Κοροναϊός: Αναγκαίοι οι επανέλεγχοι μετά από 30 ημέρες
Ο κορoναϊός SARS-CoV-2 που προκαλεί την Covid-19, χρειάζεται κατά μέσο όρο 30 μέρες μετά το πρώτο θετικό μοριακό τεστ που διέγνωσε τη νόσο και 36 μέρες κατά μέσο όρο μετά τα πρώτα συμπτώματα, για να «καθαρίσει» από το σώμα του ασθενούς, σύμφωνα με μια νέα ιταλική επιστημονική έρευνα.
Οι Ιταλοί επιστήμονες, οι οποίοι ανέλυσαν στοιχεία για 4.480 άτομα διαγνωσμένα θετικά στον κορονοϊό από την περιοχή Εμίλια-Ρομάνα (ένα από τα επίκεντρα της επιδημίας στη γειτονική χώρα) και έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό BMJ Open, εισηγούνται ότι όσοι αρρώστησαν με Covid-19, θα πρέπει να κάνουν ένα δεύτερο μοριακό τεστ, αφού περάσουν τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες μετά το πρώτο τεστ, προκειμένου να βεβαιωθούν ότι έχει εξαφανιστεί πια ο κορονοϊός από τον οργανισμό τους και έτσι ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο εξάπλωσης του ιού εν αγνοία τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επιδημιολόγο δρα Φραντσέσκο Βεντουρέλι της Azienda Unita Sanitaria Locale-IRCCS di Reggio Emilia, επισημαίνουν επίσης ότι ο επανέλεγχος χρειάζεται, επειδή είναι ακόμη αβέβαιο για πόσο καιρό ένας ασθενής μπορεί να μεταδίδει τον ιό στους άλλους. Εξάλλου, σύμφωνα με τα ευρήματα τους, το ποσοστό των ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων των τεστ (τα οποία δηλαδή λανθασμένα καθησυχάζουν τους ασθενείς ότι δεν μεταδίδουν πια τον ιό) βρέθηκε αρκετά υψηλό -μία στις πέντε περιπτώσεις περίπου- στην αρχική φάση της ανάρρωσης.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ύστερα από ένα πρώτο θετικό τεστ, ο επανέλεγχος ενός ασθενούς μετά από 14 μέρες, στις περισσότερες περιπτώσεις θα βγάλει το ίδιο αποτέλεσμα, ενώ ένα δεύτερο τεστ περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα θα έχει σχετικά υψηλό ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων.
Ενεργός ο ιός
Η έρευνα έδειξε ότι κατόπιν επαναληπτικού τεστ τέσσερις εβδομάδες μετά το πρώτο τεστ, έξι στους δέκα ασθενείς (61%) δεν είχαν τον ιό στον οργανισμό τους. Όμως ένα τρίτο τεστ -με στόχο να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα του πρώτου επαναληπτικού τεστ- έδειξε ότι μία στις πέντε περιπτώσεις που είχαν βρεθεί αρχικά «καθαρές», στην πραγματικότητα ήταν ψευδώς αρνητικές. Αυτοί οι ψευδώς αρνητικοί άνθρωποι δεν βρίσκονταν πια σε αυτο-απομόνωση και συνεπώς εν αγνοία τους ίσως μόλυναν άλλους.
Επειδή η νέα έρευνα υποδηλώνει μια μακρά περίοδο που ο φορέας διατηρεί τον ιό στο σώμα του ενεργό και έτσι πιθανώς μπορεί να τον μεταδώσει, οι ερευνητές αναφέρουν ότι «για να αποφευχθούν δευτερογενείς περιπτώσεις λοίμωξης, είτε η περίοδος καραντίνας πρέπει να είναι μεγαλύτερη (30 μέρες από την αρχή των συμπτωμάτων), είτε να γίνεται τουλάχιστον ένα επαναληπτικό τεστ προτού λήξει η απομόνωση του ατόμου».
Από την άλλη πάντως, αναφέρουν πως, σύμφωνα με προηγούμενες έρευνες, στη διάρκεια της περιόδου ανάρρωσης ένας ασθενής πιθανώς δεν είναι μολυσματικός, ακόμη κι αν βγει θετικός σε τεστ, κάτι που, άλλωστε, ώθησε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να συστήσει περίοδο απομόνωσης έως 13 μέρες για όσους έχουν συμπτώματα και έως δέκα μέρες για τους ασυμπτωματικούς.
Οι Ιταλοί επιστήμονες, οι οποίοι ανέλυσαν στοιχεία για 4.480 άτομα διαγνωσμένα θετικά στον κορονοϊό από την περιοχή Εμίλια-Ρομάνα (ένα από τα επίκεντρα της επιδημίας στη γειτονική χώρα) και έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό BMJ Open, εισηγούνται ότι όσοι αρρώστησαν με Covid-19, θα πρέπει να κάνουν ένα δεύτερο μοριακό τεστ, αφού περάσουν τουλάχιστον τέσσερις εβδομάδες μετά το πρώτο τεστ, προκειμένου να βεβαιωθούν ότι έχει εξαφανιστεί πια ο κορονοϊός από τον οργανισμό τους και έτσι ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο εξάπλωσης του ιού εν αγνοία τους.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επιδημιολόγο δρα Φραντσέσκο Βεντουρέλι της Azienda Unita Sanitaria Locale-IRCCS di Reggio Emilia, επισημαίνουν επίσης ότι ο επανέλεγχος χρειάζεται, επειδή είναι ακόμη αβέβαιο για πόσο καιρό ένας ασθενής μπορεί να μεταδίδει τον ιό στους άλλους. Εξάλλου, σύμφωνα με τα ευρήματα τους, το ποσοστό των ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων των τεστ (τα οποία δηλαδή λανθασμένα καθησυχάζουν τους ασθενείς ότι δεν μεταδίδουν πια τον ιό) βρέθηκε αρκετά υψηλό -μία στις πέντε περιπτώσεις περίπου- στην αρχική φάση της ανάρρωσης.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ύστερα από ένα πρώτο θετικό τεστ, ο επανέλεγχος ενός ασθενούς μετά από 14 μέρες, στις περισσότερες περιπτώσεις θα βγάλει το ίδιο αποτέλεσμα, ενώ ένα δεύτερο τεστ περίπου τρεις εβδομάδες αργότερα θα έχει σχετικά υψηλό ποσοστό ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων.
Ενεργός ο ιός
Η έρευνα έδειξε ότι κατόπιν επαναληπτικού τεστ τέσσερις εβδομάδες μετά το πρώτο τεστ, έξι στους δέκα ασθενείς (61%) δεν είχαν τον ιό στον οργανισμό τους. Όμως ένα τρίτο τεστ -με στόχο να επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα του πρώτου επαναληπτικού τεστ- έδειξε ότι μία στις πέντε περιπτώσεις που είχαν βρεθεί αρχικά «καθαρές», στην πραγματικότητα ήταν ψευδώς αρνητικές. Αυτοί οι ψευδώς αρνητικοί άνθρωποι δεν βρίσκονταν πια σε αυτο-απομόνωση και συνεπώς εν αγνοία τους ίσως μόλυναν άλλους.
Επειδή η νέα έρευνα υποδηλώνει μια μακρά περίοδο που ο φορέας διατηρεί τον ιό στο σώμα του ενεργό και έτσι πιθανώς μπορεί να τον μεταδώσει, οι ερευνητές αναφέρουν ότι «για να αποφευχθούν δευτερογενείς περιπτώσεις λοίμωξης, είτε η περίοδος καραντίνας πρέπει να είναι μεγαλύτερη (30 μέρες από την αρχή των συμπτωμάτων), είτε να γίνεται τουλάχιστον ένα επαναληπτικό τεστ προτού λήξει η απομόνωση του ατόμου».
Από την άλλη πάντως, αναφέρουν πως, σύμφωνα με προηγούμενες έρευνες, στη διάρκεια της περιόδου ανάρρωσης ένας ασθενής πιθανώς δεν είναι μολυσματικός, ακόμη κι αν βγει θετικός σε τεστ, κάτι που, άλλωστε, ώθησε τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να συστήσει περίοδο απομόνωσης έως 13 μέρες για όσους έχουν συμπτώματα και έως δέκα μέρες για τους ασυμπτωματικούς.