Κοροναϊός: Ποιος παράγοντας αυξάνει κατά 50% την πιθανότητα σοβαρής νόσου
Πρόκειται για μελέτη Έλληνα ερευνητή από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης που δημοσιεύθηκε στο Environmental Health Prespectives
Σ’ ένα ιδιαίτερα παράξενο εύρημα κατέληξε μία έρευνα.
Η διαμονή σε μια πόλη με ατμοσφαιρική ρύπανση ενδεχομένως να συνεπάγεται σοβαρότερη νόσηση για κάποιον που θα κολλήσει κοροναϊό, σύμφωνα με μελέτη Έλληνα ερευνητή από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης που δημοσιεύθηκε στο Environmental Health Prespectives.
Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον Δρ. Μανώλη Κογεβίνα, εξέτασαν δεδομένα σχεδόν 10.000 ανθρώπων στην Ισπανία, συγκεντρώνοντας πληροφορίες από επιβεβαιωμένα κρούσματα COVID-19 αλλά και από άτομα που είχαν κολλήσει χωρίς να εκδηλώσουν συμπτώματα.
Διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι όσοι από τους συμμετέχοντες ζούσαν σε περιοχές με υψηλότερα επίπεδα μικροσωματιδίων PM2.5 και διοξειδίου του αζώτου είχαν 50% περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν σοβαρά από COVID-19.
Τα PM2.5 και το NO2, που παράγονται από τα ορυκτά καύσιμα, έχουν συνδεθεί με ασθένειες όπως η άνοια και οι καρδιακές παθήσεις.
Τώρα, λοιπόν, οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι διαθέτουν «τα πιο ισχυρά έως τώρα στοιχεία» που συνδέουν την ατμοσφαιρική ρύπανση με χειρότερα αποτελέσματα για τους ανθρώπους που έχουν προσβληθεί από τον κοροναϊό.
Πιο αναλυτικά, οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα από 9.605 συμμετέχοντες στην Καταλονία και βρήκαν 481 επιβεβαιωμένα περιστατικά COVID-19.
Επίσης, πήραν δείγματα αίματος από 4.000 συμμετέχοντες για να μετρήσουν τα αντισώματα που δείχνουν ότι ένα άτομο είχε ασυμπτωματική COVID-19, το 18% των οποίων βγήκε θετικό.
Στη συνέχεια συνδύασαν τις πληροφορίες αυτές με δεδομένα για τα επίπεδα ρύπανσης στις περιοχές κατοικίας των συμμετεχόντων και διαπίστωσαν ότι η ρύπανση δεν αύξανε την πιθανότητα λοίμωξης από κοροναϊό, αλλά η έκθεση σε υψηλά επίπεδα ρύπων αύξανε σημαντικά τη σοβαρότητα της λοίμωξης.
Για τα 481 επιβεβαιωμένα περιστατικά COVID-19, η διαμονή σε περιοχές με υψηλότερα επίπεδα PM2.5 και NO2 σχετίστηκε με πιο σοβαρή ασθένεια από τον ιό, όπως η νοσηλεία ή εισαγωγή σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), με τους ερευνητές να τονίζουν ότι αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για άνδρες άνω των 60 ετών και ανθρώπους που ζούσαν σε υποβαθμισμένες περιοχές.
Μάλιστα, το εύρημα υποστηρίχθηκε και από τα δείγματα αίματος, καθώς όσοι ζούσαν σε πιο μολυσμένες περιοχές ήταν πιο πιθανό να έχουν υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με τους ερευνητές, δείχνει ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν ασθενήσει πιο σοβαρά από τον κοροναϊό.
«Η μελέτη μας παρέχει τα πιο ισχυρά στοιχεία παγκοσμίως για τον συσχετισμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της COVID-19 και τα αποτελέσματά μας αντανακλούν παρόμοια ευρήματα και για άλλους αναπνευστικούς ιούς», σημειώνει καταληκτικά ο Δρ. Κογεβίνας.
Η διαμονή σε μια πόλη με ατμοσφαιρική ρύπανση ενδεχομένως να συνεπάγεται σοβαρότερη νόσηση για κάποιον που θα κολλήσει κοροναϊό, σύμφωνα με μελέτη Έλληνα ερευνητή από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Βαρκελώνης που δημοσιεύθηκε στο Environmental Health Prespectives.
Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον Δρ. Μανώλη Κογεβίνα, εξέτασαν δεδομένα σχεδόν 10.000 ανθρώπων στην Ισπανία, συγκεντρώνοντας πληροφορίες από επιβεβαιωμένα κρούσματα COVID-19 αλλά και από άτομα που είχαν κολλήσει χωρίς να εκδηλώσουν συμπτώματα.
Διαπίστωσαν, λοιπόν, ότι όσοι από τους συμμετέχοντες ζούσαν σε περιοχές με υψηλότερα επίπεδα μικροσωματιδίων PM2.5 και διοξειδίου του αζώτου είχαν 50% περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν σοβαρά από COVID-19.
Τα PM2.5 και το NO2, που παράγονται από τα ορυκτά καύσιμα, έχουν συνδεθεί με ασθένειες όπως η άνοια και οι καρδιακές παθήσεις.
Τώρα, λοιπόν, οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι διαθέτουν «τα πιο ισχυρά έως τώρα στοιχεία» που συνδέουν την ατμοσφαιρική ρύπανση με χειρότερα αποτελέσματα για τους ανθρώπους που έχουν προσβληθεί από τον κοροναϊό.
Πιο αναλυτικά, οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα από 9.605 συμμετέχοντες στην Καταλονία και βρήκαν 481 επιβεβαιωμένα περιστατικά COVID-19.
Επίσης, πήραν δείγματα αίματος από 4.000 συμμετέχοντες για να μετρήσουν τα αντισώματα που δείχνουν ότι ένα άτομο είχε ασυμπτωματική COVID-19, το 18% των οποίων βγήκε θετικό.
Στη συνέχεια συνδύασαν τις πληροφορίες αυτές με δεδομένα για τα επίπεδα ρύπανσης στις περιοχές κατοικίας των συμμετεχόντων και διαπίστωσαν ότι η ρύπανση δεν αύξανε την πιθανότητα λοίμωξης από κοροναϊό, αλλά η έκθεση σε υψηλά επίπεδα ρύπων αύξανε σημαντικά τη σοβαρότητα της λοίμωξης.
Για τα 481 επιβεβαιωμένα περιστατικά COVID-19, η διαμονή σε περιοχές με υψηλότερα επίπεδα PM2.5 και NO2 σχετίστηκε με πιο σοβαρή ασθένεια από τον ιό, όπως η νοσηλεία ή εισαγωγή σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), με τους ερευνητές να τονίζουν ότι αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για άνδρες άνω των 60 ετών και ανθρώπους που ζούσαν σε υποβαθμισμένες περιοχές.
Μάλιστα, το εύρημα υποστηρίχθηκε και από τα δείγματα αίματος, καθώς όσοι ζούσαν σε πιο μολυσμένες περιοχές ήταν πιο πιθανό να έχουν υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων, πράγμα το οποίο, σύμφωνα με τους ερευνητές, δείχνει ότι οι άνθρωποι αυτοί είχαν ασθενήσει πιο σοβαρά από τον κοροναϊό.
«Η μελέτη μας παρέχει τα πιο ισχυρά στοιχεία παγκοσμίως για τον συσχετισμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της COVID-19 και τα αποτελέσματά μας αντανακλούν παρόμοια ευρήματα και για άλλους αναπνευστικούς ιούς», σημειώνει καταληκτικά ο Δρ. Κογεβίνας.