Έπειτα από χρόνια καθυστέρησης, ξεκίνησαν επιτέλους οι εργασίες για την τοποθέτηση του πιο ισχυρού πυραύλου του Ηνωμένου Βασιλείου στα πολεμικά αεροσκάφη του Βασιλικού Ναυτικού. Αν επιθυμείτε να παρακολουθήσετε τις δοκιμές, πρέπει να διασχίσετε τον Ατλαντικό και να βρείτε μια θέση στην αυλή του εστιατορίου «Pier», στο νησί Σόλομον του Μέριλαντ.

Το «Pier» είναι ένα εξαιρετικό σημείο θέασης για να παρακολουθήσετε τις κινήσεις στον αεροπορικό σταθμό Patuxent River, όπου το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ εκπαιδεύει πιλότους και δοκιμάζει όπλα. Επίσης, εκεί γίνονται οι εργασίες για τον Meteor, έναν ευρωπαϊκό πύραυλο αέρος-αέρος, που θα δείξει στα βρετανικά αεροσκάφη F-35 τι σημαίνει πραγματικές δυνατότητες.

Η Βρετανία δεν μπορεί να επιτελέσει μόνη της αυτό το ζωτικής σημασίας έργο. Τα νέα όπλα για τα αεροσκάφη, που κατασκευάζονται από την αμερικανική αμυντική εταιρεία Lockheed Martin, πρέπει να εγκατασταθούν στην Αμερική. Για να ρίξουν λίγο «αλάτι στις πληγές» του Ηνωμένου Βασιλείου, το αεροπλάνο που χρησιμοποιείται στις δοκιμές δεν ανήκει καν στο Βασιλικό Ναυτικό, αλλά στο Σώμα Πεζοναυτών των ΗΠΑ.

Το έργο του Meteor αποτελεί ένα παράδειγμα που δείχνει πόσο εξαρτημένες είναι οι βρετανικές και οι ευρωπαϊκές ένοπλες δυνάμεις από τις ΗΠΑ. «Εμείς και άλλες χώρες του ΝΑΤΟ είμαστε πλήρως συνδεδεμένοι με τις υπηρεσίες και τις ενέργειες των Αμερικανών», δήλωσε ο Εντ Αρνολντ, ανώτερος ερευνητής για την ευρωπαϊκή ασφάλεια στο Βασιλικό Ινστιτούτο Ηνωμένων Υπηρεσιών (RUSI), την αμυντική δεξαμενή σκέψης. «Δεν πρόκειται μόνο για τον εξοπλισμό, αλλά για τη διοίκηση και τον έλεγχο ενός πεδίου μάχης, την υλικοτεχνική υποδομή και τις πληροφορίες».

Η ψυχρή αντιμετώπιση του ΝΑΤΟ από τον πρόεδρο Τραμπ, η απόφασή του να εμποδίσει την ανταλλαγή πληροφοριών με την Ουκρανία και τα σχόλια που διέρρευσαν την περασμένη εβδομάδα από τον υπουργό Αμυνας των ΗΠΑ, Πιτ Χέγκσεθ, σχετικά με την «ελεύθερη επιβάρυνση» των Ευρωπαίων, έχουν επιφέρει μια ταχεία επανεκτίμηση αυτής της εξάρτησης.

Στρατιωτικοί σχεδιαστές από 31 χώρες συναντήθηκαν στην έδρα του υπουργείου Άμυνας στο Νόρθγουντ αυτόν τον μήνα, για να εξετάσουν πώς και αν θα μπορούσαν να αντικατασταθούν τα αμερικανικά συστήματα και η αμερικανική τεχνογνωσία. Πηγές της αμυντικής βιομηχανίας αναφέρουν ότι μια παρόμοια άσκηση βρίσκεται σε εξέλιξη για τις βρετανικές ένοπλες δυνάμεις.

Οι πολιτικοί υπόσχονται ότι θα διατεθούν χρήματα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θα χορηγήσει δάνεια ύψους 150 δισ. ευρώ σε ένα νέο αμυντικό ταμείο, ενώ την περασμένη εβδομάδα η Μπούντεσταγκ ψήφισε την τροποποίηση του Συντάγματος της Γερμανίας, ώστε να εξαιρεθούν οι στρατιωτικές δαπάνες από τον κανόνα «φρένο χρέους» της χώρας. Οι αμυντικές δαπάνες θα μπορούσαν να αυξηθούν στο 3% του ΑΕΠ ή σε περίπου 130 δισ. ευρώ ετησίως. Στην εαρινή της δήλωση η υπουργός Οικονομικών, Ρέιτσελ Ριβς, επιβεβαίωσε τα σχέδια αύξησης των δαπανών στο 2,5% του ΑΕΠ και στο 3% μακροπρόθεσμα.

Υπάρχει ένα πολύ μεγάλο κενό που πρέπει να καλυφθεί. Το Διεθνές Ινστιτούτο Ειρήνης της Στοκχόλμης, η κορυφαία ανεξάρτητη Αρχή για το εμπόριο όπλων, εκτιμά ότι μεταξύ 2019 και 2023 το 55% των αμυντικών εισαγωγών της Ευρώπης προήλθε από τις ΗΠΑ, από 35% την προηγούμενη πενταετία. Ωστόσο, πού εντοπίζονται τα μεγαλύτερα κενά και ποιες εταιρείες θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τις δαπάνες που απαιτούνται για την κάλυψή τους;

Εποπτεία

Μια από τις μεγαλύτερες ελλείψεις αφορά την εναέρια εποπτεία, ιδίως αυτή των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Τα μόνα μεγάλα αεροσκάφη που εκτελούν αυτόν τον ρόλο είναι τρία Boeing RC-135, που χρησιμοποιούνται από την 51η Μοίρα της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας. Τα αεροσκάφη δραστηριοποιούνται για το Ηνωμένο Βασίλειο και το ΝΑΤΟ ως μέρος του 17μελούς αμερικανικού στόλου Rivet Joint. «Η συμμετοχή στο Rivet Joint σημαίνει ότι μπορείς να λαμβάνεις πληροφορίες από ολόκληρο τον στόλο, κάτι που είναι εξαιρετικά πολύτιμο», λέει ο Ντάγκλας Μπάρι, ανώτερος συνεργάτης για τη στρατιωτική αεροδιαστημική στο Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Σπουδών. «Η παρακολούθηση της ευρύτερης κατάστασης όπως αυτή έχει περιοριστεί στην Ευρώπη, επειδή είναι ακριβή και οι Αμερικανοί έχουν παράσχει το μεγαλύτερο μέρος της», συμπληρώνει.

Οι ειδικοί αναφέρουν ότι η RAF θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα αεροσκάφη της ανεξάρτητα, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι, αν η Αμερική δεν συνεργαστεί, θα αποκλειστεί από τον ευρύτερο στόλο του Rivet Joint.

Αρκετοί Ευρωπαίοι εργολάβοι κατασκευάζουν ή εργάζονται σε παρόμοια, αλλά μικρότερα συστήματα εποπτείας. Η Hensoldt, μια τεχνολογική εταιρεία εισηγμένη στο γερμανικό χρηματιστήριο, έχει συνάψει σύμβαση για την προμήθεια ενός νέου συστήματος στη Γερμανία, το οποίο θα μεταφέρεται από τρία αεροσκάφη Bombardier. Οι μετοχές της Hensoldt έχουν σχεδόν διπλασιαστεί φέτος και έκλεισαν την περασμένη εβδομάδα στα 63,20 ευρώ. Η Thales, η γαλλική αμυντική εταιρεία, και η Saab της Σουηδίας έχουν ανταγωνιστικές προσφορές.

Ένας αντικαταστάτης του Rivet Joint θα χρειαζόταν χρόνια για να αναπτυχθεί. Η Airbus κατασκευάζει τα κατάλληλα αεροσκάφη και ευρωπαϊκές εταιρείες, όπως η ιταλική Leonardo, παράγουν τους απαραίτητους αισθητήρες. «Θα μπορούσε να γίνει, αλλά θα κόστιζε δισεκατομμύρια, πιθανότατα δεκάδες δισεκατομμύρια. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης, όχι τεχνικής ικανότητας», δήλωσε ένα στέλεχος του κλάδου.

Έναν συναφή τομέα αποτελούν ο ηλεκτρονικός πόλεμος - παρεμβολές στα εχθρικά ραντάρ και επικοινωνίες, καθώς και όπλα που επιτίθενται σε αυτά. Ενα πρόσφατο έγγραφο του RUSI κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δύο από τις πιο τρανταχτές και δυνητικά σοβαρές εξαρτήσεις από τις ΗΠΑ αφορούν τον ηλεκτρονικό πόλεμο». Το RUSI υποστηρίζει, ωστόσο, ότι η Ευρώπη διαθέτει την τεχνολογία για την κατασκευή αντικαταστατών. Η BAE Systems κατασκευάζει ήδη μια εξοπλισμένη για ηλεκτρονικό πόλεμο έκδοση του αεροσκάφους Typhoon, ενώ η γαλλική Dassault παράγει μια παρόμοια παραλλαγή του Rafale.

Η στρατηγική της RAF για τη δημιουργία αυτόνομων συνεργατικών πλατφορμών, σύμφωνα με την οποία προτείνεται ένας νέος στόλος μη επανδρωμένων αεροσκαφών πολλαπλών χρήσεων μέχρι το τέλος της δεκαετίας, θα μπορούσε να αποτελέσει την ιδανική οδό για την ταχεία αύξηση των δυνατοτήτων ηλεκτρονικού πολέμου.

Δορυφόροι

Η Ευρώπη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους δορυφόρους των ΗΠΑ. Το ΝΑΤΟ σταμάτησε να λειτουργεί τους δικούς του δορυφόρους τη δεκαετία του 1970 και αντ’ αυτού βασίζεται σε εικόνες που του παρέχουν οι ΗΠΑ και σε μια κοινή υπηρεσία, που ονομάζεται Aquila, η οποία συγκεντρώνει εικόνες από εμπορικά συστήματα και μεμονωμένα μέσα των μελών του. Τον περασμένο μήνα το Ηνωμένο Βασίλειο υπέγραψε σύμβαση με την Airbus για δύο νέους δορυφόρους επιτήρησης -το πρόγραμμα «Oberon»-, που θα λειτουργήσουν το 2027. Οι δορυφόροι αυτοί ωχριούν σε σύγκριση με τις δυνατότητες των ΗΠΑ - το Πεντάγωνο διαθέτει περίπου 250 δορυφόρους, με σχέδια για ταχεία επέκταση του αριθμού τους.

Οι δορυφορικές επικοινωνίες είναι δυνητικά λιγότερο προβληματικές. Τα ουκρανικά στρατεύματα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το Starlink, τη δορυφορική ευρυζωνική υπηρεσία που παρέχει η SpaceX του Elon Musk. Αν η τελευταία αποσυρθεί, υπάρχουν πιθανές αντικαταστάσεις, ιδίως η OneWeb, μια δορυφορική υπηρεσία, που η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου έσωσε από την κατάρρευση εξαγοράζοντάς την πριν από πέντε χρόνια. Η OneWeb ανήκει πλέον κατά πλειοψηφία στη γαλλική εταιρεία Eutelsat, οι μετοχές της οποίας πενταπλασιάστηκαν τον περασμένο μήνα -από 1,20 ευρώ σε 7,85 ευρώ- υπό την απειλή της απόσυρσης της Starlink. Εκτοτε έχουν υποχωρήσει στα 4,07 ευρώ.

Πυραυλική άμυνα

Η Ευρώπη στερείται εγχώριας άμυνας κατά των πυραυλικών επιθέσεων και έχει έλλειψη συστημάτων που να μπορούν να ανταγωνιστούν το Patriot της Raytheon. Ενας πραγματικός αντίπαλος του Patriot είναι το SAMP/T, ένα σύστημα που κατασκευάζεται από την MBDA, την εταιρεία κατασκευής πυραύλων που ανήκει στην BAE Systems και την Airbus, οι οποίες κατέχουν από 37,5%, ενώ το υπόλοιπο κατέχει η Leonardo. Ο Ερικ Μπεράντζερ, διευθύνων σύμβουλος της MBDA, δήλωσε στην παρουσίαση των πρόσφατων αποτελεσμάτων της εταιρείας ότι έχει παρατηρήσει μεγάλη αύξηση των ερευνών μετά την επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ Τραμπ και ΝΑΤΟ. «Μας συμβουλεύονται χώρες που ιστορικά στηρίζονταν πάντα μόνο στις αμερικανικές δυνατότητες», δήλωσε.

Χερσαίος πόλεμος

Η Ευρώπη αντιμετωπίζει μικρότερο πρόβλημα όσον αφορά τα όπλα που χρησιμοποιούνται στις παραδοσιακές μάχες εδάφους, με τανκς, πυροβόλα όπλα και στρατιώτες. Η γερμανική Rheinmetall, οι μετοχές της οποίας έχουν περίπου διπλασιαστεί φέτος, κατασκευάζει το άρμα μάχης Leopard, που πολλοί ευρωπαϊκοί στρατοί έχουν στείλει στην Ουκρανία. Η βρετανική BAE Systems, μια από τις μετοχές με τις καλύτερες επιδόσεις στον FTSE 100 τα τελευταία δύο χρόνια, κατασκευάζει το Challenger, το οποίο χρησιμοποιείται επίσης στην Ουκρανία. Και οι δύο εταιρείες παρουσίασαν τα σχέδια για τους διαδόχους, Panther και Challenger 3, αντίστοιχα.

Ωστόσο, ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέστησε σαφές ότι ο όγκος της παραγωγής που απαιτείται για τη διατήρηση μιας εκστρατείας είναι μεγάλος. Ο Τζον Χάουι, επικεφαλής εταιρικών υποθέσεων της βρετανικής αμυντικής εταιρείας Babcock International, δήλωσε πρόσφατα στην επιτροπή επιχειρήσεων: «Αλλαξαν οι αντιλήψεις των ανθρώπων σχετικά με την κλίμακα του πολέμου και τον τεράστιο όγκο του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται».

Mια στενωπός είναι η κατασκευή υλών υψηλής εκρηκτικότητας. Η Ευρώπη διαθέτει δύο μεγάλες εταιρείες παραγωγής εκρηκτικών υλών, τη Eurenco, που ανήκει στη γαλλική κυβέρνηση, και την Chemring Nobel, τμήμα του αμυντικού ομίλου Chemring του FTSE-250.

Μαχητικά αεροσκάφη

Η Ευρώπη διαθέτει μεγάλη εμπειρία στην κατασκευή πολεμικών αεροσκαφών. Το Typhoon αποτελεί ένα κοινό πρόγραμμα μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Ιταλίας, με κύριους αναδόχους την BAE Systems και την Airbus. Η γαλλική Dassault κατασκευάζει το Rafale, ενώ η σουηδική Saab έχει το Gripen. Ωστόσο, κανένα από αυτά δεν αποτελεί αεροσκάφος πέμπτης γενιάς, με χαμηλή, αόρατη σήμανση ραντάρ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο περισσότερες από δέκα ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, έχουν παραγγείλει το F-35.

«Θα καταλήξουμε, εντέλει, να δημιουργήσουμε έναν ευρωπαϊκό στόλο με περίπου 500 F-35, γεγονός που αποτελεί μια αρκετά ισχυρή δύναμη», δήλωσε ο Μπάρι. «Ο περιορισμός των πρόσθετων προμηθειών του F-35 θα σήμαινε πολύ λιγότερα αεροσκάφη χαμηλής παρατηρησιμότητας στις ευρωπαϊκές αεροπορικές δυνάμεις μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2040».

Τότε αναμένεται να τεθεί σε λειτουργία το GCAP, ένα κοινό πρόγραμμα μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας - και ενδεχομένως σύντομα της Σαουδικής Αραβίας. Οι ανάδοχοι είναι οι BAE Systems, Leonardo και Mitsubishi Heavy Industries.

Εξαγωγές

Εκτός από τις πρόσθετες παραγγελίες από την Ευρώπη, η αλλαγή στάσης της Αμερικής θα μπορούσε να επιφέρει αύξηση των εργασιών και σε άλλες χώρες. «Η πεποίθηση ήταν ότι, εφόσον αγοράζατε αμερικανικό εξοπλισμό, αποκτούσατε επίσης έναν έμμεσο βαθμό προστασίας από τις ΗΠΑ», δήλωσε ο Φράνσις Τούσα, συντάκτης του «Defence Analysis». «Αυτό δεν ισχύει πλέον, οπότε γιατί να αγοράζουμε αμερικανικά προϊόντα; Εάν αξιοποιηθεί η ευκαιρία, η πλήρης έλλειψη ελκυστικότητας του αμερικανικού αμυντικού εξοπλισμού θα οδηγήσει στην εκτίναξη της ελκυστικότητας των ευρωπαϊκών προσφορών στα ύψη».

ΠΗΓΗ: Times Media Ltd / News Licensing