Ένα φαινόμενο που συμβαίνει μια φορά σε κάθε γενιά, η ραγδαία αύξηση ύψους 340 δισεκατομμυρίων δολαρίων στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, που θα μπορούσε να ξεπεράσει το μέγεθος των οικονομιών της Ελλάδας και της Αιγύπτου, κινδυνεύει να συμπαρασύρει και την οικονομία των ΗΠΑ, αν σκάσει η επενδυτική «φούσκα», προειδοποιούν ερευνητές.

Μια σύγκριση με τους προηγούμενους μεγάλους γύρους επενδυτικών δαπανών που χρονολογούνται από το 1700 δείχνει ότι ο μετασχηματισμός της παγκόσμιας οικονομίας από την τεχνητή νοημοσύνη είναι απίθανο να συμβεί «χωρίς να υπάρξει κάποια στιγμή και μια κατάρρευση», ανέφεραν οι αναλυτές της Deutsche Bank σε έκθεση προς τους πελάτες τους.

Η έκθεση έρχεται την ώρα που η Meta, η οποία είναι ιδιοκτήτρια του Facebook, η Amazon, η Microsoft και η μητρική εταιρεία της Google, Alphabet, ανακοίνωσαν τις τελευταίες εβδομάδες ότι θα αυξήσουν τις επενδύσεις σε τεχνητή νοημοσύνη σε 340 δισεκατομμύρια δολάρια, αυξημένες κατά περισσότερο από το ένα τρίτο σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, υψηλότερες από το ετήσιο ΑΕΠ της Ελλάδας και παρόμοιες με το ΑΕΠ της Αιγύπτου.

«Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στη μέση μιας ραγδαίας αύξησης των κεφαλαιουχικών δαπανών του ιδιωτικού τομέα [capex] που συμβαίνει μία φορά σε κάθε γενιά, καθώς η μανία της τεχνητής νοημοσύνης σαρώνει τον κόσμο», δήλωσε η Deutsche Bank.

Συγκρίνοντας το γεγονός αυτό με άλλες ραγδαίες αυξήσεις επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της «φούσκας» των ακινήτων και του χρηματιστηρίου της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1980 και της μανίας των dotcom των δεκαετιών του 1990 και του 2000, η Deutsche Bank προειδοποίησε ότι η κατάρρευση συνήθως ακολουθεί τον ταχύ πληθωρισμό των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Οι κρίσεις ενισχύθηκαν όταν οι τράπεζες χρησιμοποίησαν τις αυξημένες τιμές των περιουσιακών στοιχείων για να προκαλέσουν μεγαλύτερο δανεισμό σε ολόκληρη την οικονομία.

Η κατάρρευση συνήθως προκαλείται από υπερβολικά αισιόδοξες υποθέσεις για τη μελλοντική κερδοφορία των τεχνολογιών ή των επενδύσεων και συχνά προέρχεται από τον ιδιωτικό τομέα, υποστηρίζει η έκθεση. Παρά αυτές τις βραχυπρόθεσμες αποτυχίες, πολλές ραγδαίες αυξήσεις επενδύσεων που κατέληξαν σε κατάρρευση αποδείχθηκαν τελικά μετασχηματιστικές για την παγκόσμια οικονομία, λόγω της μεγαλύτερης χρήσης πιο παραγωγικής τεχνολογίας.

«Το πιο καθησυχαστικό συμπέρασμα είναι ότι η σημερινή ραγδαία αύξηση των επενδύσεων πληρώνεται σε μεγάλο βαθμό από κέρδη και όχι από χρέη. Ως εκ τούτου, αν δούμε μια μεγάλη εκκαθάριση δεν είναι πιθανό να είναι τόσο συστημική», δήλωσε η Deutsche Bank.

Ωστόσο, οι ερευνητές δήλωσαν ότι, δεδομένης της υψηλής συγκέντρωσης του αμερικανικού χρηματιστηρίου στις λεγόμενες «Magnificent Seven» (μεγαλοπρεπείς επτά) εταιρείες τεχνολογίας, οι διορθώσεις των τιμών των μετοχών θα πλήξουν σκληρά τον πλούτο των νοικοκυριών και θα μπορούσαν να περιορίσουν την αμερικανική οικονομία.

«Δεδομένου ότι η τρέχουσα ραγδαία αύξηση των επενδύσεων για την τεχνητή νοημοσύνη οφείλεται στον ιδιωτικό τομέα, αυξάνεται η πιθανότητα να υπάρξει κάποια στιγμή μια κατάρρευση», ανέφεραν οι αναλυτές της Deutsche Bank.

Σύμφωνα με την Deutsche Bank, παραδείγματα ραγδαίας αύξησης επενδύσεων που δεν βίωσαν φάση κατάρρευσης περιλαμβάνουν το σημερινό κύμα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, το σχέδιο Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και το διαστημικό πρόγραμμα Απόλλων των δεκαετιών 1960 και 1970. Οι ερευνητές είπαν ότι ένα κοινό χαρακτηριστικό των ραγδαίων αυξήσεων που απέφυγαν τη φάση της κατάρρευσης ήταν ότι οι επενδύσεις προέρχονταν αρχικά από τον δημόσιο τομέα.

Οι ραγδαίες αυξήσεις που κατέληξαν σε αποτυχία περιλαμβάνουν τη φρενήρη οικοδόμηση καναλιών στην Αγγλία τον 18ο αιώνα και τις τεράστιες επενδύσεις σε ακίνητα της Κίνας κατά την τελευταία δεκαετία.

Ο ανταγωνισμός στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης έχει ενταθεί φέτος, με αφορμή την κυκλοφορία ενός «chatbot» (κειμενογεννήτρια) από μια κινεζική εταιρεία, το DeepSeek. Το μοντέλο συλλογισμού του, το R1, ολοκληρώνει εργασίες σε παρόμοιο επίπεδο απόδοσης με το ChatGPT από την OpenAI, το οποίο διαχειρίζεται ο Σαμ Άλτμαν, αλλά με ένα κλάσμα του κόστους. Η ενσωμάτωση του εργαλείου R1 του DeepSeek σάρωσε την κινεζική οικονομία από τον Ιανουάριο, οπότε και έγινε διαθέσιμη η τελευταία του έκδοση.

Η βελτιωμένη παραγωγικότητα του DeepSeek έχει προκαλέσει ανησυχίες σχετικά με την κλίμακα των αναγκαίων επενδύσεων σε τεχνητή νοημοσύνη, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη δύναμη της ζήτησης για τσιπ από την Nvidia. Στα αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν την Τετάρτη, η Nvidia ανέφερε ότι οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά 78% σε ετήσια βάση σε 39,3 δισεκατομμύρια δολάρια, ξεπερνώντας κατά 1 δισεκατομμύριο δολάρια τις προβλέψεις των αναλυτών της Wall Street. Οι μετοχές της έκλεισαν με άνοδο 3,7 τοις εκατό λόγω της είδησης.

Οι ειδικοί πιστεύουν ότι τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης έχουν τη δυνατότητα να μειώσουν τον χρόνο που δαπανάται για διορθωτικές εργασίες και να απελευθερώσουν τους εργαζόμενους ώστε να επικεντρωθούν στα πιο παραγωγικά στοιχεία της εργασίας τους. Η οικονομική ανάπτυξη στις πλούσιες χώρες έχει επιβραδυνθεί απότομα μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 λόγω της στασιμότητας στη βελτίωση της παραγωγικότητας.

Μια σύντομη ιστορία ραγδαίας αύξησης και κατάρρευσης

Στην εποχή τους, τα κανάλια βρίσκονταν στην αιχμή του τεχνολογικού μετώπου της Αγγλίας, όπως η μαζική ανάπτυξη των ευρυζωνικών δικτύων στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Μια φρενίτιδα κατέλαβε τους επενδυτές μετά την κατασκευή του καναλιού Μπριτζγουότερ, που σχεδιάστηκε για να μεταφέρει άνθρακα από τα ορυχεία του Γουόρσλεϊ στο Μάντσεστερ, το 1761. Μεταξύ 1790 και 1793, το συνολικό «εγκεκριμένο κεφάλαιο» των εταιρειών καναλιών αυξήθηκε από 90.000 λίρες σε 2,8 εκατομμύρια λίρες, σύμφωνα με την Deutsche Bank.

Οι επιζήμιες οικονομικές επιπτώσεις των πολέμων της Γαλλικής Επανάστασης οδήγησαν σε πολλές χρεοκοπίες τραπεζών. «Αυτό μείωσε την οικονομική εμπιστοσύνη, με την ευφορία να μετατρέπεται γρήγορα σε πανικό και να ενθαρρύνει την κατάρρευση των τιμών των μετοχών των καναλιών», σύμφωνα με την Deutsche. Τελικά, όμως, το μειωμένο κόστος μεταφοράς που προέκυψε με το νέο εκτεταμένο δίκτυο καναλιών της Αγγλίας βοήθησε στη διευκόλυνση της βιομηχανικής επανάστασης.

Στα μέσα του 1800, περισσότεροι από 300.000 χρυσοθήρες στις ΗΠΑ μετανάστευσαν στην Καλιφόρνια για να κάνουν την τύχη τους με χρυσό. Η έξαρση του χρυσού υπερδιέγειρε την τοπική οικονομία και οδήγησε στη δημιουργία του αμερικανικού τραπεζικού κολοσσού Wells Fargo, ο οποίος ιδρύθηκε το 1852 για τη χρηματοδότηση των ανθρακωρύχων. Οι χρυσοθήρες ξόδεψαν πάρα πολλά χρήματα για διεκδικήσεις και εξοπλισμό εξόρυξης και τιμωρήθηκαν οικονομικά όταν οι αποδόσεις χρυσού μειώθηκαν. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1850, ο εύκολα προσβάσιμος χρυσός είχε εξαφανιστεί και η ραγδαία αύξηση μετατράπηκε γρήγορα σε κατάρρευση.

Η ταχεία επέκταση των βιομηχανιών ακινήτων και υποδομών της Ιαπωνίας τη δεκαετία του 1980 θεωρείται συχνά ως η «μητέρα» όλων των επενδυτικών «φουσκών». Μέχρι το 1990 η αξία της αγοράς ακινήτων υπολογίστηκε ότι ήταν τέσσερις φορές υψηλότερη από εκείνη των ΗΠΑ. Το Τόκιο, από μόνο του, είχε την ίδια αξία με ολόκληρη την Αμερική.

Η οικονομία της Ιαπωνίας αναμφισβήτητα εξακολουθεί να υποφέρει από τις παράπλευρες απώλειες που προκάλεσε η «φούσκα» των ακινήτων που «έσκασε» το 1990-91. Μέσα σε δύο μόλις χρόνια, ο Nikkei, ο κορυφαίος χρηματιστηριακός δείκτης της Ιαπωνίας, έχασε πάνω από το 60% της αξίας του. Μόλις πρόσφατα ανέβηκε ξανά στα συναρπαστικά ύψη της δεκαετίας του 1980.

ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing