόγων περιφέρονταν για τελευταία φορά στους δρόμους, είπε: «Παλιά σκεφτόμουν ότι αν υπήρχε μετενσάρκωση, θα ήθελα να επιστρέψω ως πρόεδρος ή ως Πάπας ή ως κορυφαίος παίκτης του μπέιζμπολ. Τώρα αυτό που θέλω είναι να γυρίσω ως αγορά ομολόγων. Θα μπορούσα να εκφοβίσω τους πάντες». Κάποια μέρα ο Τραμπ θα νιώσει το ίδιο.
ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing
Τώρα, κανείς δεν ασχολείται με το χρέος. Μέσα σε 30 χρόνια, τριπλασιάστηκε σε πραγματικούς όρους σε 35 τρισεκατομμύρια δολάρια και διπλασιάστηκε ως ποσοστό του ΑΕΠ σε 123%, υψηλότερο από όλες τις χώρες εκτός από τις πιο σπάταλες ευρωπαϊκές. Οι Ρεπουμπλικάνοι μειώνουν τους φόρους και δεν μειώνουν τις δαπάνες, ενώ οι Δημοκρατικοί αυξάνουν τις δαπάνες και δεν αυξάνουν τους φόρους. Κατά την πρώτη του θητεία, ο Τραμπ μείωσε τη φορολογία σε ιδιώτες και επιχειρήσεις και αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των εσόδων της ομοσπονδιακής κυβέρνησης κατά σχεδόν 2 τρισεκατομμύρια δολάρια σε διάστημα δέκα ετών. Ο Τζο Μπάιντεν διατήρησε τις φοροελαφρύνσεις και έδωσε αθρόα κονδύλια ως επιδοτήσεις στη βιομηχανία. Η προθυμία της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να συνεχίσει να διοχετεύει τη ζήτηση στην οικονομία δεν είναι ο μοναδικός λόγος για τον εκπληκτικό ρυθμό ανάπτυξης της Αμερικής, ο οποίος έχει ξεπεράσει τόσο εντυπωσιακά την Ευρώπη μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά συμβάλλει σε βαθμό σημαντικό.
Δεν υπάρχει πολιτικός περιορισμός στη συσσώρευση του χρέους. Το βάρος που επιβάλλει η σημερινή γενιά των Αμερικανών στην επόμενη δεν ήταν στην ατζέντα της προεκλογικής εκστρατείας. Οι ψηφοφόροι δεν ενδιαφέρονται, οι πολιτικοί δεν θέτουν το θέμα και το χρέος συνεχίζει να καλπάζει.
Ο Τραμπ υπόσχεται ακόμα περισσότερα - περισσότερα από όσα έδωσε ο Μπάιντεν και περισσότερα από όσα προσέφερε η Κάμαλα Χάρις. Λέει ότι θα συνεχίσει τις φοροελαφρύνσεις, οι οποίες λήγουν το επόμενο έτος, με κόστος σχεδόν 4 τρισεκατομμύρια δολάρια για την επόμενη δεκαετία, καθώς και ότι θα μειώσει περαιτέρω τους φόρους για τις επιχειρήσεις. Αυτό θα μπορούσε να αυξήσει το έλλειμμα από το σημερινό επίπεδο του 6% - εξαιρετικά υψηλό για μια χώρα σε περίοδο ειρήνης - στο 12%. (Είναι 4,4% στη Βρετανία και 2% στη Γερμανία).
Όταν ο Τραμπ ήταν τελευταία φορά στην εξουσία και τα επιτόκια ήταν κοντά στο μηδέν, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ήταν διαχειρίσιμο. Αλλά τώρα που τα επιτόκια έχουν αυξηθεί, το χρέος είναι πάνω από το μισό του ετήσιου δημοσιονομικού ελλείμματος. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δανείζονται τεράστια ποσά, για να πληρώσουν τους τόκους του δημόσιου χρέους και οι αντιπληθωριστικές πολιτικές του.
Τραμπ πρόκειται να επιδεινώσουν την κατάσταση. Τα σχέδιά του, να αυξήσει τους δασμούς για την προστασία της αμερικανικής βιομηχανίας και να διώξει τους μετανάστες, θα ανεβάσουν περαιτέρω τις τιμές και ο αυξανόμενος πληθωρισμός θα αναγκάσει την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ να αυξήσει τα επιτόκια, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού και συνεπώς του χρέους. Και αυτό θα συνεχιστεί. Μέχρι που δε θα είναι πλέον βιώσιμο.
Βρισκόμαστε σε παρόμοια δύσκολη θέση στη Βρετανία. Ο προϋπολογισμός αύξησε τον δανεισμό και τις μελλοντικές προβλέψεις για τον πληθωρισμό, τα επιτόκια και το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους. Αυτό όμως δεν άρεσε στις αγορές. Τα επιτόκια που καταβάλλει η κυβέρνηση αυξήθηκαν κατά μισή ποσοστιαία μονάδα και είναι τώρα υψηλότερα από ότι ήταν όταν η Λιζ Τρας απομακρύνθηκε από την πρωθυπουργία.
Τουλάχιστον οι δημοσιονομικοί κανόνες και οι αγορές επιβάλλουν κάποια πειθαρχία στη συσσώρευση χρέους στη Βρετανία. Η Αμερική δεν έχει τέτοιους κανόνες και έχει μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στις αγορές, επειδή η ισχύς του δολαρίου συνεπάγεται τεράστια όρεξη για το χρέος της. Όμως όλοι όσοι γνωρίζουν το πρόβλημα, αναγνωρίζουν ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να αυξάνεται. Ο Τζερόμ Πάουελ, πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, δήλωσε νωρίτερα φέτος ότι η Αμερική βρίσκεται «σε μια μη βιώσιμη δημοσιονομική πορεία» και ότι ήρθε η ώρα για μια «σοβαρή συζήτηση» περί αυτού. Σύμφωνα με τον Τζέιμι Ντάιμον, διευθύνοντα σύμβουλο της JP Morgan Chase, η Αμερική οδεύει προς τον «γκρεμό». Ο Ρέι Ντάλιο, ιδρυτής του ισχυρού hedge fund Bridgewater, δήλωσε ότι το αμερικανικό χρέος βρίσκεται σε «σημείο καμπής».
Συνεπώς κάτι πρέπει να γίνει. Το ερώτημα είναι τι και πότε. Ίσως είναι απλώς το ίδιο το έλλειμμα. Ο Έλον Μασκ, τον οποίο ο Τραμπ πρότεινε να τεθεί επικεφαλής μιας επιτροπής αποτελεσματικότητας, δήλωσε ότι τουλάχιστον 2 τρισεκατομμύρια δολάρια πρέπει να αφαιρεθούν από τον προϋπολογισμό της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ύψους 6,75 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Αλλά μια τέτοια περικοπή θα έβλαπτε πολλούς ψηφοφόρους και επιχειρήσεις και ο Τραμπ δε θέλει να δημιουργεί αντιπάθειες.
Μπορεί να είναι και η κεντρική τράπεζα. Στην πρώτη του θητεία, ο Τραμπ την αποκάλεσε «εχθρό» των ΗΠΑ και τους αξιωματούχους της «ηλίθιους» και «αξιοθρήνητους». Τον Αύγουστο, δήλωσε σχετικά με τις αποφάσεις για τα επιτόκια: «Θεωρώ ότι ο πρόεδρος θα πρέπει τουλάχιστον να έχει δικαίωμα λόγου σε αυτό. Πραγματικά το πιστεύω αυτό». Αν καταφέρει να πείσει την κεντρική τράπεζα να του κάνει το χατήρι, τότε εκείνη θα καταλήξει να τυπώνει χρήμα για να καλύψει το έλλειμμα της κυβέρνησης. Με αυτόν τον τρόπο ο πληθωρισμός θα αυξανόταν, η Αμερική θα έμοιαζε με μπανανία και ο κόσμος θα έχανε την εμπιστοσύνη του αναφορικά με την αποπληρωμή του χρέους.
Ή μπορεί και να επιστρέψουν οι εκδικητές της αγοράς ομολόγων που έφεραν την κυβέρνηση σε δύσκολη θέση τη δεκαετία του 1990. Υπάρχουν ήδη σημάδια της επιστροφής τους. Η Αμερική απέχει παρασάγγας από το σκηνικό αποπομπής της Λιζ Τρας, αλλά ενώ η νίκη του Τραμπ έστειλε τις αγορές μετοχών σε φρενήρεις ρυθμούς, η απόδοση του αμερικανικού κρατικού χρέους αυξήθηκε. Ο Τζέιμς Κάρβιλ, σύμβουλος του Λευκού Οίκου όταν οι εκδικητές των ομολόγων περιφέρονταν για τελευταία φορά στους δρόμους, είπε: «Παλιά σκεφτόμουν ότι αν υπήρχε μετενσάρκωση, θα ήθελα να επιστρέψω ως πρόεδρος ή ως Πάπας ή ως κορυφαίος παίκτης του μπέιζμπολ. Τώρα αυτό που θέλω είναι να γυρίσω ως αγορά ομολόγων. Θα μπορούσα να εκφοβίσω τους πάντες». Κάποια μέρα ο Τραμπ θα νιώσει το ίδιο.
ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing