Ιλαρά: Ένα εισαγόμενο κρούσμα προκάλεσε συναγερμό στον ΕΟΔΥ
Τοπική έξαρση της νόσου στην Κρήτη
Σύσκεψη χθες στο Οργανισμό για τον εμβολιασμό σε Ρομά και μετανάστες
Ένα εισαγόμενο κρούσμα ιλαράς, το οποίο προκάλεσε μία τοπική επιδημική συρροή κρουσμάτων στην Κρήτη, ήταν εκείνο το οποίο προκάλεσε τον πρόσφατο συναγερμό στις υγειονομικές αρχές της χώρας μας, το υπουργείο Υγείας και τον Εθνικό Οργανισμό Δημοσίας Υγείας (ΕΟΔΥ) σχετικά με τη νόσο, σύμφωνα με τις πολύ καλά πληροφορημένες πηγές του parapolitika.gr.
Έτσι, άτυπη σύσκεψη για το θέμα της ιλαράς πραγματοποιήθηκε χθες στον ΕΟΔΥ, με τη συμμετοχή μελών της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών και στελεχών του υπουργείου Υγείας. Οι υπεύθυνοι του ΕΟΔΥ συζήτησαν τη σύσταση ομάδας εργασίας, προκειμένου να οργανωθούν παρεμβάσεις σε ενδεχόμενο κύμα ιλαράς, όπως είχε συμβεί την περίοδο 2017 - 2018.
Το ποσοστό της εμβολιαστικής κάλυψης επί του συνόλου του γενικού πληθυσμού στην Ελλάδα φαίνεται ότι εκτιμάται πλέον κοντά στο 83% και αυτό δεν μπορεί να επιτρέψει συνθήκες χαλάρωσης. Μάλιστα, η χώρα μας εμφανίζει εικόνα “Ιανού”, όσον αφορά τα επίπεδα του εμβολιασμού έναντι της ιλαράς.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει σήμερα στο parapolitika.gr ο αναπληρωτής καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας και της Επιστημονικής Επιτροπής του ΕΟΔΥ, Γκίκας Μαγιορκίνης, “το επίπεδο του εμβολιασμού του γηγενούς γενικού πληθυσμού στη χώρα μας είναι αισθητά πάνω από το 90% - 93% και αυτό το ποσοστό αποτελεί ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη για τον εμβολιασμό έναντι της ιλαράς. Τα προβλήματα, τα οποία παρατηρούνται σχετίζονται με τα πολύ πιο χαμηλά επίπεδα εμβολιασμού σε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού της χώρας μας, όπως οι Ρομά, ενώ άγνωστη παραμένει η πραγματική κατάσταση η οποία σοβεί μεταξύ των μεταναστών, οι οποίοι κατοικούν στην Ελλάδα”.
Επίσης, ο καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων του υπουργείου Υγείας και του Δ.Σ. του ΕΟΔΥ, Δημήτρης Παρασκευής, εξηγεί στο parapolitika.gr ότι “η ιλαρά είναι μία νόσος η οποία μεταδίδεται πολύ εύκολα. Έτσι, από την μία πλευρά, απαιτεί πολύ υψηλά επίπεδα εμβολιαστικής κάλυψης του γενικού πληθυσμού και, από την άλλη πλευρά, μία έστω μικρή κάμψη σε αυτά τα υψηλά επίπεδα της εμβολιαστικής κάλυψης του γενικού πληθυσμού, έναντι της νόσου, ενδέχεται να οδηγήσουν σε κάποιες επιδημικές εξάρσεις, τις οποίες, ασφαλώς, δεν επιθυμούμε. Μπορούμε να τις αποφύγουμε”.
Από τη δική του πλευρά, ο αναπληρωτής καθηγητής Κλινικής Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών και πρώην αντιπρόεδρος του ΕΟΔΥ, Γιώργος Παναγιωτακόπουλος, σημειώνει στο parapolitika.gr ότι “αφού το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης των Νόσων (ECDC) κατέγραψε 30.000 κρούσματα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, η ιλαρά θα έρθει και στη χώρα μας, εξαιτίας των έντονων μετακινήσεων των πληθυσμών. Το πρόβλημα είναι ότι πρόκειται για ύπουλη νόσο, η οποία έχει περίοδο επώασης ακόμη και δέκα ημέρες, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής μεταδίδει, αν και δεν έχει εμφανή συμπτώματα. Είναι ύπουλη νόσος, αλλά και επικίνδυνη, καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο να οδηγήσει ασθενείς στη μονάδα εντατικής θεραπείας, τη διασωλήνωση, ακόμη και τον θάνατο”.
Σημειώνεται ότι η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών συστήνει τον εμβολιασμό με το μικτό εμβόλιο ιλαράς-ερυθράς-παρωτίτιδας (εμβόλιο MMR) των παιδιών, των εφήβων και των ενηλίκων που δεν έχουν εμβολιαστεί με τις απαραίτητες δόσεις.
Σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, παιδιά, έφηβοι και ενήλικες που έχουν γεννηθεί μετά το 1970 και δεν έχουν ιστορικό νόσου πρέπει να είναι εμβολιασμένοι με 2 δόσεις εμβολίου για την ιλαρά.
Όλα τα άτομα που δεν έχουν νοσήσει ή δεν έχουν εμβολιασθεί είναι επίνοσα στην ιλαρά. Η φυσική νόσηση προσφέρει ισόβια ανοσία. Βρέφη από άνοσες μητέρες είναι προστατευμένα μέχρι την ηλικία των 6-9 μηνών ανάλογα με το ποσό των μητρικών αντισωμάτων κατά την κύηση και το ρυθμό αποδόμησης τους. Ο εμβολιασμός στην ηλικία των 12-15 μηνών προσφέρει ανοσία σε ποσοστό 94-98% ενώ ο επανεμβολιασμός ανεβάζει το ποσοστό στο 99%.