avatar

Μαγκαζίνο
Γιώργος Πιέρρος

Διχασμός στην Ευρώπη για τα στρατεύματα στην Ουκρανία

Η Γερμανία ο παράγοντας που λείπει από την εξίσωση

Τα έθνη αναγκάστηκαν να επιλέξουν μεταξύ Κιέβου και αυτοάμυνας στην ευρωπαϊκή "μίνι σύνοδο κορυφής" στο Παρίσι

ursula-makron-times

Καθώς ο Ντόναλντ Τουσκ, ο Πολωνός πρωθυπουργός, ετοιμαζόταν να πετάξει στο Παρίσι για μια τυπική «μίνι σύνοδο κορυφής» ή μια έκτακτη σύσκεψη για τη μοίρα της Ευρώπης, ανέφερε το σύνθημα του Γκντανσκ, της γενέτειράς του στην ακτή της Βαλτικής: «Δίχως φόβο ούτε βιασύνη».

Είναι μια χρήσιμη αρχή που πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη όταν αναλύουμε το χάος των δηλώσεων και των ενημερώσεων που προέρχονται από τη συνάντηση των Ευρωπαίων ηγετών τη Δευτέρα.

Εκ πρώτης όψεως, το πιο επείγον καθήκον τους είναι να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο των ΗΠΑ, το οποίο ρωτά κάθε πρωτεύουσα ποιες εγγυήσεις ασφάλειας μπορεί να προσφέρει στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένων στρατευμάτων ξηράς για μια υποτιθέμενη ευρωπαϊκή ειρηνευτική δύναμη.

Σε αυτό το στάδιο είναι σχεδόν αδύνατο να παρέχουν μια σοβαρή απάντηση. Δεν γνωρίζουν πού θα τοποθετηθούν οι στρατιώτες τους, τι θα τους ζητηθεί να κάνουν, ποιοι άλλοι μπορεί να βρίσκονται εκεί, πόσο μεγάλη θα είναι η συνολική δύναμη, πού και πόσο αποστρατιωτικοποιημένη θα είναι η οριοθετική γραμμή, τι υποστήριξη θα μπορούσαν να τους παρέχουν οι ΗΠΑ ή, το σημαντικότερο, τι θα συνέβαινε αν δέχονταν επίθεση από τη Ρωσία.

Με τόσους αβέβαιους παράγοντες, είναι σίγουρα δελεαστικό να προσπαθήσει κανείς να επιβάλλει ένα είδος σαφήνειας σχετικά με την κατάσταση, διαχωρίζοντας τους Ευρωπαίους σε στρατόπεδα «ναι», «όχι» και «ίσως» ως προς το ερώτημα των στρατευμάτων.

Ωστόσο, είναι όλα τόσα υποθετικά σε αυτό το σημείο, ώστε αυτές οι διατυπώσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με μεγάλη επιφύλαξη. Όπως έχει συμβεί πολλές φορές μετά την ολοκληρωτική ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ένα αποφασιστικό «όχι» μπορεί να μετατραπεί σε «ναι» μέσα σε λίγες εβδομάδες, και το αντίστροφο.

Θα ήταν πιο ακριβές να πούμε ότι οι Ευρωπαίοι αρχίζουν να διατάσσονται σε ένα φάσμα, όπου η ετοιμότητα αποστολής μονάδων στην Ουκρανία συνδέεται άρρηκτα με τις εθνικές αμυντικές δαπάνες και το όραμα κάθε χώρας για το πώς μπορεί να χειριστεί την κυβέρνηση Τραμπ και να επηρεάσει τις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις.

Τουλάχιστον προς το παρόν, ο Σερ Κιρ Στάρμερ έχει τοποθετήσει δημόσια τη Βρετανία μαζί με τη Γαλλία στο πιο τολμηρό άκρο αυτού του φάσματος, δηλώνοντας ότι θα ήταν έτοιμος να διαθέσει στρατιώτες για μια ειρηνευτική αποστολή και να επιδιώξει την αύξηση του στρατιωτικού προϋπολογισμού στο 2,65% του ΑΕΠ.

Λίγο πιο πίσω βρίσκονται ορισμένες ελαφρώς πιο επιφυλακτικές χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπως η Σουηδία, η οποία δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο αποστολής στρατευμάτων, η Ολλανδία, η οποία δήλωσε ότι «δεν είναι αρνητική» επί του θέματος, και η Δανία, η οποία ανέφερε ότι η συζήτηση είναι πρόωρη, αλλά φέρεται να ετοιμάζεται να αυξήσει τις στρατιωτικές δαπάνες της στο 3% του ΑΕΠ.

Η Πολωνία και οι χώρες της Βαλτικής, συνήθως οι πιο φιλοπόλεμες φωνές στην αίθουσα, βρίσκονται κάπου στη μέση όσον αφορά τις εγγυήσεις ασφάλειας για την Ουκρανία και την ευρύτερη ευρωπαϊκή απάντηση στις αναταραχές που έχουν ξεσπάσει από την Ουάσινγκτον την τελευταία εβδομάδα.

Λίγο πριν από τη σύνοδο κορυφής, ο Τουσκ δήλωσε ότι η Πολωνία δεν θα στείλει στρατιώτες στην Ουκρανία, συνάδοντας με το αξίωμά του «δίχως φόβο ούτε βιασύνη». «Θα ήταν πολύ άδικο για κάποιον να διατυπώσει ψευδείς, ανεκπλήρωτες εγγυήσεις στα χαρτιά», δήλωσε.

Έχει κι άλλους λόγους γι' αυτήν την άρνηση. Έχοντας εξαφανιστεί από τον χάρτη για το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 250 ετών μετά από διχοτόμηση ή εισβολή από τη Ρωσία και άλλες γειτονικές δυνάμεις, είναι κατανοητό ότι η Πολωνία επικεντρώνεται στην εθνική άμυνα και δεν είναι πρόθυμη να τη θέσει σε κίνδυνο δεσμεύοντας πόρους στην Ουκρανία.

Το κόμμα του Τουσκ έχει επίσης να δώσει μάχη για την ανάληψη της πολωνικής προεδρίας τον Μάιο και δεν επιθυμεί να εκνευρίσει τα πιο εθνικιστικά τμήματα του εκλογικού σώματος.

Αντ' αυτού, ο Τουσκ αναφέρει ότι η χώρα του έχει να διαδραματίσει έναν «ιδιαίτερο ρόλο» στην αποκατάσταση των ρωγμών στη διατλαντική σχέση. Κατά την άποψή του, οι Ευρωπαίοι αυταπατώνται αν πιστεύουν ότι μπορούν να ξεφύγουν από τις ΗΠΑ, οπότε θα ήταν καλύτερα να αγοράσουν περισσότερα τανκ, να περιμένουν να περάσει η τρέχουσα καταιγίδα και έπειτα να προσπαθήσουν να βρουν έναν τρόπο να ξανακερδίσουν την εύνοια της Ουάσιγκτον.

Ο Τουσκ δεν κάνει λάθος που βλέπει την Πολωνία ως δυνητικά αποφασιστικό παράγοντα: προβλέπεται να δαπανήσει το 4,7% του ΑΕΠ της για την άμυνα φέτος, με μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών να διατίθεται για ακριβό αμερικανικό εξοπλισμό. Ο Πιτ Χέγκσεθ, Υπουργός Άμυνας του Τραμπ, επισκέφθηκε τη Βαρσοβία την Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου κατά τη διάρκεια του πρώτου υπερατλαντικού ταξιδιού του και επαίνεσε τους οικοδεσπότες του ως «πρότυπο συμμάχου».

Στο άλλο άκρο του φάσματος βρίσκονται η Ισπανία, η οποία περιμένει να δει πώς θα εξελιχθούν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, και η πρωθυπουργός της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι, η οποία παραδοσιακά υποστήριζε την Ουκρανία, αλλά ιδεολογικά ευθυγραμμίζεται με στοιχεία της κυβέρνησης Τραμπ. Τέλος, υπάρχουν οι ξεκάθαρα φιλορωσικές κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας.

Μπορούμε να δούμε πώς θα μπορούσε να προκύψει ένας «συνασπισμός των προθύμων» από αυτήν τη σύγχυση. Η Βρετανία και η Γαλλία, οι δύο πυρηνικές δυνάμεις των ευρωπαϊκών χωρών-μελών του ΝΑΤΟ, θεωρούν ότι οι ίδιες αποτελούν το μηχανοστάσιο.

Τα υπόλοιπα έθνη της Κοινής Εκστρατευτικής Δύναμης υπό την ηγεσία της Βρετανίας, μιας ομάδας με επίκεντρο την ασφάλεια που περιλαμβάνει επίσης την Ολλανδία και τα οκτώ κράτη της Σκανδιναβίας και της Βαλτικής, θα ήταν φυσικοί σύμμαχοι, αν και, όπως και η Πολωνία, οι τρεις χώρες της Βαλτικής έχουν επιτακτικό καθήκον να δώσουν προτεραιότητα στη δική τους εδαφική άμυνα.

Ο παράγοντας που λείπει από την εξίσωση είναι η Γερμανία. Ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς δήλωσε ότι το Βερολίνο «δυστυχώς απέχει πολύ ακόμη» από το να εξετάσει το ενδεχόμενο συμμετοχής σε μια ειρηνευτική δύναμη. Ωστόσο, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι πρόκειται να χάσει το αξίωμά του στις εκλογές της Κυριακής, οπότε τα λεγόμενά του είναι άνευ σημασίας.

Η πραγματική ουσία του ζητήματος έγκειται στο τι θα κάνει ο Φρίντριχ Μερτς, ο πιθανός διάδοχός του. Ο Μερτς μίλησε για την αποκατάσταση του «ηγετικού ρόλου» της Γερμανίας στην καρδιά της ηπείρου και η ομάδα του έχει ήδη αρχίσει να προετοιμάζει το διπλωματικό έδαφος, με ιδιαίτερα ισχυρή στάση απέναντι στους Πολωνούς.

Αν ο Μερτς τηρήσει τις υποσχέσεις του, πράγμα που δεν αποτελεί δεδομένο, τότε το Βερολίνο θα μπορούσε να αποτελέσει τον πυρήνα μιας Ευρώπης ικανής να διεκδικήσει μια θέση στο παγκόσμιο τραπέζι.

ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing