Κοροναϊός: Ποιοι δεν χρειάζεται να κάνουν τη δεύτερη δόση του εμβολίου
Βάσει μελέτης, μία μόνο δόση του εμβολίου είναι επαρκής για τους ανθρώπους που έχουν ήδη μολυνθεί από τον SARS-CoV-2 ώστε να αποκτήσουν ανοσία.
Μία μόνο δόση από τα μέχρι τώρα εγκεκριμένα εμβόλια για την covid-19 μπορεί να είναι αρκετή για την παροχή ανοσίας σε άτομα που έχουν ήδη μολυνθεί από τον κοροναϊό, εξαλείφοντας έτσι την ανάγκη για δεύτερη δόση και βοηθώντας στην επέκταση των ιδιαίτερα περιορισμένων αποθεμάτων εμβολίων, δείχνει μελέτη από το νοσοκομείο Mount Sinai που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine.
Μια τέτοια αλλαγή στην πολιτική δημόσιας υγείας θα μπορούσε, επίσης, να προστατεύσει τους ανθρώπους από τις περιττές παρενέργειες της δεύτερης δόσης του εμβολίου, καθώς οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι αυτές είναι σημαντικά μεγαλύτερες στα άτομα με προϋπάρχουσα ανοσία στον SARS-CoV-2.
«Δείξαμε ότι η απόκριση των αντισωμάτων στην πρώτη δόση του εμβολίου σε ανθρώπους με προϋπάρχουσα ανοσία είναι ισότιμη ή ακόμα και υπερβαίνει την απόκριση των μη μολυσμένων ανθρώπων στη δεύτερη δόση. Για το λόγο αυτό, πιστεύουμε ότι μία μόνο δόση του εμβολίου είναι επαρκής για τους ανθρώπους που έχουν ήδη μολυνθεί από τον SARS-CoV-2 ώστε να αποκτήσουν ανοσία», αναφέρει η μία εκ των συγγραφέων της μελέτης και καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή Icahn, Δρ. Viviana Simon.
Στη μελέτη 109 ατόμων που είτε είχαν αποκτήσει ανοσία στον κορωνοϊό είτε όχι, οι ερευνητές από το Νοσοκομείο Mount Sinai με επικεφαλής τους Δρ. Simon και Δρ. Florian Krammer, καθηγήτρια εμβολιασμού στο Τμήμα Μικροβιολογίας, βρήκαν ότι η προηγούμενη ομάδα είχε αναπτύξει αντισώματα εντός μερικών ημερών μετά την πρώτη δόση του εμβολίου σε ποσοστό 10-20 φορές μεγαλύτερο από όσους δεν είχαν μολυνθεί και ποσοστό μεγαλύτερο από δεκαπλάσιο μετά τη δεύτερη δόση.
«Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι μία μόνο δόση του εμβολίου προκαλεί πολύ γρήγορη ανοσοαπόκριση σε άτομα που έχουν διαγνωσθεί θετικά στην covid-19. Ουσιαστικά, αυτή η πρώτη δόση μοιάζει ανοσολογικά με την ενισχυτική (δεύτερη δόση) στους ανθρώπους που δεν έχουν μολυνθεί», εξηγεί η Δρ. Krammer.
Η ομάδα διερεύνησε, ακόμη, τις συστημικές αντιδράσεις μετά την πρώτη δόση του εμβολίου σε μια δεύτερη ομάδα 231 ατόμων, εκ των οποίων οι 83 είχαν διαγνωσθεί θετικοί στην covid-19. Παρόλο που τα εμβόλια ήταν σε γενικές γραμμές ανεκτά, τα συμπτώματα στο σημείο του εμβολιασμού – όπως ο πόνος, το πρήξιμο και η ερυθρότητα του δέρματος- παρατηρήθηκαν και στις δύο υπo-ομάδες.
Στους ανθρώπους με προϋπάρχουσα ανοσία, όμως, οι παρενέργειες συνέβησαν με σημαντικά υψηλότερη συχνότητα, περιλαμβάνοντας κόπωση, κεφαλαλγίες, κρυάδες, πυρετό και πόνο στους μύες ή τις αρθρώσεις.
Η ένταση της απόκρισης στην πρώτη δόση του εμβολίου στους ανθρώπους που έχουν ήδη μολυνθεί από κοροναϊό φαίνεται πως είναι παρόμοια με εκείνη στους ανθρώπους που λαμβάνουν τη δεύτερη δόση χωρίς προηγουμένως να έχουν μολυνθεί.
Ο λόγος πίσω από την ισχυρότερη απόκριση και στις δύο ομάδες πιθανότατα είναι το γεγονός ότι το σώμα είναι ήδη «προετοιμασμένο», δηλαδή τα ανοσοκύτταρα έχουν μάθει να αναγνωρίζουν την πρωτεΐνη ακίδα του ιού–το αντιγόνο που σχηματίζει τη βάση για τον εμβολιασμό. Τα κύτταρα αυτά λοιπόν αποκρίνονται πιο έντονα, οδηγώντας σε ισχυρότερες αντιδράσεις στο εμβόλιο.
Αν το ιστορικό λοιμώξεων ενός ατόμου είναι άγνωστο, η Δρ. Simon προτείνει τη χρήση ορολογικής εξέτασης για την ανίχνευση αντισωμάτων που μπορεί να υπάρχουν στην πρωτεΐνη ακίδα. «Αν η διαδικασία ελέγχου δείξει την παρουσία αντισωμάτων λόγω προηγούμενης λοίμωξης, τότε η δεύτερη δόση του εμβολίου του κορωνοϊού μπορεί να μην είναι απαραίτητη για το άτομο. Και αν αυτή η προσέγγιση μεταφραστεί σε πολιτικές δημόσιας υγείας, θα μπορούσε όχι μόνο να επεκτείνει τα περιορισμένα αποθέματα εμβολίων, αλλά και να ελέγξει τις πιο συχνές και έντονες αντιδράσεις στα εμβόλια που βιώνουν οι επιβιώσαντες από covid-19», καταλήγουν οι επιστήμονες.
Μια τέτοια αλλαγή στην πολιτική δημόσιας υγείας θα μπορούσε, επίσης, να προστατεύσει τους ανθρώπους από τις περιττές παρενέργειες της δεύτερης δόσης του εμβολίου, καθώς οι ερευνητές διαπιστώνουν ότι αυτές είναι σημαντικά μεγαλύτερες στα άτομα με προϋπάρχουσα ανοσία στον SARS-CoV-2.
«Δείξαμε ότι η απόκριση των αντισωμάτων στην πρώτη δόση του εμβολίου σε ανθρώπους με προϋπάρχουσα ανοσία είναι ισότιμη ή ακόμα και υπερβαίνει την απόκριση των μη μολυσμένων ανθρώπων στη δεύτερη δόση. Για το λόγο αυτό, πιστεύουμε ότι μία μόνο δόση του εμβολίου είναι επαρκής για τους ανθρώπους που έχουν ήδη μολυνθεί από τον SARS-CoV-2 ώστε να αποκτήσουν ανοσία», αναφέρει η μία εκ των συγγραφέων της μελέτης και καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή Icahn, Δρ. Viviana Simon.
Στη μελέτη 109 ατόμων που είτε είχαν αποκτήσει ανοσία στον κορωνοϊό είτε όχι, οι ερευνητές από το Νοσοκομείο Mount Sinai με επικεφαλής τους Δρ. Simon και Δρ. Florian Krammer, καθηγήτρια εμβολιασμού στο Τμήμα Μικροβιολογίας, βρήκαν ότι η προηγούμενη ομάδα είχε αναπτύξει αντισώματα εντός μερικών ημερών μετά την πρώτη δόση του εμβολίου σε ποσοστό 10-20 φορές μεγαλύτερο από όσους δεν είχαν μολυνθεί και ποσοστό μεγαλύτερο από δεκαπλάσιο μετά τη δεύτερη δόση.
«Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι μία μόνο δόση του εμβολίου προκαλεί πολύ γρήγορη ανοσοαπόκριση σε άτομα που έχουν διαγνωσθεί θετικά στην covid-19. Ουσιαστικά, αυτή η πρώτη δόση μοιάζει ανοσολογικά με την ενισχυτική (δεύτερη δόση) στους ανθρώπους που δεν έχουν μολυνθεί», εξηγεί η Δρ. Krammer.
Η ομάδα διερεύνησε, ακόμη, τις συστημικές αντιδράσεις μετά την πρώτη δόση του εμβολίου σε μια δεύτερη ομάδα 231 ατόμων, εκ των οποίων οι 83 είχαν διαγνωσθεί θετικοί στην covid-19. Παρόλο που τα εμβόλια ήταν σε γενικές γραμμές ανεκτά, τα συμπτώματα στο σημείο του εμβολιασμού – όπως ο πόνος, το πρήξιμο και η ερυθρότητα του δέρματος- παρατηρήθηκαν και στις δύο υπo-ομάδες.
Στους ανθρώπους με προϋπάρχουσα ανοσία, όμως, οι παρενέργειες συνέβησαν με σημαντικά υψηλότερη συχνότητα, περιλαμβάνοντας κόπωση, κεφαλαλγίες, κρυάδες, πυρετό και πόνο στους μύες ή τις αρθρώσεις.
Η ένταση της απόκρισης στην πρώτη δόση του εμβολίου στους ανθρώπους που έχουν ήδη μολυνθεί από κοροναϊό φαίνεται πως είναι παρόμοια με εκείνη στους ανθρώπους που λαμβάνουν τη δεύτερη δόση χωρίς προηγουμένως να έχουν μολυνθεί.
Ο λόγος πίσω από την ισχυρότερη απόκριση και στις δύο ομάδες πιθανότατα είναι το γεγονός ότι το σώμα είναι ήδη «προετοιμασμένο», δηλαδή τα ανοσοκύτταρα έχουν μάθει να αναγνωρίζουν την πρωτεΐνη ακίδα του ιού–το αντιγόνο που σχηματίζει τη βάση για τον εμβολιασμό. Τα κύτταρα αυτά λοιπόν αποκρίνονται πιο έντονα, οδηγώντας σε ισχυρότερες αντιδράσεις στο εμβόλιο.
Αν το ιστορικό λοιμώξεων ενός ατόμου είναι άγνωστο, η Δρ. Simon προτείνει τη χρήση ορολογικής εξέτασης για την ανίχνευση αντισωμάτων που μπορεί να υπάρχουν στην πρωτεΐνη ακίδα. «Αν η διαδικασία ελέγχου δείξει την παρουσία αντισωμάτων λόγω προηγούμενης λοίμωξης, τότε η δεύτερη δόση του εμβολίου του κορωνοϊού μπορεί να μην είναι απαραίτητη για το άτομο. Και αν αυτή η προσέγγιση μεταφραστεί σε πολιτικές δημόσιας υγείας, θα μπορούσε όχι μόνο να επεκτείνει τα περιορισμένα αποθέματα εμβολίων, αλλά και να ελέγξει τις πιο συχνές και έντονες αντιδράσεις στα εμβόλια που βιώνουν οι επιβιώσαντες από covid-19», καταλήγουν οι επιστήμονες.