Δερμιτζάκης (καθηγητής Γενετικής): Έρχονται στην Ελλάδα τα τεστ ανοσίας
Ο καθηγητής Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Μανώλης Δερμιτζάκης απαντά σε κρίσιμα ερωτήματα για τη διαγνωστική μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί στην Ελλάδα
Πόσα διαγνωστικά τεστ πρέπει να γίνουν στον πληθυσμό τώρα που ξεκινά η σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα; Πόση αξιοπιστία έχουν τα τεστ αυτά; Τι γίνεται με τα λεγόμενα «γρήγορα» τεστ; Για όλα αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα απευθυνθήκαμε σε έναν εγνωσμένου κύρους επιστήμονα, τον καθηγητή Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Γενεύης Μανώλη Δερμιτζάκη.
«Τα μαζικά τεστ είναι μια σχετική έννοια. Αυτό που σίγουρα χρειάζεται είναι περισσότερα τεστ από όσα γίνονταν πριν», εξηγεί στα «Π» ο γνωστός Eλληνας επιστήμονας. «Η λογική για το ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τόσo πολλά τεστ στην αρχή ήταν πως δεν ήταν προετοιμασμένη η ιατρική και η διαγνωστική κοινότητα για να μπορέσει να κάνει τα τεστ σε τέτοια κλίμακα που χρειαζόταν, ενώ η αξιοπιστία των τεστ ήταν ακόμη υπό αξιολόγηση, καθώς δεν ξέραμε πόσο καλά δουλεύουν». Οπως τονίζει ο κ. Δερμιτζάκης, «ουσιαστικά, τα μοριακά τεστ στηρίζονται στην κατανόηση του γονιδιώματος του ιού. Αυτό έγινε διαθέσιμο στα μέσα Ιανουαρίου. Αρα, στην αρχή είχαμε λίγα τεστ ούτως ή άλλως και λόγω κλίμακας και λόγω ποιότητας. Αυτό αλλάζει γιατί οι εταιρείες αρχίζουν να βγάζουν καινούργια, πιο γρήγορα τεστ, πιο αξιόπιστα, πιο μαζικά».
Ενα από τα βασικά ερωτήματα είναι, ωστόσο, αν τώρα πρέπει να γίνουν μαζικά τεστ στον ελληνικό πληθυσμό. «Μαζικά τεστ δεν μπορούμε να κάνουμε, με την έννοια να παίρνουμε όλο τον πληθυσμό, να σαρώνουμε και να λέμε ποιοι είναι αρνητικοί και ποιοι θετικοί. Είναι πρακτικά αδύνατο όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλες τις χώρες του κόσμου», τονίζει ο κ. Δερμιτζάκης, ο οποίος είναι επίσης πρόεδρος στο Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ).
«Στην αρχή», συνεχίζει, «είχαμε τα τεστ που ακολουθούσαν τα κρούσματα και έκαναν ιχνηλάτηση. Τώρα θα είναι πιο πολύπλοκο. Θα έχουμε τεστ που θα μετράνε δομές που υπάρχουν, είτε είναι υγειονομικές είτε δομές μεταναστών ή προσφύγων είτε οτιδήποτε άλλο. Θα μετράνε το ιικό φορτίο που έχουν οι δομές, ώστε να προλαμβά νουμε εξάρσεις που μπορεί να υπάρχουν, δειγματοληπτικά περισσότερο. Θα υπάρχουν τα τεστ ανοσίας, ώστε να εκτιμούμε τα επίπεδα ανοσίας που έχει ο πληθυσμός συνολικά ή μια συγκεκριμένη περιοχή τοπικά. Θα υπάρχουν τα τεστ, όπως είδαμε, για παράδειγμα, σε μικρά χωριά όπου είχαμε εξάρσεις και ξαφνικά γίνονταν τεστ σε εκατοντάδες ανθρώπους. Ο τρόπος με τον οποίο θα εφαρμόζονται θα είναι πιο πολύπλοκος και πολυπαραγοντικός, ακριβώς επειδή έχουμε πολλές παραμέτρους λόγω της χαλάρωσης των μέτρων. Ο αριθμός των τεστ έχει αυξηθεί σίγουρα, αλλά δεν μπορεί να γίνει τεράστιος».
ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Στην Αγγλία και σε άλλες χώρες είχε γίνει μεγάλη συζήτηση για τα λεγόμενα «rapid tests». «Αυτά», λέει ο κ. Δερμιτζάκης, «υποτίθεται ότι έδιναν απάντηση μέσα σε 1015 λεπτά, αλλά έχουν χαμηλή αξιοπιστία. Για παράδειγμα, από τους 100 στους οποίους κάνεις το τεστ μπορεί για λάθος λόγο να καλέσεις 5 που βγήκαν θετικοί. Αν είναι όμως κάποιος με γρίπη, τον βγάλω θετικό στο τεστ και τον βάλω σε θάλαμο με άλλον που είναι θετικός στον κοροναϊό, σημαίνει ότι αυτός που έχει γρίπη θα κολλήσει κοροναϊό και μπορεί να πεθάνει κιόλας. Αρα, η αξιοπιστία στο διαγνωστικό κομμάτι πρέπει να είναι πάρα πολύ μεγάλη, γιατί υπάρχουν αποφάσεις που λαμβάνονται και διαχείριση των ασθενών που στηρίζεται στο αν το τεστ που έκαναν είναι αρνητικό ή θετικό. Αρα, το γρήγορο δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το ακριβές», υπογραμμίζει ο καθηγητής Γενετικής.
Θα μπορούσαν, όμως, άραγε, να αξιοποιηθούν τα γρήγορα τεστ στους τουρίστες που ελπίζουμε να έρθουν μετά τα μέσα του καλοκαιριού στη χώρα μας; «Δεν είναι πρακτικό αυτό», απαντά ο κ. Δερμιτζάκης. «Τα rapid tests που υπάρχουν έχουν το εξής μειονέκτημα: Είναι γρήγορα ανά άτομο, δίνουν δηλαδή απάντηση μέσα σε 1015 λεπτά, αλλά δεν μπορείς να κάνεις 200 συγχρόνως. Το κάθε μηχάνημα κάνει ένα τεστ. Για να ελέγξεις μία πτήση μόνο, πρέπει να έχεις 150 μηχανήματα και να περιμένουν 15 λεπτά. Αυτό σε κατάσταση έστω και χαμηλής ροής τουριστών δεν μπορείς να το κάνεις. Το καλύτερο είναι να έρχεται κάποιος με τεστ από το εξωτερικό πριν μπει στο αεροπλάνο. Υπάρχει, βέβαια, μια πιθανότητα κάποιος να κάνει το τεστ την Παρασκευή, να βγει αρνητικό, να μολυνθεί το Σάββατο και την Κυριακή να ταξιδέψει για την Ελλάδα. Είναι, όμως, ένα υπολογισμένο ρίσκο». Η χώρα μας έχει μπει δυναμικά στην παρασκευή διαγνωστικών τεστ. «Δεν φτιάχνουμε καινούργια μεθοδολογία δική μας. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να πάρουμε πρωτόκολλα που χρησιμοποιούνται στο εξωτερικό, να επιβεβαιώσουμε ότι μπορούμε να τα δουλέψουμε στην Ελλάδα σωστά, ότι έχουμε αξιόπιστα αποτελέσματα από αυτά. Πρέπει, δε, να το κάνουμε με τρόπο ώστε τα αντιδραστήρια που θα χρειαστούμε να είναι όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητα από τη διεθνή αγορά», εξηγεί ο Μ. Δερμιτζάκης.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 02 Μαΐου
«Τα μαζικά τεστ είναι μια σχετική έννοια. Αυτό που σίγουρα χρειάζεται είναι περισσότερα τεστ από όσα γίνονταν πριν», εξηγεί στα «Π» ο γνωστός Eλληνας επιστήμονας. «Η λογική για το ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τόσo πολλά τεστ στην αρχή ήταν πως δεν ήταν προετοιμασμένη η ιατρική και η διαγνωστική κοινότητα για να μπορέσει να κάνει τα τεστ σε τέτοια κλίμακα που χρειαζόταν, ενώ η αξιοπιστία των τεστ ήταν ακόμη υπό αξιολόγηση, καθώς δεν ξέραμε πόσο καλά δουλεύουν». Οπως τονίζει ο κ. Δερμιτζάκης, «ουσιαστικά, τα μοριακά τεστ στηρίζονται στην κατανόηση του γονιδιώματος του ιού. Αυτό έγινε διαθέσιμο στα μέσα Ιανουαρίου. Αρα, στην αρχή είχαμε λίγα τεστ ούτως ή άλλως και λόγω κλίμακας και λόγω ποιότητας. Αυτό αλλάζει γιατί οι εταιρείες αρχίζουν να βγάζουν καινούργια, πιο γρήγορα τεστ, πιο αξιόπιστα, πιο μαζικά».
Τα αντιδραστήρια που θα χρειαστούμε θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητα από τη διεθνή αγορά, σύμφωνα με τη γνώμη των ειδικών
Ενα από τα βασικά ερωτήματα είναι, ωστόσο, αν τώρα πρέπει να γίνουν μαζικά τεστ στον ελληνικό πληθυσμό. «Μαζικά τεστ δεν μπορούμε να κάνουμε, με την έννοια να παίρνουμε όλο τον πληθυσμό, να σαρώνουμε και να λέμε ποιοι είναι αρνητικοί και ποιοι θετικοί. Είναι πρακτικά αδύνατο όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλες τις χώρες του κόσμου», τονίζει ο κ. Δερμιτζάκης, ο οποίος είναι επίσης πρόεδρος στο Εθνικό Συμβούλιο Ερευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας (ΕΣΕΤΕΚ).
«Στην αρχή», συνεχίζει, «είχαμε τα τεστ που ακολουθούσαν τα κρούσματα και έκαναν ιχνηλάτηση. Τώρα θα είναι πιο πολύπλοκο. Θα έχουμε τεστ που θα μετράνε δομές που υπάρχουν, είτε είναι υγειονομικές είτε δομές μεταναστών ή προσφύγων είτε οτιδήποτε άλλο. Θα μετράνε το ιικό φορτίο που έχουν οι δομές, ώστε να προλαμβά νουμε εξάρσεις που μπορεί να υπάρχουν, δειγματοληπτικά περισσότερο. Θα υπάρχουν τα τεστ ανοσίας, ώστε να εκτιμούμε τα επίπεδα ανοσίας που έχει ο πληθυσμός συνολικά ή μια συγκεκριμένη περιοχή τοπικά. Θα υπάρχουν τα τεστ, όπως είδαμε, για παράδειγμα, σε μικρά χωριά όπου είχαμε εξάρσεις και ξαφνικά γίνονταν τεστ σε εκατοντάδες ανθρώπους. Ο τρόπος με τον οποίο θα εφαρμόζονται θα είναι πιο πολύπλοκος και πολυπαραγοντικός, ακριβώς επειδή έχουμε πολλές παραμέτρους λόγω της χαλάρωσης των μέτρων. Ο αριθμός των τεστ έχει αυξηθεί σίγουρα, αλλά δεν μπορεί να γίνει τεράστιος».
ΜΕΓΑΛΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Στην Αγγλία και σε άλλες χώρες είχε γίνει μεγάλη συζήτηση για τα λεγόμενα «rapid tests». «Αυτά», λέει ο κ. Δερμιτζάκης, «υποτίθεται ότι έδιναν απάντηση μέσα σε 1015 λεπτά, αλλά έχουν χαμηλή αξιοπιστία. Για παράδειγμα, από τους 100 στους οποίους κάνεις το τεστ μπορεί για λάθος λόγο να καλέσεις 5 που βγήκαν θετικοί. Αν είναι όμως κάποιος με γρίπη, τον βγάλω θετικό στο τεστ και τον βάλω σε θάλαμο με άλλον που είναι θετικός στον κοροναϊό, σημαίνει ότι αυτός που έχει γρίπη θα κολλήσει κοροναϊό και μπορεί να πεθάνει κιόλας. Αρα, η αξιοπιστία στο διαγνωστικό κομμάτι πρέπει να είναι πάρα πολύ μεγάλη, γιατί υπάρχουν αποφάσεις που λαμβάνονται και διαχείριση των ασθενών που στηρίζεται στο αν το τεστ που έκαναν είναι αρνητικό ή θετικό. Αρα, το γρήγορο δεν είναι τόσο σημαντικό όσο το ακριβές», υπογραμμίζει ο καθηγητής Γενετικής.
«Ο τρόπος με τον οποίο θα εφαρμόζονται θα είναι πιο πολύπλοκος και πολυπαραγοντικός. Ο αριθμός των τεστ έχει αυξηθεί σίγουρα, αλλά δεν μπορεί να γίνει τεράστιος»
Θα μπορούσαν, όμως, άραγε, να αξιοποιηθούν τα γρήγορα τεστ στους τουρίστες που ελπίζουμε να έρθουν μετά τα μέσα του καλοκαιριού στη χώρα μας; «Δεν είναι πρακτικό αυτό», απαντά ο κ. Δερμιτζάκης. «Τα rapid tests που υπάρχουν έχουν το εξής μειονέκτημα: Είναι γρήγορα ανά άτομο, δίνουν δηλαδή απάντηση μέσα σε 1015 λεπτά, αλλά δεν μπορείς να κάνεις 200 συγχρόνως. Το κάθε μηχάνημα κάνει ένα τεστ. Για να ελέγξεις μία πτήση μόνο, πρέπει να έχεις 150 μηχανήματα και να περιμένουν 15 λεπτά. Αυτό σε κατάσταση έστω και χαμηλής ροής τουριστών δεν μπορείς να το κάνεις. Το καλύτερο είναι να έρχεται κάποιος με τεστ από το εξωτερικό πριν μπει στο αεροπλάνο. Υπάρχει, βέβαια, μια πιθανότητα κάποιος να κάνει το τεστ την Παρασκευή, να βγει αρνητικό, να μολυνθεί το Σάββατο και την Κυριακή να ταξιδέψει για την Ελλάδα. Είναι, όμως, ένα υπολογισμένο ρίσκο». Η χώρα μας έχει μπει δυναμικά στην παρασκευή διαγνωστικών τεστ. «Δεν φτιάχνουμε καινούργια μεθοδολογία δική μας. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε είναι να πάρουμε πρωτόκολλα που χρησιμοποιούνται στο εξωτερικό, να επιβεβαιώσουμε ότι μπορούμε να τα δουλέψουμε στην Ελλάδα σωστά, ότι έχουμε αξιόπιστα αποτελέσματα από αυτά. Πρέπει, δε, να το κάνουμε με τρόπο ώστε τα αντιδραστήρια που θα χρειαστούμε να είναι όσο το δυνατόν πιο ανεξάρτητα από τη διεθνή αγορά», εξηγεί ο Μ. Δερμιτζάκης.
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά το Σάββατο 02 Μαΐου