avatar

Στον αέρα
Νίκη Λυμπεράκη

H Γερμανία μπορεί να χρησιμοποιήσει την κατασκευαστική της δύναμη στην παραγωγή αμυντικού υλικού

"Όπλα ή βούτυρο"

Ο Φρίντριχ Μερτς, ο νέος καγκελάριος της χώρας, πρότεινε πρόσθετη αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 200 δισεκατομμύρια ευρώ, διπλασιάζοντας τα 90-100 δισεκατομμύρια ευρώ που δαπανήθηκαν το 2024

merts-germania

Η στήλη της περασμένης εβδομάδας εξέτασε το δίλημμα «όπλα ή βούτυρο» που αντιμετωπίζουν τα ευρωπαϊκά κράτη, τα οποία για περισσότερο από μισό αιώνα επέλεξαν το κράτος πρόνοιας έναντι του κράτους πολέμου. Έκτοτε, οι πρωτεύουσες της Ευρώπης άρχισαν να καθορίζουν τους στόχους τους για τις αμυντικές δαπάνες και, συνεπώς, τη θέση τους όσον αφορά την εξισορρόπηση μεταξύ «όπλων και βουτύρου».

Στη μετριοπαθή πλευρά βρίσκεται το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου ο σερ Κιρ Στάρμερ δήλωσε ότι οι αμυντικές δαπάνες θα αυξηθούν από περίπου 2,3% του ΑΕΠ σε 2,7%. Αυτό συνεπάγεται πρόσθετες ετήσιες δαπάνες, ύψους περίπου 6 δισεκατομμυρίων λιρών, ένα σχετικά ασήμαντο ποσό, που αποσκοπεί στο να αποτρέψει το Ηνωμένο Βασίλειο να επιλέξει μεταξύ «όπλων ή βουτύρου».

Στο φιλόδοξο άκρο βρίσκεται η Γερμανία, όπου ο Φρίντριχ Μερτς, ο νέος καγκελάριος της χώρας, πρότεινε πρόσθετη αύξηση των αμυντικών δαπανών κατά 200 δισεκατομμύρια ευρώ, διπλασιάζοντας τα 90-100 δισεκατομμύρια ευρώ που δαπανήθηκαν το 2024. Δημοσιεύματα αυτής της εβδομάδας υποδηλώνουν ότι ο Μερτς θα μπορούσε να πιέσει για έναν ακόμα πιο φιλόδοξο στόχο, δημιουργώντας δύο ειδικά ταμεία εκτός ισολογισμού, το ένα για την άμυνα, ύψους 400 δισ. ευρώ, και το άλλο για τις υποδομές, ύψους 500 δισ. ευρώ.

Ο Μερτς βρίσκεται σε συνομιλίες με τους Σοσιαλδημοκράτες της Γερμανίας για να κερδίσει έγκριση έκτακτης ανάγκης για τα μέσα χρηματοδότησης πριν σχηματιστεί το νέο Κοινοβούλιο της χώρας τον επόμενο μήνα.

Ανεξάρτητα από το αν ο Μερτς μπορεί να πετύχει έναν ελιγμό που έχει σχεδιαστεί για να παρακάμψει τη ρήξη με τα ακροδεξιά και αριστερά κόμματα, η αντίδρασή του ήταν η πιο αναπάντεχη και η πιο επιθετική από κάθε άλλη μεγάλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Είναι ακόμα πιο έντονη, δεδομένης της χρόνιας ανεπαρκούς επένδυσης στην άμυνα, τις υποδομές, τις μεταφορές και άλλα δημόσια αγαθά από τις γερμανικές κυβερνήσεις τις τελευταίες τρεις δεκαετίες.

Η Γερμανία, η οποία έχει κάνει αρετή τη δημοσιονομική της ακεραιότητα, θέλει τώρα να «σπάσει» την αντιπαράθεση «όπλα ή βούτυρο» μέσω μιας πολιτικής μεγάλων δαπανών. Η προσέγγιση αυτή μπορεί να περιγραφεί χονδρικά ως «στρατιωτικός κεϋνσιανισμός» - η ιδέα ότι οι κρατικές επενδύσεις στην άμυνα θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, ευημερία και οικονομική ανάπτυξη, που σημαίνει ότι δεν υπάρχει λόγος να επιλέξει κανείς μεταξύ «όπλων ή βουτύρου».

Η Γερμανία είναι απίθανος υποψήφιος να υιοθετήσει τον στρατιωτικό κεϋνσιανισμό, ακριβώς επειδή οι δημοσιονομικοί της περιορισμοί σημαίνουν ότι αντιστέκεται εδώ και καιρό στην τυπική παραλλαγή του κεϋνσιανισμού σε αυτόν τον αιώνα. Ο συντηρητικός κεϋνσιανισμός πρεσβεύει ότι ο τελικός μοχλός της ευημερίας μιας οικονομίας είναι το επίπεδο της συνολικής ζήτησης για πράγματα - αγαθά, υπηρεσίες και κεφάλαιο.

Ο Τζων Μέυναρντ Κέυνς υποστήριξε ότι ο ρόλος του κράτους σε περιόδους ύφεσης είναι να χρησιμοποιεί τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική για να ενισχύσει τη ζήτηση μέσω της μείωσης της ανεργίας. Στις πιο άξεστες στιγμές του, πρότεινε στις κυβερνήσεις να χτίσουν πυραμίδες ή να προσλάβουν άνεργους εργάτες για να γεμίσουν μπουκάλια με χαρτονομίσματα και να τα θάψουν σε ανθρακωρυχεία και να βάλουν άλλους να τα βρουν για να βγάλουν την οικονομία από μια κρίση όπως η Μεγάλη Ύφεση.

Ο στρατιωτικός κεϋνσιανισμός είναι εκείνος όπου οι δραστηριότητες του κράτους επικεντρώνονται σε επενδύσεις και θέσεις εργασίας στην άμυνα. Οι ΗΠΑ υπήρξαν υπόδειγμα αυτού του μοντέλου. Όπως και άλλα συμμαχικά έθνη, οι ΗΠΑ είχαν χαμηλή ανεργία και σχεδόν διπλασίασαν το ΑΕΠ τους κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Ωστόσο, ο σταθεροποιητικός ρόλος των στρατιωτικών δαπανών δεν μειώθηκε μετά το 1945, καθώς ο αμυντικός προϋπολογισμός της χώρας αυξήθηκε κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του '50 και του '60. Στη δεκαετία του '70, ο Ρίτσαρντ Νίξον «τόνωσε την οικονομία» μέσω των στρατιωτικών δαπανών, μια πρακτική που διατηρήθηκε και στη νεοφιλελεύθερη περίοδο ακμής του Ρόναλντ Ρίγκαν.

Οι Ευρωπαίοι, που βλέπουν την ασφάλεια, την ευημερία και τις δημοκρατίες τους να απειλούνται, αρχίζουν να υιοθετούν τον στρατιωτικό κεϋνσιανισμό στον 21ο αιώνα. Οι σχολιαστές προβάλλουν τις αμυντικές δαπάνες ως μοναδική ευκαιρία για την επίτευξη αύξησης της παραγωγικότητας, θέσεων εργασίας υψηλής ποιότητας και εκβιομηχάνισης. Για τους πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές, η αμυντική κινητοποίηση είναι επίσης μια οδός προς την ενεργειακή ανεξαρτησία και μια οικονομία χωρίς άνθρακα.

Η Γερμανία έχει το μοναδικό προνόμιο να χρησιμοποιήσει τις κατασκευαστικές της δυνάμεις για την παραγωγή αμυντικού εξοπλισμού. Έχει κολλήσει σε μια παγίδα χαμηλής ζήτησης, ενώ τα σαθρά εργοστάσια αυτοκινήτων και οι απολυμένοι εργαζόμενοι της VW μπορούν να κατευθυνθούν στον επανεξοπλισμό - τομείς που εξακολουθούν να προωθούν την αύξηση της παραγωγικότητας σε μια κατά τα άλλα στάσιμη οικονομία. Η ραγδαία αύξηση των αποτιμήσεων των μετοχών των αμυντικών εταιρειών, με επικεφαλής τη Rheinmetall, αντανακλά την επερχόμενη εποχή του στρατιωτικού κεϋνσιανισμού στη Γερμανία.

Λοιπόν, θα είναι αποτελεσματική μια τέτοια προσέγγιση; Υπάρχει ένα σημερινό παράδειγμα οικονομίας που λειτουργεί με στρατιωτικά κεϋνσιανά στεροειδή: η Ρωσία. Από την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία πριν από τρία χρόνια, η ρωσική οικονομία αναπτύχθηκε ταχύτερα από τις περισσότερες χώρες της G7. Ο πρόεδρος Πούτιν έδωσε μαζικά επιδόματα σε στρατιώτες με χαμηλό εισόδημα και δημιούργησε μια αύξηση στους πραγματικούς μισθούς για τους εργαζόμενους σε τομείς εν καιρώ πολέμου. Αυτό τροφοδότησε μια καταναλωτική «έκρηξη», ελλείψεις εργατικού δυναμικού, οδυνηρό πληθωρισμό και επιτόκια άνω του 20%.

Ωστόσο, τα κράτη-μέλη της ΕΕ εξαρτώνται από τις ΗΠΑ για τα δύο τρίτα των αμυντικών τους αγαθών και η αναπτυξιακή ώθηση από τη συνέχιση των εισαγωγών περιορίζεται σε περίπου 0,8% του ΑΕΠ για τα επόμενα τρία χρόνια, σύμφωνα με το Bloomberg Economics. Το ποσοστό αυτό αυξάνεται στο 1% του ΑΕΠ εάν οι Ευρωπαίοι στραφούν σε ένα μοντέλο «made in Europe».

Μια στρατιωτική κεϋνσιανή άνθηση θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Οι υποστηρικτές του επανεξοπλισμού λένε ότι υπάρχει ένας συμπτωματικός και ευτυχής «γάμος» μεταξύ της παραγωγής αμυντικού υλικού και των πράσινων τεχνολογιών, επειδή τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη, για παράδειγμα, απαιτούν μπαταρίες υψηλής ποιότητας. Ωστόσο, δεν υπάρχει πολιτική συναίνεση και για τα δύο. Μελέτες δείχνουν ότι οι δεξιές κυβερνήσεις του ΝΑΤΟ είναι εκείνες που ξοδεύουν περισσότερα για τον επανεξοπλισμό. Τα κόμματα αυτά, επίσης, δεν είναι υπέρμαχοι των κλιματικών στόχων.

Τέλος, η Γερμανία μπορεί να είναι η μόνη μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα που μπορεί πραγματικά να σκεφτεί μια κεϋνσιανή προσπάθεια επανεξοπλισμού. Μπορεί να δανείζεται με μακροπρόθεσμα επιτόκια κάτω του 3% και το χρέος της ανέρχεται στο 65% του ΑΕΠ. Όμως, για τις άλλες στρατιωτικές δυνάμεις της Ευρώπης -το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία και τη Γαλλία- τα δημοσιονομικά όρια και η εξισορρόπηση μεταξύ «όπλων και βουτύρου» εξακολουθούν να υφίστανται.

ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing