Έρευνα: Γιατί κάποιοι κολλούν κοροναϊό και κάποιοι άλλοι όχι – Τι απαντούν οι ειδικοί
Ο ρόλος των εμβολίων και ο γενετικός παράγοντας
Αναμφισβήτητα η πανδημία του κοροναϊού έχει γεννήσει πλειάδα ερωτημάτων στους πολίτες ανά τον κόσμο. Ένα εξ αυτών που παραμένουν να δημιουργεί «πονοκέφαλο» σχετικά με τη νόσηση μερικών αλλά και με την ανοσία μερικών άλλων. Σ’ αυτό λοιπόν το ερώτημα οι λοιμωξιολόγοι παίρνουν θέση.
Όπως εξηγεί στο CNBC ο καθηγητής Ανοσολογίας του Imperial Colleg London, Ντάνι Άλτμαν, οι μελέτες δείχνουν ότι η πιθανότητα να μολυνθεί κάποιο μέλος οικογένειας όταν ένα άλλο διαγνωστεί θετικό «δεν είναι τόσο πολλές όσο θα φανταζόμασταν».
Ο καθηγητής Μοριακής Ογκολογίας του Πανεπιστημίου Γουόργουϊκ, Λόρενς Γιανγκ, είπε στο CNBC ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τα άτομα εκείνα που εκτέθηκαν σε μολυσμένα μέλη των οικογενειών τους ή συγκατοίκους, αλλά δεν μολύνθηκαν. Τα πρώτα στοιχεία, πρόσθεσε, υποδεικνύουν ότι τα άτομα αυτά έχουν αποκτήσει ανοσία από προηγούμενες λοιμώξεις με κοροναϊούς κοινού κρυολογήματος. Περίπου το 20% των μολύνσεων με κοινό κρυολόγημα οφείλονται σε κοροναϊούς, «αλλά παραμένει άγνωστο γιατί ορισμένα άτομα διατηρούν επίπεδα διασταυρούμενης ανοσίας».
Οι εμβολιαστικές εκστρατείες και με ενισχυτικές δόσεις έχουν προχωρήσει στις περισσότερες δυτικές χώρες και τα εμβόλια κατά του κοροναϊού SARS-CoV-2 αποδείχθηκε ότι μειώνουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης, εισαγωγής σε νοσοκομείο και θανάτου και παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικά έναντι γνωστών παραλλαγών του ιού. Δεν είναι, όμως, 100% αποτελεσματικά στην πρόληψη της λοίμωξης και η ανοσία που παρέχουν φθίνει συν τω χρόνω.
Για τον Άντριου Φρήμαν, ειδικό στα λοιμώδη νοσήματα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ, πιθανώς να σχετίζεται με την ανοσία από τον εμβολιασμό, προηγούμενη μόλυνση ή και αμφότερα το γεγονός ότι κάποια άτομα κολλούν τον κοροναϊό και άλλα όχι. «Γνωρίζουμε», λέει, «ότι πολλοί άνθρωποι αν και πλήρως εμβολιασμένοι και μολονότι έκαναν και ενισχυτική δόση, μολύνθηκαν με την Όμικρον (ως επί το πλείστον ήπια). Ωστόσο, ο εμβολιασμός εξακολουθεί να μειώνει τις πιθανότητες να μολυνθεί κάποιος με την Όμικρον και η ανοσοαπόκριση ποικίλλει από άνθρωποι σε άνθρωποι. Έτσι κάποιοι μολύνονται κι άλλοι όχι παρά την πολύ σημαντική έκθεσή τους στον κοροναϊό».
Η έρευνα αυτή επικεντρώνεται στα διαφορετικά γονίδια HLA (ανθρώπινα λευκοκυτταρικά αντιγόνα) και στο πώς αυτά μπορεί να επηρεάσουν την απόκριση ενός ατόμου στην Covid-19. «Τα βασικά γονίδια που ελέγχουν την ανοσοαπόκρισή μας αποκαλούνται γονίδια HLA», εξηγεί ο καθηγητής Άλτμαν.«Έχουν σημασία γιατί καθορίζουν την απόκρισή μας όταν εκτεθούμε στον SARS-CoV-2. Άτομα, επί παραδείγματα, με το γονίδιο HLA-DRB1*1302 έχουν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν συμπτωματική λοίμωξη».
Από τους 18 εθελοντές που μολύνθηκαν, οι 16 ανέπτυξαν ήπια έως μέτρια συμπτώματα σαν του κρυολογήματος, όπως βουλωμένη μύτη ή καταρροή, φτάρνισμα και πονόλαιμο, ενώ ο μέσος χρόνος εμφάνισης των πρώτων συμπτωμάτων (δηλαδή η περίοδος επώασης) από την αρχική έκθεση στον κοροναϊό ήταν 42 ώρες, διάστημα πολύ συντομότερο από εκείνο των πέντε ή έξι ημερών στις μέχρι τώρα εκτιμήσεις. Στη συνέχεια παρατηρήθηκε μια απότομη αύξηση στην ποσότητα του ιού (ιικό φορτίο) που εντοπίστηκε σε επιχρίσματα ληφθέντα από τη μύτη ή το λαιμό των συμμετεχόντων. Αυτά τα επίπεδα κορυφώθηκαν περίπου πέντε ημέρες μετά τη μόλυνση κατά μέσο όρο, αλλά υψηλά επίπεδα βιώσιμου (μολυσματικού) ιού εξακολουθούσαν να συλλέγονται σε εργαστηριακές δοκιμές κατά μέσο όρο έως και εννέα ημέρες μετά τον εμβολιασμό και έως 12 ημέρες κατ’ ανώτατο όριο για ορισμένους.
Ενδιαφέρον έχει και το που εντοπίστηκε η μεγαλύτερη ποσότητα του κοροναϊού. Αν και ο ιός εντοπίστηκε αρχικά στον λαιμό και σημαντικά νωρίτερα απ’ ό,τι στη μύτη (στις 40 ώρες στον λαιμό και στις 58 ώρες στη μύτη) τα επίπεδά του ήταν χαμηλότερα και κορυφώθηκαν ταχύτερα στο λαιμό. Τα μέγιστα επίπεδα του ιού ήταν σημαντικά υψηλότερα στη μύτη σε σχέση με τον λαιμό, υποδεικνύοντας δυνητικά μεγαλύτερο κίνδυνο αποβολής του ιού από τη μύτη παρά από το στόμα. Έτσι, μολονότι υπάρχει πιθανότητα «απώλειας μολυσματικού ιού νωρίς κατά τη διάρκεια της λοίμωξης, ιδιαίτερα εάν ελεγχθεί μόνο η μύτη», οι ερευνητές είπαν ότι τα ευρήματα γενικά υποστηρίζουν τη συνέχιση της χρήσης των τεστ πλευρικής ροής για τον εντοπισμό ατόμων που είναι πιθανό να είναι μολυσματικά.
Όπως εξηγεί στο CNBC ο καθηγητής Ανοσολογίας του Imperial Colleg London, Ντάνι Άλτμαν, οι μελέτες δείχνουν ότι η πιθανότητα να μολυνθεί κάποιο μέλος οικογένειας όταν ένα άλλο διαγνωστεί θετικό «δεν είναι τόσο πολλές όσο θα φανταζόμασταν».
Ο ρόλος της διασταυρούμενης ανοσίας
Μια νέα έρευνα που δημοσίευσε τον περασμένο μήνα το Imperial College London υποδεικνύει ότι άτομα με υψηλότερα επίπεδα Τ-λεμφοκυττάρων (ένας τύπος κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος) από κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος είχαν μικρότερες πιθανότητες να μολυνθούν με SARS-CoV-2. H δρ Ρία Κούντου, βασική συντάκτρια της μελέτης, είπε ότι «η έκθεση στον SARS-CoV-2 δεν συνεπάγεται πάντα μόλυνση και προσπαθήσαμε να καταλάβουμε το γιατί. Διαπιστώσαμε ότι υψηλά επίπεδα προϋπαρχόντων T-κυττάρων, που δημιουργεί ο οργανισμός όταν μολύνεται με άλλους ανθρώπους κοροναϊούς, όπως του κοινού κρυολογήματος, μπορούν να παράσχουν προστασία κατά της μόλυνσης με Covid-19». Υπογράμμισε, ωστόσο, ότι «αν και πρόκειται για σημαντική ανακάλυψη, συνιστά μόνον μια μορφή προστασίας και ουδείς θα έπρεπε να βασίζεται μόνον σ’ αυτή. Αντίθετα, ο καλύτερος τρόπος προστασίας είναι ο πλήρης εμβολιασμός, της ενισχυτικής δόσης περιλαμβανομένης».Ο καθηγητής Μοριακής Ογκολογίας του Πανεπιστημίου Γουόργουϊκ, Λόρενς Γιανγκ, είπε στο CNBC ότι υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για τα άτομα εκείνα που εκτέθηκαν σε μολυσμένα μέλη των οικογενειών τους ή συγκατοίκους, αλλά δεν μολύνθηκαν. Τα πρώτα στοιχεία, πρόσθεσε, υποδεικνύουν ότι τα άτομα αυτά έχουν αποκτήσει ανοσία από προηγούμενες λοιμώξεις με κοροναϊούς κοινού κρυολογήματος. Περίπου το 20% των μολύνσεων με κοινό κρυολόγημα οφείλονται σε κοροναϊούς, «αλλά παραμένει άγνωστο γιατί ορισμένα άτομα διατηρούν επίπεδα διασταυρούμενης ανοσίας».
Ο ρόλος των εμβολίων
Ο εμβολιασμός είναι πιθανώς ένας πρόσθετος παράγοντας γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι πιο ευάλωτοι στην Covid-19 σε σχέση με άλλους.Οι εμβολιαστικές εκστρατείες και με ενισχυτικές δόσεις έχουν προχωρήσει στις περισσότερες δυτικές χώρες και τα εμβόλια κατά του κοροναϊού SARS-CoV-2 αποδείχθηκε ότι μειώνουν τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης, εισαγωγής σε νοσοκομείο και θανάτου και παραμένουν σε μεγάλο βαθμό αποτελεσματικά έναντι γνωστών παραλλαγών του ιού. Δεν είναι, όμως, 100% αποτελεσματικά στην πρόληψη της λοίμωξης και η ανοσία που παρέχουν φθίνει συν τω χρόνω.
Για τον Άντριου Φρήμαν, ειδικό στα λοιμώδη νοσήματα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ, πιθανώς να σχετίζεται με την ανοσία από τον εμβολιασμό, προηγούμενη μόλυνση ή και αμφότερα το γεγονός ότι κάποια άτομα κολλούν τον κοροναϊό και άλλα όχι. «Γνωρίζουμε», λέει, «ότι πολλοί άνθρωποι αν και πλήρως εμβολιασμένοι και μολονότι έκαναν και ενισχυτική δόση, μολύνθηκαν με την Όμικρον (ως επί το πλείστον ήπια). Ωστόσο, ο εμβολιασμός εξακολουθεί να μειώνει τις πιθανότητες να μολυνθεί κάποιος με την Όμικρον και η ανοσοαπόκριση ποικίλλει από άνθρωποι σε άνθρωποι. Έτσι κάποιοι μολύνονται κι άλλοι όχι παρά την πολύ σημαντική έκθεσή τους στον κοροναϊό».
Ο γενετικός παράγοντας
Ένα άλλο ερώτημα που προέκυψε στη διάρκεια της πανδημίας είναι γιατί δύο άτομα με Covid-19 αντιδρούν τόσο διαφορετικά στη λοίμωξη: το ένα να εμφανίζει πολύ βαριά συμπτώματα επί παραδείγματι και το άλλο να είναι ασυμπτωματικό. Η απάντηση ίσως να έγκειται στα γονίδιά μας. Ο ανοσολόγος Άλτμαν λέει ότι διεξήγαγε με τους συναδέλφους του έρευνα που θα δημοσιοποιηθεί προσεχώς για την ανοσογενετική (ουσιαστικά τη σχέση μεταξύ γενετικής και ανοσοποιητικού συστήματος) και την μόλυνση με τον κοροναϊό SARS-CoV-2 και βρήκαν ότι παραλλαγές μεταξύ των ανοσοποιητικών συστημάτων των ανθρώπων «κάνουν τη διαφορά τουλάχιστον ως προς την εμφάνιση ή μη συμπτωμάτων».Η έρευνα αυτή επικεντρώνεται στα διαφορετικά γονίδια HLA (ανθρώπινα λευκοκυτταρικά αντιγόνα) και στο πώς αυτά μπορεί να επηρεάσουν την απόκριση ενός ατόμου στην Covid-19. «Τα βασικά γονίδια που ελέγχουν την ανοσοαπόκρισή μας αποκαλούνται γονίδια HLA», εξηγεί ο καθηγητής Άλτμαν.«Έχουν σημασία γιατί καθορίζουν την απόκρισή μας όταν εκτεθούμε στον SARS-CoV-2. Άτομα, επί παραδείγματα, με το γονίδιο HLA-DRB1*1302 έχουν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν συμπτωματική λοίμωξη».
Δοκιμαστικές μέθοδοι
Ο ανοσολόγος επεσήμανε επίσης τα δημοσιευθέντα την Τετάρτη πρώτα αποτελέσματα μιας βρετανικής ανθρώπινης δοκιμής-πρόκλησης του Imperial College σε συνεργασία με άλλους ερευνητικούς φορείς, κατά την οπoία 36 υγιείς ενήλικες εκτέθηκαν σκόπιμα στον κοροναϊό της Covid-19, αλλά μόνον οι μισοί μολύνθηκαν τελικά. «Πώς γίνεται να εισάγεις την ίδια δόση ιού στα ρουθούνια των ανθρώπων και το 50% να μολυνθεί και το άλλο 50% όχι;», διερωτάται ο Άλτμαν, αναφερόμενος στη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε στη δοκιμή για να εκτεθούν οι συμμετέχοντες στον ιό. Ουσιαστικά σε όλους τους εθελοντές της δοκιμής χορηγήθηκε μια χαμηλή δόση του ιού - εισήχθη μέσω σταγόνων στη μύτη - και στη συνέχεια τέθηκαν υπό παρακολούθηση από το κλινικό προσωπικό σε ελεγχόμενο περιβάλλον για μια περίοδο δύο εβδομάδων.Από τους 18 εθελοντές που μολύνθηκαν, οι 16 ανέπτυξαν ήπια έως μέτρια συμπτώματα σαν του κρυολογήματος, όπως βουλωμένη μύτη ή καταρροή, φτάρνισμα και πονόλαιμο, ενώ ο μέσος χρόνος εμφάνισης των πρώτων συμπτωμάτων (δηλαδή η περίοδος επώασης) από την αρχική έκθεση στον κοροναϊό ήταν 42 ώρες, διάστημα πολύ συντομότερο από εκείνο των πέντε ή έξι ημερών στις μέχρι τώρα εκτιμήσεις. Στη συνέχεια παρατηρήθηκε μια απότομη αύξηση στην ποσότητα του ιού (ιικό φορτίο) που εντοπίστηκε σε επιχρίσματα ληφθέντα από τη μύτη ή το λαιμό των συμμετεχόντων. Αυτά τα επίπεδα κορυφώθηκαν περίπου πέντε ημέρες μετά τη μόλυνση κατά μέσο όρο, αλλά υψηλά επίπεδα βιώσιμου (μολυσματικού) ιού εξακολουθούσαν να συλλέγονται σε εργαστηριακές δοκιμές κατά μέσο όρο έως και εννέα ημέρες μετά τον εμβολιασμό και έως 12 ημέρες κατ’ ανώτατο όριο για ορισμένους.
Ενδιαφέρον έχει και το που εντοπίστηκε η μεγαλύτερη ποσότητα του κοροναϊού. Αν και ο ιός εντοπίστηκε αρχικά στον λαιμό και σημαντικά νωρίτερα απ’ ό,τι στη μύτη (στις 40 ώρες στον λαιμό και στις 58 ώρες στη μύτη) τα επίπεδά του ήταν χαμηλότερα και κορυφώθηκαν ταχύτερα στο λαιμό. Τα μέγιστα επίπεδα του ιού ήταν σημαντικά υψηλότερα στη μύτη σε σχέση με τον λαιμό, υποδεικνύοντας δυνητικά μεγαλύτερο κίνδυνο αποβολής του ιού από τη μύτη παρά από το στόμα. Έτσι, μολονότι υπάρχει πιθανότητα «απώλειας μολυσματικού ιού νωρίς κατά τη διάρκεια της λοίμωξης, ιδιαίτερα εάν ελεγχθεί μόνο η μύτη», οι ερευνητές είπαν ότι τα ευρήματα γενικά υποστηρίζουν τη συνέχιση της χρήσης των τεστ πλευρικής ροής για τον εντοπισμό ατόμων που είναι πιθανό να είναι μολυσματικά.