Αποκλειστική συνέντευξη: Άγκελα Μέρκελ - Ο Ντόναλντ Τράμπ, ο Βλάντιμιρ Πούτιν και εγώ
"Για μένα, η εξουσία είναι η δυνατότητα να επηρεάζω τα πράγματα"
Η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας, Άγκελα Μέρκελ μιλά στην Decca Aitkenhead για το πως η έντονη φιλοδοξία της για εξουσία την κράτησε στο κορυφαίο αυτό αξίωμα για 16 χρόνια
Οταν η Αγκελα Μέρκελ μπήκε στον χώρο της συνέντευξης, ένιωσα αυτό που περιγράφουν όσοι είχαν συναντήσει τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’. Η μικροσκοπική 70χρονη δεν έχει αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου. Είναι αποπροσανατολιστικά οικεία και επιβλητική, παρά το φαινομενικά χαμηλό προφίλ της. Ηταν απίστευτο ότι έβλεπα από κοντά ένα ιστορικό πρόσωπο. Διέσχισε αγέρωχα και με αυτοπεποίθηση τον χώρο του στούντιο όπου έγινε η φωτογράφηση, σε μια παλιά αποθήκη του Βερολίνου. Για έναν απλό παρατηρητή, χωρίς επίγνωση του διεθνούς πολιτικού γίγνεσθαι, η Μέρκελ θα μπορούσε να μοιάζει με γιαγιάκα.
Σε κανέναν δεν έμοιαζαν οι άντρες που στέκονταν στην είσοδο για σωματοφύλακες της πρώην καγκελαρίου της Γερμανίας. Μεσήλικοι, ο ένας πολύ αδύνατος και μακρυμάλλης, ο άλλος παχουλός και ατημέλητος, και οι δύο φορώντας τζιν, η ομάδα ασφαλείας της μοιάζει σαν να έχει βγει από ανατολικογερμανική παμπ της δεκαετίας του 1980. Και όμως, η παρουσία της Μέρκελ αποτελεί σπουδή στην άσκηση εξουσίας και ελέγχου, που γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή για τη φινέτσα της. Εως και ο χαιρετισμός της -σταθερό βλέμμα, στιβαρή χειραψία- μοιάζει κάπως απειλητικός.
Στο τέλος, αφότου έφυγε, ο βοηθός φωτογράφου και εγώ αναφωνήσαμε ταυτόχρονα: «Είναι σαν να μπορεί να διακρίνει τα πάντα». Οταν σε κοιτάζει, αισθάνεσαι σαν να σε σαρώνει ένα ανθρώπινο μηχάνημα ακτίνων Χ. Κατά τις προηγούμενες εβδομάδες, η ομάδα της πρώην καγκελαρίου ασκούσε κριτική σχεδόν σε κάθε φωτογραφική λήψη ή έκφραση που προτείναμε και μας έδωσε ένα «παράθυρο» μόλις 15 λεπτών για τη φωτογράφηση. Η φωτογράφος δεν μπόρεσε να κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ λόγω άγχους. Διαπιστώνοντας την ανησυχία της, η Μέρκελ την ηρέμησε με ένα ευγενικό χαμόγελο, αλλά, όταν της προτάθηκε να δοκιμάσει μια νέα πόζα για ένα κοντινό πλάνο -με το πρόσωπο να ακουμπά απαλά σε μια υψωμένη παλάμηείπε ήρεμα, αλλά σταθερά: «Δεν θέλω να το κάνω αυτό». Χαμογέλασε ξανά όταν η φωτογράφος έπαιξε δύο από τα τραγούδια που επέλεξε η Μέρκελ για την τελετή αποχώρησής της το 2021 - το «Für mich soll’s rote Rosen regnen» («Θα έπρεπε να βρέξει κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα») και το «Du hast den Farbfilm vergessen» («Ξεχάσατε το έγχρωμο φιλμ»), μια παλαιότερη επιτυχία στα charts της Ανατολικής Γερμανίας της Nina Hagen, κατεξοχήν καλλιτέχνιδας της πανκ μουσικής.
Οταν ακούστηκε ένα τρίτο, άγνωστο τραγούδι -«This bitter earth» της Dinah Washington-, εκείνη μουρμούρισε: «Θα παίξετε πάλι τα άλλα δύο;». Διέκοπτε συνέχεια τη φωτογράφηση για να βλέπει τις φωτογραφίες στην οθόνη του φορητού υπολογιστή της φωτογράφου: «Μια χαρά». Ο ενδελεχής αυτός έλεγχος δεν ήταν ένδειξη ματαιοδοξίας, αλλά άγρυπνης προσοχής στη λεπτομέρεια. Δέκα λεπτά μετά τη φωτογράφηση, το βλέμμα της γύρισε από την κάμερα για να συναντήσει το δικό μου και, με ένα τρεμόπαιγμα, σήκωσε ελαφρά τα φρύδια της σαν να έλεγε: «Πολύ τράβηξε όλο αυτό για μία φωτογραφία».
Μίλησε άπταιστα αγγλικά κατά τη διάρκεια της φωτογράφησης, αλλά για τη συνέντευξη ζήτησε μεταφραστή, με τον οποίο έχει συνεργαστεί στο παρελθόν. «Η κ. Μέρκελ δημιουργεί τέλειες προτάσεις», ψιθύρισε ενώ εμείς παρακολουθούσαμε. «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν. Αρχίζουν, μετά σταματάνε και μετά ξαναρχίζουν. Εκείνη μιλά με απόλυτη ακρίβεια». Οταν προειδοποίησα την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων ότι τα 30 λεπτά δεν θα επιτρέψουν να εξελιχθεί εις βάθος η συνέντευξη, οπότε οι ερωτήσεις μου μπορεί να φανούν στακάτες, μου απάντησε ότι έτσι προτιμά η κ. Μέρκελ (είναι πάντα «κυρία Μέρκελ», ποτέ Αγκελα). Η πρώην καγκελάριος απεχθάνεται την ασυνέπεια. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεπεράσουμε τον προβλεπόμενο χρόνο, αφού το δελτίο κλήσης αναφέρει ως ώρα αναχώρησης τις 11.47 π.μ.
Η Ακροδεξιά βρίσκεται σε άνοδο και η στάσιμη οικονομία οδηγείται σε κρίση, επικίνδυνα συνδεδεμένη με το εμπόριο με την Κίνα και κλονισμένη από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους λόγω της υπερβολικής εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ενδυνάμωσε τον Πούτιν και εξέθεσε τη στρατιωτική ευπάθεια της Γερμανίας, με τον πόλεμο στην Ουκρανία στο κατώφλι της. Σε όλη την Ευρώπη, ο αντιμεταναστευτικός και αντιδημοκρατικός λαϊκισμός αυξάνεται - και πολλοί κατηγορούν τη Μέρκελ. Τώρα, εν μέσω της αμφιλεγόμενης πορείας της, δημοσιεύονται τα απομνημονεύματά της («Ελευθερία») που μετρούν περισσότερες από 700 σελίδες, οι περισσότερες εκ των οποίων χωρίς καμία απολογητική διάθεση. «Εκανα», λέει ψύχραιμα, «με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό που ήταν σημαντικό για μένα». Η Μέρκελ ήταν καγκελάριος της ενωμένης Γερμανίας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, που είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι τα πρώτα 35 χρόνια της ζωής της τα έζησε πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα στην Ανατολική Γερμανία. Η πλήρης σημασία αυτού του μισού της ζωής της δεν είχε καν συνειδητοποιηθεί από την ίδια τη Μέρκελ, λέει, μέχρι που έγραψε τα απομνημονεύματά της: «Το 1989, όταν έπεσε το Τείχος, μπήκα αμέσως στην πολιτική. Αρχισα να κάνω πάρα πολλά πράγματα και δεν είχα καθόλου χρόνο να σκεφτώ τη ζωή μου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας», λέει. «Οταν έγραφα, έπρεπε να αναλογιστώ τι είδους άνθρωπος ήμουν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Τι μου έδωσαν οι γονείς μου; Τι έμαθα; Δεν ήμουν από τους πολύ θαρραλέους ανθρώπους, όπως οι ακτιβιστές, που ήρθαν σε άμεση ρήξη με το κράτος. Αλλά δεν ήμουν και από εκείνους που ακολουθούσαν πάντα τη γραμμή του σοσιαλιστικού κράτους. Και, αξιολογώντας ξανά αυτή τη θέση, αυτό ήταν πραγματικά ενδιαφέρον».
Ακόμα και οι τηλεφωνικές συνομιλίες με τους φίλους του σχολείου έπρεπε να διεξάγονται με προσοχή, αφού η Στάζι μπορεί και να τις παρακολουθούσε. Επρεπε να μάθει ρωσικά, αλλά έκανε αίτηση για να σπουδάσει Φυσική στο πανεπιστήμιο, «επειδή ήταν επιστήμη και ούτε η ΓΛΔ δεν μπορούσε να διαστρεβλώσει τα επιστημονικά γεγονότα», γράφει. «Δύο συν δύο έκανε ακόμη τέσσερα. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσα να μιλάω για όλα τα νέα πράγματα που μάθαινα χωρίς να χρειάζεται να λογοκρίνω τον εαυτό μου». Με την αποφοίτησή της, το 1978, εντάχθηκε στο Τμήμα Κβαντικής Χημείας της Ακαδημίας Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου, όπου πήρε το διδακτορικό της, και εργαζόταν ακόμη εκεί όταν έπεσε το Τείχος το 1989. Μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς είχε ενταχθεί σε ένα μικρό νέο κόμμα, τη Δημοκρατική Αφύπνιση, εξελέγη εκπρόσωπος του παραρτήματος και έγινε πολιτικός πλήρους απασχόλησης μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, με τον διορισμό της ως εθνικής εκπροσώπου. Μέσα σε λίγους μήνες το κόμμα συγχωνεύτηκε με το CDU, στο δυτικό παράρτημα του οποίου ηγείτο ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ. Τον Ιανουάριο του 1991, μετά την επανένωση της Γερμανίας, τη διόρισε υπουργό Γυναικών και Νεολαίας στην κυβέρνηση της νέας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στην οποία υπηρέτησε μέχρι την απώλεια της εξουσίας από το CDU, το 1998.
Πολλές από τις ιδιότητες που τη βοήθησαν τόσο καλά στην πολιτική μπορούν να αποδοθούν στη ζωή της στη ΛΔΓ, με πιο προφανείς την προσοχή και τη διακριτικότητα. Στα είκοσί της, όταν η Στάζι προσπάθησε να τη στρατολογήσει ως πληροφοριοδότη, ακολούθησε τη συμβουλή της μητέρας της και τους είπε ότι ήταν πολύ αδιάκριτη για να γίνει κατάσκοπος, κάτι που δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Η επιστημονική εκπαίδευση στην οποία οδηγήθηκε της δίδαξε τη μεθοδική λογική, στην οποία πολλοί θαυμαστές της αποδίδουν τη στρατηγική της επιτυχία. Η δυσπιστία της απέναντι στα άκρα και η πίστη της στη μέση οδό και στην ικανότητα των ανθρώπων να ενσωματώνονται και να παραμένουν ενωμένοι εντός του κοινωνικού τους περιβάλλοντος ίσως οφείλουν την προέλευσή τους στο πρώτο μισό της ζωής της.
Είναι δύσκολο να μην αισθανθεί κανείς ότι η εποχή της υποτονικής, αποπροσωποποιημένης πολιτικής της Μέρκελ είναι πλέον επίσης πίσω μας. Γεννημένη στη σκιά των αναμνήσεων της ναζιστικής Γερμανίας, πάντα περιφρονούσε κάθε ίχνος πολιτικής επίδειξης ή δημαγωγίας και στην αρχή ήταν επιφυλακτική ακόμα και απέναντι στον Μπαράκ Ομπάμα, δυσπιστώντας απέναντι στη ρητορική του δεινότητα. Οι ομιλίες της, έγραψε ένας βιογράφος, ήταν «επιθετικά βαρετές» και η ιδιωτική της ζωή φυλασσόταν με ατσάλινη πειθαρχία, σχεδόν αδιανόητη αυτή την εποχή. Η ίδια και ο δεύτερος σύζυγός της, ο Γιόαχιμ Σάουερ, 75 ετών, καθηγητής Κβαντικής Χημείας, δεν μετακόμισαν ποτέ στην επίσημη κατοικία του καγκελαρίου στο Βερολίνο. Γνωρίστηκαν όταν εκείνη ήταν 30 ετών και ήδη διαζευγμένη από τον πρώτο της σύζυγο, τον Ούλριχ Μέρκελ, υπότροφο του Τμήματος Φυσικής, τον οποίο παντρεύτηκε όταν ήταν 23 ετών. Ο πρώτος γάμος του Σάουερ, από τον οποίο απέκτησε δύο γιους, είχε επίσης σχεδόν τελειώσει. Αφού έζησαν μαζί για πολλά χρόνια, το 1998 παντρεύτηκαν σε μια ιδιωτική τελετή, χωρίς καλεσμένους.
Μια βιογραφία αναφέρει ότι η Μέρκελ είπε το 1990: «Η απόκτηση ενός παιδιού θα απαιτούσε από εμένα να εγκαταλείψω την πολιτική» και ποτέ δεν το έκανε. Οταν τη ρώτησα για την επιλογή αυτή, το μόνο που είπε ήταν: «Απλά δεν συνέβη και είμαι εντάξει με αυτό. Δεν έχω κανένα πρόβλημα». Το πρώτο ζευγάρι της Γερμανίας συνεχίζει μέχρι σήμερα να ζει στο ταπεινό διαμέρισμά του στο Ανατολικό Βερολίνο, με ελεγχόμενο ενοίκιο. Οταν η Μέρκελ ήταν καγκελάριος, δραπέτευαν, όπως και τώρα, τα Σαββατοκύριακα σε ένα απλό, μικρό εξοχικό σπίτι στα περίχωρα του Ούκερμαρκ, που κάποτε περιγράφηκε από έναν φίλο ως «ημιτελές» και χτισμένο πριν πέσει το Τείχος, «όταν έπρεπε να ψάξεις για κάθε κομμάτι ξύλο στην Ανατολή».
Στη Μέρκελ άρεσε να κάνει μόνη της τα ψώνια της και ακόμα και η χαρακτηριστική της εμφάνιση, παντελόνι και σακάκι, προέκυψε τυχαία, όταν, στις αρχές της πολιτικής της καριέρας, έσπασε το πόδι της και δεν μπορούσε να κυκλοφορεί με πατερίτσες και φόρεμα. Οποιος ελπίζει να μάθει τα πάντα για την ιδιωτική της ζωή από τα απομνημονεύματά της θα απογοητευτεί. Για τον πρώτο της σύζυγο το μόνο που γράφει είναι ότι ένα πρωί, τρία χρόνια μετά τον γάμο τους, εκείνη έφυγε από το διαμέρισμά τους με «μια βαλίτσα στο χέρι» και τον επόμενο χρόνο χώρισαν. Ο δεύτερος σύζυγός της είναι εξίσου έντονα κλειστός με εκείνη, με τον γερμανικό Τύπο να αναφέρεται σε αυτόν ως «το φάντασμα της όπερας», όχι μόνο λόγω της αγάπης του για την όπερα, αλλά και για την απέχθειά του για τη δημοσιότητα. Να σημειωθεί ότι δεν παραβρέθηκε καν στην ορκωμοσία της Μέρκελ ως καγκελαρίου το 2005.
Περιορίζει τις σκέψεις της για την πρώτη θητεία του Τραμπ σε μόνο λίγες σελίδες του βιβλίου της, όπου αποκαλύπτει ότι μάλωσε τον εαυτό της επειδή τον παρότρυνε να της δώσει το χέρι για τις κάμερες όταν συναντήθηκαν το 2017, συνειδητοποιώντας εκ των υστέρων ότι η αγένειά του ήταν εσκεμμένη. «Ηθελε να δημιουργήσει τροφή για συζήτηση μέσω της συμπεριφοράς του», γράφει, ενώ εκείνη συμπεριφερόταν «σαν να συζητούσα με κάποιον εντελώς φυσιολογικό». Και κατέληξε για την επίσκεψή της στην Ουάσινγκτον: «Δεν θα μπορούσε να υπάρξει συνεργατικό έργο για έναν διασυνδεδεμένο κόσμο με τον Τραμπ». Ποια είναι η συμβουλή της προς τους παγκόσμιους ηγέτες που θα πρέπει τώρα να συνεργαστούν ξανά μαζί του; Εκείνη διστάζει να απαντήσει. «Ναι, λοιπόν, νομίζω ότι οι συμβουλές από πρώην πολιτικούς που βρίσκονται πλέον στο περιθώριο είναι πάντα λίγο δύσκολες. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι, βάσει της δικής μου εμπειρίας, το καλύτερο είναι να είσαι ειλικρινής και με συνέπεια λόγου προς πάσα κατεύθυνση. Και επίσης είναι σημαντικό να ακούς τα επιχειρήματά του (σ.σ.: του Τραμπ)». Συμφώνησε μαζί του σε ένα θέμα. «Υπήρχε ένα σημείο που πρέπει να αποδεχθώ: είπε ότι οι αμυντικές μας δαπάνες δεν ήταν αρκετές». Η ίδια η Μέρκελ είχε ταχθεί υπέρ αυτού, αλλά δεν κατάφερε να πείσει τους εταίρους του συνασπισμού.
Και συμπλήρωσε: «Αλλά, κατά τα άλλα, να παραμείνουν σταθεροί στις απόψεις τους. Δεν χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα φιλικοί, αλλά ούτε και ιδιαίτερα σκληροί. Απλά να είστε ειλικρινείς. Πρέπει να εκμεταλλευτείτε την κατάσταση με τον καλύτερο τρόπο. Και κυρίως, μη φοβάστε. Μη φοβάστε». Οι Ουκρανοί έχουν βάσιμους λόγους να φοβούνται, υποθέτω. Δεν ήμουν σίγουρη από το βιβλίο της ότι η Μέρκελ συμπαθούσε ιδιαίτερα τον πρόεδρό τους, τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, αλλά φάνηκε αμήχανη όταν τη ρώτησα. «Αυτή είναι μια ερώτηση που θα κάνατε σε προσωπικούς φίλους. Τον σέβομαι. Σέβομαι πραγματικά αυτό που έκανε και πέτυχε μετά την επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία, διότι τις πρώτες ώρες μετά την επίθεση πολλοί άνθρωποι θα είχαν φύγει και θα είχαν αφήσει τη χώρα στην τύχη της και αυτός δεν το έκανε αυτό. Νομίζω ότι αυτό ήταν το πιο σημαντικό βήμα που έδωσε στην Ουκρανία την ελπίδα και τη δυνατότητα να βγει από αυτόν τον πόλεμο, αυτόν τον τρομερό πόλεμο, ως ανεξάρτητη χώρα». Υπάρχει ακόμη αυτή η δυνατότητα; «Αυτός είναι ο στόχος μας και από αυτή την άποψη υποστηρίζω εκείνο που κάνουν η σημερινή γερμανική κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά», πρόσθεσε με νόημα, «πιστεύω ότι κάποια στιγμή εκείνοι που έχουν την ευθύνη σήμερα θα πρέπει να καθορίσουν αυτήν τη στιγμή και θα χρειαστούν συζητήσεις. Δεν θα υπάρξει λύση που θα είναι μόνο στρατιωτική». Η πίστη της Μέρκελ -και η εμπειρογνωμοσύνη της- στην πολιτική συζήτηση είναι απεριόριστη. Την πρώτη εβδομάδα της θητείας της ως καγκελαρίου αστειεύτηκε με τον βοηθό της ότι ήταν καλό που κανείς δεν της είχε πει για τον αριθμό των συνεδριάσεων στις οποίες θα έπρεπε να συμμετάσχει, καθώς ήταν «γελοίος» (ο αριθμός), αλλά η μαεστρία της στην οικοδόμηση συναίνεσης έγινε θρυλική. Είναι υπερήφανη για την επιτυχία της Ε.Ε. στη διαπραγμάτευση της διευθέτησης για το Brexit. «Λέμε στον κόσμο πώς να λύνει τις οιεσδήποτε συγκρούσεις ειρηνικά και μετά κάποιος θέλει να φύγει από την Ε.Ε. και έχουμε συγκρούσεις. Δεν θα μας πιστέψουν πια, αν δεν καταφέρουμε ούτε αυτά τα πράγματα μεταξύ φίλων». Στο γραφείο της καγκελαρίας της βρισκόταν ένας κύβος από πλεξιγκλάς, στον οποίο ήταν χαραγμένη η φράση: «Υπάρχει δύναμη στην ηρεμία» (απόσπασμα από το βιβλίο: «Η Αγκελα Μέρκελ για την ταπείνωση του Brexit και τη συνάντηση με τη βασίλισσα»).
«Το να επιτρέψεις την είσοδο σε ένα εκατομμύριο ξένους είναι σαν να θέτεις σε κίνδυνο τον γερμανικό πολιτισμό», φέρεται να προειδοποίησε τη Μέρκελ ο Χένρι Κίσινγκερ. «Δεν είχα άλλη επιλογή», απάντησε. Δεν μετάνιωσε ποτέ για την απόφασή της. Μέρος του κινήτρου της για τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της ήταν να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν στην απόφαση αυτή και ουσιαστικά ήταν πολύ απλοί: «Αισθάνθηκα ότι οι αξίες μας τέθηκαν σε δοκιμασία». Αυτό που την εξόργισε περισσότερο ήταν ο υπαινιγμός των Γερμανών επικριτών της ότι μόνο κάποιος που μεγάλωσε στη ΛΔΓ θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση - κάποιος, όπως γράφει, «που δεν καταλαβαίνει τις αξίες μας». Ο υπαινιγμός ότι -κατά κάποιον τρόπο- δεν ήταν Γερμανίδα ήταν προσβλητικός, αλλά το ότι μπορεί να ένιωθε συμπάθεια για όλους εκείνους που θέλουν να ξεφύγουν από ένα τυραννικό καθεστώς και να ζήσουν ελεύθερα είχε βάση. Η απόφαση αυτή σηματοδότησε το σημείο καμπής στη δημοτικότητά της στους ψηφοφόρους της.
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ένα ακροδεξιό κόμμα, που ιδρύθηκε το 2013, άδραξε την ευκαιρία και έκτοτε υποδαυλίζει τη λαϊκιστική οργή και ανεβαίνει αμείλικτα στις δημοσκοπήσεις. Ηταν η αναζωπύρωση της Ακροδεξιάς ένα τίμημα που άξιζε να πληρώσει για την ανθρωπιστική της παρόρμηση; Η μεταναστευτική της πολιτική, επισημαίνει με σαφήνεια, δεν ήταν ο μόνος λόγος. «Δεν μπορείτε να ακολουθήσετε την ατζέντα εκείνων που είναι κατά της δημοκρατίας», συνεχίζει. «Πρέπει να ακολουθήσεις τον δικό σου δρόμο και ελπίζω φυσικά ότι το AfD θα αποδυναμωθεί και πάλι. Αλλά να προδώσω τις δικές μου αξίες μόνο και μόνο για τον φόβο της ανόδου του AfD; Νομίζω ότι αυτό δεν θα ήταν σωστό». Η Μέρκελ παραδέχεται με ευκολία την αποτυχία των προσπαθειών της για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες χρονολογούνται από το 1995, όταν, ως υπουργός Περιβάλλοντος της Γερμανίας, φιλοξένησε την πρώτη Διάσκεψη των Μερών (COP 1) στο Βερολίνο. «Είμαστε, εμείς οι άνθρωποι, πραγματικά πρόθυμοι και ικανοί», γράφει, «να λαμβάνουμε αναγκαίες, έγκαιρες αποφάσεις για την επιβίωσή μας; Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία απόδειξη γι’ αυτό». Ωστόσο, η ίδια παραμένει πιστή στην προσέγγισή της, γι’ αυτό και τη ρώτησα αν έχει πληγωθεί από την κριτική για το έργο που άφησε πίσω της. «Οχι. Νομίζω ότι αυτό είναι θεμιτό σε μια πλουραλιστική κοινωνία. Ζούμε σε πολύ περίπλοκους και δύσκολους καιρούς, οπότε είναι προφανές ότι ο κόσμος αναρωτιέται πόσο φταίει η κ. Μέρκελ. Είμαστε μια ελεύθερη χώρα. Μπορώ να ζήσω με αυτή τη διαφορετικότητα». Δεδομένης της σθεναρής υπεράσπισης του έργου της στο βιβλίο, δεν είμαι πεπεισμένη ότι αισθάνεται τόσο χαλαρή όσο θέλει να φαίνεται. Τι κριτικές αναμένει για το βιβλίο; «Δεν περιμένω τίποτα. Το έγραψα στο μέτρο των δυνατοτήτων και της πίστης μου και θα ήμουν ευτυχής αν ο κόσμος θα ήθελε να το διαβάσει. Τα υπόλοιπα είναι, απλά, ελευθερία του λόγου».
Δεν έχω την εντύπωση ότι θα απολαύσει την επιστροφή της στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, ό,τι κι αν λένε. Διατηρεί προσωπική επαφή με τον Μπαράκ Ομπάμα και τον Εμανουέλ Μακρόν και μιλάει τηλεφωνικά μερικές φορές με τον ΖανΚλοντ Γιούνκερ, τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά έχει αποσυρθεί εντελώς από τη δημόσια ζωή και δεν σχολιάζει την κατάρρευση της γερμανικής κυβέρνησης. Πολλοί από τους φίλους της ασχολούνται με τις τέχνες, ενώ το θέατρο, η όπερα, η λογοτεχνία και η κλασική μουσική απορροφούν πλέον τον χρόνο της: «Φυσικά, όταν παρακολουθώ σήμερα ορισμένες εξελίξεις σκέφτομαι: “Τι θα έκανα εγώ σε αυτή την περίπτωση;”. Αλλά τώρα είμαι ανακουφισμένη που δεν είμαι πλέον στην εξουσία και επίσης που δεν έχω πια αυτή την ευθύνη, οπότε μπορώ απλώς να απολαύσω ένα Σάββατο χωρίς ανησυχίες. Και αν κάτι συμβεί, κάποιος άλλος είναι υπεύθυνος για να το λύσει. Αυτό είναι μεγάλη ανακούφιση. Είμαι πολύ τυχερή που είχα αυτή την ευθύνη − και τώρα είμαι επίσης ευτυχής που την άφησα πίσω μου».
Το μεγάλο μυστήριο με τη Μέρκελ είναι πώς κάποιος που προφανώς δεν ενθουσιάζεται τόσο πολύ από την προσωπική εξουσία κέρδισε και διατήρησε την εξουσία για 16 χρόνια. Ο μέντοράς της, καγκελάριος Κολ, ρωτήθηκε κάποτε τι της δίνει κίνητρο και απάντησε: «Εξουσία. Εξουσία. Εξουσία». Ωστόσο, γράφει, την ημέρα που έγινε καγκελάριος αισθάνθηκε «ευτυχισμένη και περήφανη» - και αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει άλλη λέξη για τον θρίαμβό της. Κανείς, πιστεύω, δεν θα διοικούσε μια εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, αν δεν τον ενθουσίαζε το ίδιο το άθλημα. «Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε για το σημαίνει εξουσία. Για μένα, η εξουσία είναι η δυνατότητα να επηρεάζω τα πράγματα, να δημιουργώ πράγματα, να μετατρέπω τις ιδέες μου σε νόμους, οπότε φυσικά και ήθελα αυτή τη δύναμη. Και δεν θα είχα παραμείνει στην πολιτική για 35 χρόνια αν ήμουν συνέχεια στην αντιπολίτευση. Στην αντιπολίτευση μπορείς επίσης να αναπτύξεις πολλές ιδέες, αλλά το πρόβλημα είναι πως πολλές από αυτές θα καταλήξουν στον κάδο των αχρήστων και εγώ ήθελα πραγματικά να επηρεάσω τα δρώμενα. Είχα, λοιπόν, κάποια φιλοδοξία για εξουσία». Καθώς την αποχαιρετούσαμε, της είπα πόσοι άνθρωποι μου ζήτησαν να την παρακαλέσω να επιστρέψει στην πολιτική ζωή. Χωρίς να φαίνεται δυσαρεστημένη, είπε: «Οχι».
* Το βιβλίο «Ελευθερία: Απομνημονεύματα 1954-2021» της Αγκελα Μέρκελ κυκλοφόρησε ήδη.
«The Sunday Times Magazine» / News Licensing
Σε κανέναν δεν έμοιαζαν οι άντρες που στέκονταν στην είσοδο για σωματοφύλακες της πρώην καγκελαρίου της Γερμανίας. Μεσήλικοι, ο ένας πολύ αδύνατος και μακρυμάλλης, ο άλλος παχουλός και ατημέλητος, και οι δύο φορώντας τζιν, η ομάδα ασφαλείας της μοιάζει σαν να έχει βγει από ανατολικογερμανική παμπ της δεκαετίας του 1980. Και όμως, η παρουσία της Μέρκελ αποτελεί σπουδή στην άσκηση εξουσίας και ελέγχου, που γίνεται ακόμα πιο εντυπωσιακή για τη φινέτσα της. Εως και ο χαιρετισμός της -σταθερό βλέμμα, στιβαρή χειραψία- μοιάζει κάπως απειλητικός.
Στο τέλος, αφότου έφυγε, ο βοηθός φωτογράφου και εγώ αναφωνήσαμε ταυτόχρονα: «Είναι σαν να μπορεί να διακρίνει τα πάντα». Οταν σε κοιτάζει, αισθάνεσαι σαν να σε σαρώνει ένα ανθρώπινο μηχάνημα ακτίνων Χ. Κατά τις προηγούμενες εβδομάδες, η ομάδα της πρώην καγκελαρίου ασκούσε κριτική σχεδόν σε κάθε φωτογραφική λήψη ή έκφραση που προτείναμε και μας έδωσε ένα «παράθυρο» μόλις 15 λεπτών για τη φωτογράφηση. Η φωτογράφος δεν μπόρεσε να κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ λόγω άγχους. Διαπιστώνοντας την ανησυχία της, η Μέρκελ την ηρέμησε με ένα ευγενικό χαμόγελο, αλλά, όταν της προτάθηκε να δοκιμάσει μια νέα πόζα για ένα κοντινό πλάνο -με το πρόσωπο να ακουμπά απαλά σε μια υψωμένη παλάμηείπε ήρεμα, αλλά σταθερά: «Δεν θέλω να το κάνω αυτό». Χαμογέλασε ξανά όταν η φωτογράφος έπαιξε δύο από τα τραγούδια που επέλεξε η Μέρκελ για την τελετή αποχώρησής της το 2021 - το «Für mich soll’s rote Rosen regnen» («Θα έπρεπε να βρέξει κόκκινα τριαντάφυλλα για μένα») και το «Du hast den Farbfilm vergessen» («Ξεχάσατε το έγχρωμο φιλμ»), μια παλαιότερη επιτυχία στα charts της Ανατολικής Γερμανίας της Nina Hagen, κατεξοχήν καλλιτέχνιδας της πανκ μουσικής.
Οταν ακούστηκε ένα τρίτο, άγνωστο τραγούδι -«This bitter earth» της Dinah Washington-, εκείνη μουρμούρισε: «Θα παίξετε πάλι τα άλλα δύο;». Διέκοπτε συνέχεια τη φωτογράφηση για να βλέπει τις φωτογραφίες στην οθόνη του φορητού υπολογιστή της φωτογράφου: «Μια χαρά». Ο ενδελεχής αυτός έλεγχος δεν ήταν ένδειξη ματαιοδοξίας, αλλά άγρυπνης προσοχής στη λεπτομέρεια. Δέκα λεπτά μετά τη φωτογράφηση, το βλέμμα της γύρισε από την κάμερα για να συναντήσει το δικό μου και, με ένα τρεμόπαιγμα, σήκωσε ελαφρά τα φρύδια της σαν να έλεγε: «Πολύ τράβηξε όλο αυτό για μία φωτογραφία».
Μίλησε άπταιστα αγγλικά κατά τη διάρκεια της φωτογράφησης, αλλά για τη συνέντευξη ζήτησε μεταφραστή, με τον οποίο έχει συνεργαστεί στο παρελθόν. «Η κ. Μέρκελ δημιουργεί τέλειες προτάσεις», ψιθύρισε ενώ εμείς παρακολουθούσαμε. «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν. Αρχίζουν, μετά σταματάνε και μετά ξαναρχίζουν. Εκείνη μιλά με απόλυτη ακρίβεια». Οταν προειδοποίησα την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων ότι τα 30 λεπτά δεν θα επιτρέψουν να εξελιχθεί εις βάθος η συνέντευξη, οπότε οι ερωτήσεις μου μπορεί να φανούν στακάτες, μου απάντησε ότι έτσι προτιμά η κ. Μέρκελ (είναι πάντα «κυρία Μέρκελ», ποτέ Αγκελα). Η πρώην καγκελάριος απεχθάνεται την ασυνέπεια. Δεν υπάρχει περίπτωση να ξεπεράσουμε τον προβλεπόμενο χρόνο, αφού το δελτίο κλήσης αναφέρει ως ώρα αναχώρησης τις 11.47 π.μ.
«Πρέπει να επιλέξεις την στιγμή σου»
Η Μέρκελ ήταν ακόμα πιο σχολαστική ως προς το χρονοδιάγραμμα της αποχώρησής της από την παγκόσμια σκηνή. Επειτα από 16 χρόνια στην εξουσία, υπηρετώντας τέσσερις διαδοχικές θητείες, είπε «φτάνει». Ο χρονισμός, είχε πει κάποτε, είναι «ένα απίστευτα σημαντικό πράγμα στην πολιτική. Πρέπει να επιλέξεις τη στιγμή σου. Είναι αυτό που κάνει τη διαφορά μεταξύ επιτυχίας και αποτυχίας». Οταν παραιτήθηκε, το 2021, η πολιτική της σταδιοδρομία θεωρήθηκε ως η πιο επιτυχημένη στη σύγχρονη εποχή. Το 2005, η ηγέτιδα του κεντροδεξιού κόμματος της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU) ξεχώρισε από όλους τους πιο θορυβώδεις άνδρες αντιπάλους της και έγινε η πρώτη γυναίκα καγκελάριος της Γερμανίας. Επέβλεψε την εθνική οικονομική ευημερία της χώρας, βοήθησε στον συντονισμό της διεθνούς απάντησης στην παγκόσμια τραπεζική κρίση του 2007-2009, καθοδήγησε σχεδόν μόνη της την Ελλάδα μέσα από την κρίση χρέους του 2010, άνοιξε τα σύνορα της Γερμανίας στους πρόσφυγες κατά τη διάρκεια του συριακού εμφύλιου πολέμου και λειτούργησε ως μεσολαβητής της Δύσης με τη Ρωσία μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν, το 2014. Δεν ήταν άδικα γνωστή ως η ανεπίσημη ηγέτιδα της Ευρώπης και η πιο ισχυρή γυναίκα στον κόσμο. Τρία χρόνια αργότερα, η «κληρονομιά» της επανεκτιμάται λιγότερο ευνοϊκά. Η κυβέρνηση της Γερμανίας κατέρρευσε μετά την απροσδόκητη αποπομπή του υπουργού Οικονομικών από τον καγκελάριο Ολαφ Σολτς, νωρίτερα αυτόν τον μήνα.Η Ακροδεξιά βρίσκεται σε άνοδο και η στάσιμη οικονομία οδηγείται σε κρίση, επικίνδυνα συνδεδεμένη με το εμπόριο με την Κίνα και κλονισμένη από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους λόγω της υπερβολικής εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ενδυνάμωσε τον Πούτιν και εξέθεσε τη στρατιωτική ευπάθεια της Γερμανίας, με τον πόλεμο στην Ουκρανία στο κατώφλι της. Σε όλη την Ευρώπη, ο αντιμεταναστευτικός και αντιδημοκρατικός λαϊκισμός αυξάνεται - και πολλοί κατηγορούν τη Μέρκελ. Τώρα, εν μέσω της αμφιλεγόμενης πορείας της, δημοσιεύονται τα απομνημονεύματά της («Ελευθερία») που μετρούν περισσότερες από 700 σελίδες, οι περισσότερες εκ των οποίων χωρίς καμία απολογητική διάθεση. «Εκανα», λέει ψύχραιμα, «με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτό που ήταν σημαντικό για μένα». Η Μέρκελ ήταν καγκελάριος της ενωμένης Γερμανίας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, που είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι τα πρώτα 35 χρόνια της ζωής της τα έζησε πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα στην Ανατολική Γερμανία. Η πλήρης σημασία αυτού του μισού της ζωής της δεν είχε καν συνειδητοποιηθεί από την ίδια τη Μέρκελ, λέει, μέχρι που έγραψε τα απομνημονεύματά της: «Το 1989, όταν έπεσε το Τείχος, μπήκα αμέσως στην πολιτική. Αρχισα να κάνω πάρα πολλά πράγματα και δεν είχα καθόλου χρόνο να σκεφτώ τη ζωή μου στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας», λέει. «Οταν έγραφα, έπρεπε να αναλογιστώ τι είδους άνθρωπος ήμουν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Τι μου έδωσαν οι γονείς μου; Τι έμαθα; Δεν ήμουν από τους πολύ θαρραλέους ανθρώπους, όπως οι ακτιβιστές, που ήρθαν σε άμεση ρήξη με το κράτος. Αλλά δεν ήμουν και από εκείνους που ακολουθούσαν πάντα τη γραμμή του σοσιαλιστικού κράτους. Και, αξιολογώντας ξανά αυτή τη θέση, αυτό ήταν πραγματικά ενδιαφέρον».
Η οικογένεια
Εξι εβδομάδες μετά τη γέννηση της Αγκελα Κάσνερ στο Αμβούργο, το 1954, η οικογένεια μετακόμισε στη ΛΔΓ, ένα έθνος μόλις πέντε ετών, όπου ο πατέρας της, προτεστάντης πάστορας, τοποθετήθηκε σε μια εκκλησία στο Κουίτσοου. Τρία χρόνια αργότερα τέθηκε επικεφαλής ενός αγροτικού ιεροδιδασκαλείου στο Τέμπλιν, 50 μίλια βόρεια του Βερολίνου, όπου η Μέρκελ έζησε μέχρι να φύγει για το Πανεπιστήμιο της Λειψίας. Το να είσαι κόρη πάστορα σε μια κομμουνιστική χώρα προκαλούσε υποψίες και από μικρή ηλικία έμαθε από τους γονείς της να είναι διακριτική και προσεκτική. «Η ζωή στην Ανατολική Γερμανία βρισκόταν διαρκώς στα όρια», γράφει. «Μπορεί να ξυπνάς το πρωί χωρίς να σε νοιάζει τίποτα στον κόσμο, αλλά, αν ξεπεράσεις ένα πολιτικό όριο, όλα μπορεί να αλλάξουν μέσα σε δευτερόλεπτα, θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρη την ύπαρξή σου». Οταν, το 1961, υψώθηκε το Τείχος του Βερολίνου, λίγο-πολύ εν μια νυκτί η οικογενειακή ζωή άλλαξε δραματικά. Δεν θα υπήρχαν πλέον επισκέψεις από και προς την οικογένεια στη Δύση.Ακόμα και οι τηλεφωνικές συνομιλίες με τους φίλους του σχολείου έπρεπε να διεξάγονται με προσοχή, αφού η Στάζι μπορεί και να τις παρακολουθούσε. Επρεπε να μάθει ρωσικά, αλλά έκανε αίτηση για να σπουδάσει Φυσική στο πανεπιστήμιο, «επειδή ήταν επιστήμη και ούτε η ΓΛΔ δεν μπορούσε να διαστρεβλώσει τα επιστημονικά γεγονότα», γράφει. «Δύο συν δύο έκανε ακόμη τέσσερα. Αυτό σήμαινε ότι μπορούσα να μιλάω για όλα τα νέα πράγματα που μάθαινα χωρίς να χρειάζεται να λογοκρίνω τον εαυτό μου». Με την αποφοίτησή της, το 1978, εντάχθηκε στο Τμήμα Κβαντικής Χημείας της Ακαδημίας Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου, όπου πήρε το διδακτορικό της, και εργαζόταν ακόμη εκεί όταν έπεσε το Τείχος το 1989. Μέχρι το τέλος εκείνης της χρονιάς είχε ενταχθεί σε ένα μικρό νέο κόμμα, τη Δημοκρατική Αφύπνιση, εξελέγη εκπρόσωπος του παραρτήματος και έγινε πολιτικός πλήρους απασχόλησης μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, με τον διορισμό της ως εθνικής εκπροσώπου. Μέσα σε λίγους μήνες το κόμμα συγχωνεύτηκε με το CDU, στο δυτικό παράρτημα του οποίου ηγείτο ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ. Τον Ιανουάριο του 1991, μετά την επανένωση της Γερμανίας, τη διόρισε υπουργό Γυναικών και Νεολαίας στην κυβέρνηση της νέας Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, στην οποία υπηρέτησε μέχρι την απώλεια της εξουσίας από το CDU, το 1998.
Πολλές από τις ιδιότητες που τη βοήθησαν τόσο καλά στην πολιτική μπορούν να αποδοθούν στη ζωή της στη ΛΔΓ, με πιο προφανείς την προσοχή και τη διακριτικότητα. Στα είκοσί της, όταν η Στάζι προσπάθησε να τη στρατολογήσει ως πληροφοριοδότη, ακολούθησε τη συμβουλή της μητέρας της και τους είπε ότι ήταν πολύ αδιάκριτη για να γίνει κατάσκοπος, κάτι που δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια. Η επιστημονική εκπαίδευση στην οποία οδηγήθηκε της δίδαξε τη μεθοδική λογική, στην οποία πολλοί θαυμαστές της αποδίδουν τη στρατηγική της επιτυχία. Η δυσπιστία της απέναντι στα άκρα και η πίστη της στη μέση οδό και στην ικανότητα των ανθρώπων να ενσωματώνονται και να παραμένουν ενωμένοι εντός του κοινωνικού τους περιβάλλοντος ίσως οφείλουν την προέλευσή τους στο πρώτο μισό της ζωής της.
Η συνάντηση με τον Πούτιν
Το γεγονός ότι αναγκάστηκε να μάθει ρωσικά ως παιδί αποδείχθηκε επίσης χρήσιμο στη σχέση εργασίας της με τον Πούτιν - αν και αυτό δεν τον εμπόδισε να φέρει το μαύρο του Λαμπραντόρ στη συνάντησή τους το 2007 στο Σότσι. Ηξερε πολύ καλά ότι εκείνη φοβόταν τα σκυλιά και, όπως γράφει, «μπορούσα να καταλάβω από τις εκφράσεις του προσώπου του Πούτιν ότι το απολάμβανε». Η Μέρκελ έσφιξε τα δόντια, χωρίς να πει τίποτα, και συνέχισε «σαν να μη συμβαίνει τίποτα, όπως έκανα συχνά σε όλη μου τη ζωή, ακολουθώντας το δόγμα της βρετανικής βασιλικής οικογένειας: “Ποτέ μη δίνεις εξηγήσεις, ποτέ μην παραπονιέσαι”». «Αυτή η ερώτηση μπορεί να ακουστεί παράξενη», είπα, αλλά αισθάνθηκε κάποιο κομμάτι της τυχερό που μεγάλωσε στη ΛΔΓ; «Για κάποιους αναγνώστες μπορεί να αποτελεί έκπληξη, αλλά, αν έδινα τίτλο στο κεφάλαιο “οικογένεια”, θα ήταν “Μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία”. Και ήμουν πραγματικά ευτυχισμένη. Το σύστημα δεν με λύγισε ακριβώς, επειδή είχα καλούς γονείς. Και ίσως και τα προσωπικά μου χαρακτηριστικά να ήταν θετικά. Μεγάλωσα στη φύση. Αλλά δεν θα έλεγα ότι ήμουν τυχερή που μεγάλωσα στη ΛΔΓ. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήμουν πραγματικά τυχερή και είχα μια ευτυχισμένη ζωή. Αλλά δεν θα προέτρεπα κανέναν άνθρωπο να μεγαλώσει σε μια δικτατορία», απάντησε ειρωνικά, για να συμπληρώσει: «Είμαστε ευτυχείς που αφήνουμε πίσω μας αυτό το κομμάτι της Ιστορίας».Είναι δύσκολο να μην αισθανθεί κανείς ότι η εποχή της υποτονικής, αποπροσωποποιημένης πολιτικής της Μέρκελ είναι πλέον επίσης πίσω μας. Γεννημένη στη σκιά των αναμνήσεων της ναζιστικής Γερμανίας, πάντα περιφρονούσε κάθε ίχνος πολιτικής επίδειξης ή δημαγωγίας και στην αρχή ήταν επιφυλακτική ακόμα και απέναντι στον Μπαράκ Ομπάμα, δυσπιστώντας απέναντι στη ρητορική του δεινότητα. Οι ομιλίες της, έγραψε ένας βιογράφος, ήταν «επιθετικά βαρετές» και η ιδιωτική της ζωή φυλασσόταν με ατσάλινη πειθαρχία, σχεδόν αδιανόητη αυτή την εποχή. Η ίδια και ο δεύτερος σύζυγός της, ο Γιόαχιμ Σάουερ, 75 ετών, καθηγητής Κβαντικής Χημείας, δεν μετακόμισαν ποτέ στην επίσημη κατοικία του καγκελαρίου στο Βερολίνο. Γνωρίστηκαν όταν εκείνη ήταν 30 ετών και ήδη διαζευγμένη από τον πρώτο της σύζυγο, τον Ούλριχ Μέρκελ, υπότροφο του Τμήματος Φυσικής, τον οποίο παντρεύτηκε όταν ήταν 23 ετών. Ο πρώτος γάμος του Σάουερ, από τον οποίο απέκτησε δύο γιους, είχε επίσης σχεδόν τελειώσει. Αφού έζησαν μαζί για πολλά χρόνια, το 1998 παντρεύτηκαν σε μια ιδιωτική τελετή, χωρίς καλεσμένους.
Μια βιογραφία αναφέρει ότι η Μέρκελ είπε το 1990: «Η απόκτηση ενός παιδιού θα απαιτούσε από εμένα να εγκαταλείψω την πολιτική» και ποτέ δεν το έκανε. Οταν τη ρώτησα για την επιλογή αυτή, το μόνο που είπε ήταν: «Απλά δεν συνέβη και είμαι εντάξει με αυτό. Δεν έχω κανένα πρόβλημα». Το πρώτο ζευγάρι της Γερμανίας συνεχίζει μέχρι σήμερα να ζει στο ταπεινό διαμέρισμά του στο Ανατολικό Βερολίνο, με ελεγχόμενο ενοίκιο. Οταν η Μέρκελ ήταν καγκελάριος, δραπέτευαν, όπως και τώρα, τα Σαββατοκύριακα σε ένα απλό, μικρό εξοχικό σπίτι στα περίχωρα του Ούκερμαρκ, που κάποτε περιγράφηκε από έναν φίλο ως «ημιτελές» και χτισμένο πριν πέσει το Τείχος, «όταν έπρεπε να ψάξεις για κάθε κομμάτι ξύλο στην Ανατολή».
Στη Μέρκελ άρεσε να κάνει μόνη της τα ψώνια της και ακόμα και η χαρακτηριστική της εμφάνιση, παντελόνι και σακάκι, προέκυψε τυχαία, όταν, στις αρχές της πολιτικής της καριέρας, έσπασε το πόδι της και δεν μπορούσε να κυκλοφορεί με πατερίτσες και φόρεμα. Οποιος ελπίζει να μάθει τα πάντα για την ιδιωτική της ζωή από τα απομνημονεύματά της θα απογοητευτεί. Για τον πρώτο της σύζυγο το μόνο που γράφει είναι ότι ένα πρωί, τρία χρόνια μετά τον γάμο τους, εκείνη έφυγε από το διαμέρισμά τους με «μια βαλίτσα στο χέρι» και τον επόμενο χρόνο χώρισαν. Ο δεύτερος σύζυγός της είναι εξίσου έντονα κλειστός με εκείνη, με τον γερμανικό Τύπο να αναφέρεται σε αυτόν ως «το φάντασμα της όπερας», όχι μόνο λόγω της αγάπης του για την όπερα, αλλά και για την απέχθειά του για τη δημοσιότητα. Να σημειωθεί ότι δεν παραβρέθηκε καν στην ορκωμοσία της Μέρκελ ως καγκελαρίου το 2005.
Χωρίς μέσα κοινωνικής δικτύωσης
Η Αγκελα Μέρκελ δεν έχει λογαριασμούς στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στην πραγματικότητα, ούτε μία φορά στο βιβλίο της δεν εμφανίζονται οι λέξεις «μέσα κοινωνικής δικτύωσης». Οταν ρώτησα αν η παρουσία του Ελον Μασκ είναι θετική για το Διαδίκτυο, έδωσε την άποψη της Ε.Ε.: «Είναι πολύ σημαντικό το κράτος και η πολιτική να διατηρήσουν την κυριαρχία και την εξουσία πάνω στις επιλογές επικοινωνίας», αλλά πρόσθεσε προβληματισμένη: «Πρέπει να μάθουμε πολλά γι’ αυτό. Οι τεχνολογικές εξελίξεις είναι τόσο γρήγορες». Συναντηθήκαμε δύο ημέρες μετά τις εκλογές για πρόεδρο στις ΗΠΑ. Κανείς δεν θα εκπλαγεί όταν διαβάσει στο βιβλίο της ότι «εύχομαι ολόψυχα η Κάμαλα Χάρις να νικήσει τον αντίπαλό της», αλλά εξακολουθεί να προκαλεί έκπληξη η ειλικρινής προτίμησή της για το αποτέλεσμα μιας ξένης εκλογικής αναμέτρησης, έστω και γραμμένη πριν από την ψηφοφορία. «Αυτή είναι η ελευθερία που έχω τώρα», επισημαίνει με ένα στεγνό χαμόγελο, «αλλά το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν ξεκάθαρο. Και αυτό είναι η δημοκρατία».Περιορίζει τις σκέψεις της για την πρώτη θητεία του Τραμπ σε μόνο λίγες σελίδες του βιβλίου της, όπου αποκαλύπτει ότι μάλωσε τον εαυτό της επειδή τον παρότρυνε να της δώσει το χέρι για τις κάμερες όταν συναντήθηκαν το 2017, συνειδητοποιώντας εκ των υστέρων ότι η αγένειά του ήταν εσκεμμένη. «Ηθελε να δημιουργήσει τροφή για συζήτηση μέσω της συμπεριφοράς του», γράφει, ενώ εκείνη συμπεριφερόταν «σαν να συζητούσα με κάποιον εντελώς φυσιολογικό». Και κατέληξε για την επίσκεψή της στην Ουάσινγκτον: «Δεν θα μπορούσε να υπάρξει συνεργατικό έργο για έναν διασυνδεδεμένο κόσμο με τον Τραμπ». Ποια είναι η συμβουλή της προς τους παγκόσμιους ηγέτες που θα πρέπει τώρα να συνεργαστούν ξανά μαζί του; Εκείνη διστάζει να απαντήσει. «Ναι, λοιπόν, νομίζω ότι οι συμβουλές από πρώην πολιτικούς που βρίσκονται πλέον στο περιθώριο είναι πάντα λίγο δύσκολες. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι, βάσει της δικής μου εμπειρίας, το καλύτερο είναι να είσαι ειλικρινής και με συνέπεια λόγου προς πάσα κατεύθυνση. Και επίσης είναι σημαντικό να ακούς τα επιχειρήματά του (σ.σ.: του Τραμπ)». Συμφώνησε μαζί του σε ένα θέμα. «Υπήρχε ένα σημείο που πρέπει να αποδεχθώ: είπε ότι οι αμυντικές μας δαπάνες δεν ήταν αρκετές». Η ίδια η Μέρκελ είχε ταχθεί υπέρ αυτού, αλλά δεν κατάφερε να πείσει τους εταίρους του συνασπισμού.
Και συμπλήρωσε: «Αλλά, κατά τα άλλα, να παραμείνουν σταθεροί στις απόψεις τους. Δεν χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα φιλικοί, αλλά ούτε και ιδιαίτερα σκληροί. Απλά να είστε ειλικρινείς. Πρέπει να εκμεταλλευτείτε την κατάσταση με τον καλύτερο τρόπο. Και κυρίως, μη φοβάστε. Μη φοβάστε». Οι Ουκρανοί έχουν βάσιμους λόγους να φοβούνται, υποθέτω. Δεν ήμουν σίγουρη από το βιβλίο της ότι η Μέρκελ συμπαθούσε ιδιαίτερα τον πρόεδρό τους, τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, αλλά φάνηκε αμήχανη όταν τη ρώτησα. «Αυτή είναι μια ερώτηση που θα κάνατε σε προσωπικούς φίλους. Τον σέβομαι. Σέβομαι πραγματικά αυτό που έκανε και πέτυχε μετά την επίθεση του Πούτιν στην Ουκρανία, διότι τις πρώτες ώρες μετά την επίθεση πολλοί άνθρωποι θα είχαν φύγει και θα είχαν αφήσει τη χώρα στην τύχη της και αυτός δεν το έκανε αυτό. Νομίζω ότι αυτό ήταν το πιο σημαντικό βήμα που έδωσε στην Ουκρανία την ελπίδα και τη δυνατότητα να βγει από αυτόν τον πόλεμο, αυτόν τον τρομερό πόλεμο, ως ανεξάρτητη χώρα». Υπάρχει ακόμη αυτή η δυνατότητα; «Αυτός είναι ο στόχος μας και από αυτή την άποψη υποστηρίζω εκείνο που κάνουν η σημερινή γερμανική κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Ενωση. Αλλά», πρόσθεσε με νόημα, «πιστεύω ότι κάποια στιγμή εκείνοι που έχουν την ευθύνη σήμερα θα πρέπει να καθορίσουν αυτήν τη στιγμή και θα χρειαστούν συζητήσεις. Δεν θα υπάρξει λύση που θα είναι μόνο στρατιωτική». Η πίστη της Μέρκελ -και η εμπειρογνωμοσύνη της- στην πολιτική συζήτηση είναι απεριόριστη. Την πρώτη εβδομάδα της θητείας της ως καγκελαρίου αστειεύτηκε με τον βοηθό της ότι ήταν καλό που κανείς δεν της είχε πει για τον αριθμό των συνεδριάσεων στις οποίες θα έπρεπε να συμμετάσχει, καθώς ήταν «γελοίος» (ο αριθμός), αλλά η μαεστρία της στην οικοδόμηση συναίνεσης έγινε θρυλική. Είναι υπερήφανη για την επιτυχία της Ε.Ε. στη διαπραγμάτευση της διευθέτησης για το Brexit. «Λέμε στον κόσμο πώς να λύνει τις οιεσδήποτε συγκρούσεις ειρηνικά και μετά κάποιος θέλει να φύγει από την Ε.Ε. και έχουμε συγκρούσεις. Δεν θα μας πιστέψουν πια, αν δεν καταφέρουμε ούτε αυτά τα πράγματα μεταξύ φίλων». Στο γραφείο της καγκελαρίας της βρισκόταν ένας κύβος από πλεξιγκλάς, στον οποίο ήταν χαραγμένη η φράση: «Υπάρχει δύναμη στην ηρεμία» (απόσπασμα από το βιβλίο: «Η Αγκελα Μέρκελ για την ταπείνωση του Brexit και τη συνάντηση με τη βασίλισσα»).
Ο Τράμπ, η ματανάστευση και η ακροδεξιά
Ωστόσο, μόλις μία ημέρα πριν από τη συνάντησή μας, η κυβέρνηση συνασπισμού της Γερμανίας, υπό τον διάδοχό της, Σολτς, του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, κατέρρευσε, βυθίζοντας τη χώρα σε έναν μακρύ χειμώνα αβεβαιότητας. Με τον πόλεμο να μαίνεται τώρα στη Μέση Ανατολή και την Ουκρανία και με τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο, φοβάται ότι έχουν δίκιο όσοι λένε ότι βρισκόμαστε σε προπολεμική εποχή; «Ελπίζω όχι». Για τη Μέρκελ, η αρχή του τέλους ήρθε τον Αύγουστο του 2015, με τη συριακή προσφυγική κρίση. «Υπήρχε ένα “πριν” και ένα “μετά”», λέει. Προς μεγάλη έκπληξη του κόσμου, η καγκελάριος εγκατέλειψε τη συνήθεια μιας ολόκληρης ζωής να ερευνά την κοινή γνώμη και να συμβουλεύεται τους συμμάχους της για να επιτευχθεί συναίνεση πριν ανακοινώσει μια πολιτική και άνοιξε τα σύνορα της Γερμανίας σε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από τη Μέση Ανατολή. Οι υποστηρικτές της σε όλο τον κόσμο χάρηκαν, χιλιάδες Γερμανοί υποδέχθηκαν τους πρόσφυγες στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και το περιοδικό «Time» την ανακήρυξε πρόσωπο της χρονιάς. Αλλοι, όμως, έμειναν εμβρόντητοι και ο δημόσιος ενθουσιασμός γρήγορα εξασθένησε.«Το να επιτρέψεις την είσοδο σε ένα εκατομμύριο ξένους είναι σαν να θέτεις σε κίνδυνο τον γερμανικό πολιτισμό», φέρεται να προειδοποίησε τη Μέρκελ ο Χένρι Κίσινγκερ. «Δεν είχα άλλη επιλογή», απάντησε. Δεν μετάνιωσε ποτέ για την απόφασή της. Μέρος του κινήτρου της για τη συγγραφή των απομνημονευμάτων της ήταν να εξηγήσει τους λόγους που την οδήγησαν στην απόφαση αυτή και ουσιαστικά ήταν πολύ απλοί: «Αισθάνθηκα ότι οι αξίες μας τέθηκαν σε δοκιμασία». Αυτό που την εξόργισε περισσότερο ήταν ο υπαινιγμός των Γερμανών επικριτών της ότι μόνο κάποιος που μεγάλωσε στη ΛΔΓ θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια απόφαση - κάποιος, όπως γράφει, «που δεν καταλαβαίνει τις αξίες μας». Ο υπαινιγμός ότι -κατά κάποιον τρόπο- δεν ήταν Γερμανίδα ήταν προσβλητικός, αλλά το ότι μπορεί να ένιωθε συμπάθεια για όλους εκείνους που θέλουν να ξεφύγουν από ένα τυραννικό καθεστώς και να ζήσουν ελεύθερα είχε βάση. Η απόφαση αυτή σηματοδότησε το σημείο καμπής στη δημοτικότητά της στους ψηφοφόρους της.
Η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ένα ακροδεξιό κόμμα, που ιδρύθηκε το 2013, άδραξε την ευκαιρία και έκτοτε υποδαυλίζει τη λαϊκιστική οργή και ανεβαίνει αμείλικτα στις δημοσκοπήσεις. Ηταν η αναζωπύρωση της Ακροδεξιάς ένα τίμημα που άξιζε να πληρώσει για την ανθρωπιστική της παρόρμηση; Η μεταναστευτική της πολιτική, επισημαίνει με σαφήνεια, δεν ήταν ο μόνος λόγος. «Δεν μπορείτε να ακολουθήσετε την ατζέντα εκείνων που είναι κατά της δημοκρατίας», συνεχίζει. «Πρέπει να ακολουθήσεις τον δικό σου δρόμο και ελπίζω φυσικά ότι το AfD θα αποδυναμωθεί και πάλι. Αλλά να προδώσω τις δικές μου αξίες μόνο και μόνο για τον φόβο της ανόδου του AfD; Νομίζω ότι αυτό δεν θα ήταν σωστό». Η Μέρκελ παραδέχεται με ευκολία την αποτυχία των προσπαθειών της για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, οι οποίες χρονολογούνται από το 1995, όταν, ως υπουργός Περιβάλλοντος της Γερμανίας, φιλοξένησε την πρώτη Διάσκεψη των Μερών (COP 1) στο Βερολίνο. «Είμαστε, εμείς οι άνθρωποι, πραγματικά πρόθυμοι και ικανοί», γράφει, «να λαμβάνουμε αναγκαίες, έγκαιρες αποφάσεις για την επιβίωσή μας; Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία απόδειξη γι’ αυτό». Ωστόσο, η ίδια παραμένει πιστή στην προσέγγισή της, γι’ αυτό και τη ρώτησα αν έχει πληγωθεί από την κριτική για το έργο που άφησε πίσω της. «Οχι. Νομίζω ότι αυτό είναι θεμιτό σε μια πλουραλιστική κοινωνία. Ζούμε σε πολύ περίπλοκους και δύσκολους καιρούς, οπότε είναι προφανές ότι ο κόσμος αναρωτιέται πόσο φταίει η κ. Μέρκελ. Είμαστε μια ελεύθερη χώρα. Μπορώ να ζήσω με αυτή τη διαφορετικότητα». Δεδομένης της σθεναρής υπεράσπισης του έργου της στο βιβλίο, δεν είμαι πεπεισμένη ότι αισθάνεται τόσο χαλαρή όσο θέλει να φαίνεται. Τι κριτικές αναμένει για το βιβλίο; «Δεν περιμένω τίποτα. Το έγραψα στο μέτρο των δυνατοτήτων και της πίστης μου και θα ήμουν ευτυχής αν ο κόσμος θα ήθελε να το διαβάσει. Τα υπόλοιπα είναι, απλά, ελευθερία του λόγου».
Δεν έχω την εντύπωση ότι θα απολαύσει την επιστροφή της στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, ό,τι κι αν λένε. Διατηρεί προσωπική επαφή με τον Μπαράκ Ομπάμα και τον Εμανουέλ Μακρόν και μιλάει τηλεφωνικά μερικές φορές με τον ΖανΚλοντ Γιούνκερ, τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά έχει αποσυρθεί εντελώς από τη δημόσια ζωή και δεν σχολιάζει την κατάρρευση της γερμανικής κυβέρνησης. Πολλοί από τους φίλους της ασχολούνται με τις τέχνες, ενώ το θέατρο, η όπερα, η λογοτεχνία και η κλασική μουσική απορροφούν πλέον τον χρόνο της: «Φυσικά, όταν παρακολουθώ σήμερα ορισμένες εξελίξεις σκέφτομαι: “Τι θα έκανα εγώ σε αυτή την περίπτωση;”. Αλλά τώρα είμαι ανακουφισμένη που δεν είμαι πλέον στην εξουσία και επίσης που δεν έχω πια αυτή την ευθύνη, οπότε μπορώ απλώς να απολαύσω ένα Σάββατο χωρίς ανησυχίες. Και αν κάτι συμβεί, κάποιος άλλος είναι υπεύθυνος για να το λύσει. Αυτό είναι μεγάλη ανακούφιση. Είμαι πολύ τυχερή που είχα αυτή την ευθύνη − και τώρα είμαι επίσης ευτυχής που την άφησα πίσω μου».
Το μεγάλο μυστήριο με τη Μέρκελ είναι πώς κάποιος που προφανώς δεν ενθουσιάζεται τόσο πολύ από την προσωπική εξουσία κέρδισε και διατήρησε την εξουσία για 16 χρόνια. Ο μέντοράς της, καγκελάριος Κολ, ρωτήθηκε κάποτε τι της δίνει κίνητρο και απάντησε: «Εξουσία. Εξουσία. Εξουσία». Ωστόσο, γράφει, την ημέρα που έγινε καγκελάριος αισθάνθηκε «ευτυχισμένη και περήφανη» - και αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει άλλη λέξη για τον θρίαμβό της. Κανείς, πιστεύω, δεν θα διοικούσε μια εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, αν δεν τον ενθουσίαζε το ίδιο το άθλημα. «Νομίζω ότι πρέπει να μιλήσουμε για το σημαίνει εξουσία. Για μένα, η εξουσία είναι η δυνατότητα να επηρεάζω τα πράγματα, να δημιουργώ πράγματα, να μετατρέπω τις ιδέες μου σε νόμους, οπότε φυσικά και ήθελα αυτή τη δύναμη. Και δεν θα είχα παραμείνει στην πολιτική για 35 χρόνια αν ήμουν συνέχεια στην αντιπολίτευση. Στην αντιπολίτευση μπορείς επίσης να αναπτύξεις πολλές ιδέες, αλλά το πρόβλημα είναι πως πολλές από αυτές θα καταλήξουν στον κάδο των αχρήστων και εγώ ήθελα πραγματικά να επηρεάσω τα δρώμενα. Είχα, λοιπόν, κάποια φιλοδοξία για εξουσία». Καθώς την αποχαιρετούσαμε, της είπα πόσοι άνθρωποι μου ζήτησαν να την παρακαλέσω να επιστρέψει στην πολιτική ζωή. Χωρίς να φαίνεται δυσαρεστημένη, είπε: «Οχι».
* Το βιβλίο «Ελευθερία: Απομνημονεύματα 1954-2021» της Αγκελα Μέρκελ κυκλοφόρησε ήδη.
«The Sunday Times Magazine» / News Licensing