"Καρφιά" Ξανθού κατά Πολάκη: Το πρόβλημά τους είναι ο εμβολιασμός του γενικού πληθυσμού κατά του κοροναϊού
Τι αναφέρει για την απόσυρση του AstraZeneca
Απάντηση του Ανδρέα Ξανθού στον Παύλο Πολάκη, με άρθρο στην "Εφημερίδα των Συντακτών"
Ο εμβολιασμός του γενικού πληθυσμού κατά του νέου κοροναϊού είναι το πρόβλημα των αντιεμβολιαστών και εκείνων οι οποίοι ξιφουλκούν σήμερα σχετικά, μετά από την απόσυρση του εμβολίου της εταιρείας AstraZeneca για εμπορικούς λόγους.
Αυτή είναι η απάντηση την οποία δίνει ο πρώην υπουργός Υγείας και νυν στέλεχος της Νέας Αριστεράς, Ανδρέας Ξανθός, στις ακραίες αιτιάσεις του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας και βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Παύλου Πολάκη.
Συγκεκριμένα, σε άρθρο του στην “Εφημερίδα των Συντακτών” ο Ανδρέας Ξανθός αναφέρει τα εξής:
“Η «ξαναζεσταμένη» αντιεμβολιαστική ρητορική των τελευταίων ημερών προκαλεί τη νοημοσύνη όλων μας. Με πρόσχημα την επίσημη απόσυρση του εμβολίου της AstraZeneca, το οποίο είχε ούτως ή άλλως εγκαταλειφθεί τα τελευταία χρόνια υπέρ των νεότερης γενιάς m-RNA εμβολίων, επανέρχεται με εμμονικό και χυδαίο τρόπο η γνωστή θεωρία των απανταχού αρνητών του εμβολιασμού περί διεφθαρμένων επιστημόνων και πολιτικών που «τα έπιασαν» από τις φαρμακευτικές για να προωθήσουν τα «αδοκίμαστα» εμβόλια τους!
Το γεγονός ότι το εμβόλιο της AstraZeneca ήταν αποτέλεσμα κοινής ερευνητικής προσπάθειας με έναν δημόσιο φορέα (Πανεπιστήμιο Οξφόρδης) και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο διατέθηκε στη χαμηλότερη δυνατή τιμή, όπως και το γεγονός ότι ήταν το πρώτο άμεσα διαθέσιμο εμβόλιο για την προστασία ευπαθών ομάδων (υγειονομικοί, υπερήλικοι, φιλοξενούμενοι σε δομές κ.λπ.) αποσιωπάται επιμελώς. Ας είναι λοιπόν ειλικρινείς όσοι προσπαθούν απεγνωσμένα να εμφανιστούν δικαιωμένοι μετά από τρία χρόνια: το πρόβλημά τους δεν ήταν το συγκεκριμένο εμβόλιο (για το οποίο υπήρξε πράγματι δυσπιστία σε πολύ κόσμο λόγω σπάνιων αλλά σοβαρών παρενεργειών), αλλά η συνολική αμφισβήτηση της αξίας του καθολικού εμβολισμού ως κύριου και αναντικατάστατου μέτρου προστασίας της Δημόσιας Υγείας από μια θανατηφόρα πανδημία.
Το ζήτημα της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας όλων των εμβολίων κατά του SARS-CoV-2 (και όχι μόνο της AstraZeneca) απασχόλησε την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα και τους έγκυρους οργανισμούς αξιολόγησης και έγκρισης φαρμάκων. Η συνηγορία υπέρ του μαζικού εμβολιασμού, χωρίς εξαιρέσεις, ήταν καθολική. Δεν υπήρξε κανένα διεθνές επιστημονικό όργανο, καμιά εθνική επιτροπή εμπειρογνωμόνων, αλλά και κανένα αριστερό κόμμα σε όλη την Ευρώπη που να μην εμπιστεύτηκε τις σχετικές εισηγήσεις του ΕΜΑ (Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων), του ECDC (Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων) και του ΠΟΥ (Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας). Γι’ αυτό και οι πολίτες στην πλειονότητά τους συμμορφώθηκαν με τα μέτρα προστασίας της Δημόσιας Υγείας, με κορυφαίο τον καθολικό εμβολιασμό.
Η απόσυρση λοιπόν του εμβολίου της AstraZeneca δεν «δικαιώνει» κανέναν αντιεμβολιαστή και κανέναν πολιτικό που επένδυσε στον λαϊκισμό, στη συνωμοσιολογία και στην παραπληροφόρηση. Και φυσικά, όλοι ξέρουμε ότι η υποτίμηση του κινδύνου από την Covid-19 και η άρνηση του εμβολιασμού ήταν κατά βάση η «γραμμή» της Ακροδεξιάς σε όλο τον κόσμο, με επικεφαλής τους Τραμπ και Μπολσονάρο. Το αποδεικνύει περίτρανα στη χώρα μας η αντίστοιχη ρητορική της Ελληνικής Λύσης, της Νίκης και των «Σπαρτιατών».
Αν κάποιοι επιβεβαιώνονται από τις εξελίξεις, είναι όσοι επικέντρωναν την κριτική για τη διαχείριση της πανδημίας στην ίδια την κυβέρνηση Μητσοτάκη, εγκαλώντας την για την εγκατάλειψη και διάλυση του ΕΣΥ και κατά συνέπεια για την υγειονομική τραγωδία που έζησε η χώρα, και όχι για την εμβολιαστική ή θεραπευτική στρατηγική που ήταν συμβατή με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες. Μεγαλύτερη «αθώωση» του Μητσοτάκη από αυτού του τύπου την «επιστημονική αντιπολίτευση» δεν υπάρχει. Το πρόβλημα με την πανδημία δεν ήταν επιστημονικό, αλλά πολιτικό. Το μείζον θέμα ήταν οι νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της κυβέρνησης και η εγκληματική επιλογή να αφεθεί το ΕΣΥ και οι άνθρωποί του στη μοίρα τους, να καταρρεύσουν λειτουργικά τα νοσοκομεία και η ΠΦΥ, να ευνοηθούν προκλητικά οι επιχειρηματίες υγείας και, πάνω απ’ όλα, να μην αξιοποιηθεί η ευκαιρία της πανδημίας για να «θωρακιστεί» σε μόνιμη βάση το ΕΣΥ. Και φυσικά, σε διεθνές επίπεδο, το μείζον θέμα ήταν ο «υγειονομικός εθνικισμός» και οι τεράστιες ανισότητες στην πρόσβαση στα εμβόλια, φάρμακα και ιατροτεχνολογικά προϊόντα, που μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ριζικά μόνο με την απελευθέρωση της πατέντας.
Υστερα από τα παραπάνω, το κρίσιμο ερώτημα είναι: θέλουμε αξιόπιστους επιστημονικούς θεσμούς που θα συμβουλεύουν την Πολιτεία με βάση τα διεθνώς παραδεκτά ή όχι; Πρέπει να εμπιστευόμαστε ως κοινωνία σε περιόδους υγειονομικών κρίσεων τους καθ’ ύλην αρμόδιους για την προστασία της Δημόσιας Υγείας (αναγνωρίζοντας ότι πάντα συνεκτιμάται η σχέση οφέλους / κινδύνου) ή θα ακούμε τον καθένα που νομίζει ότι τα ξέρει όλα και εγκαλεί όσους δεν συμφωνούν μαζί του ως «άσχετους», «ξεφτιλισμένους» και «λαμόγια»;
Αυτή είναι η απάντηση την οποία δίνει ο πρώην υπουργός Υγείας και νυν στέλεχος της Νέας Αριστεράς, Ανδρέας Ξανθός, στις ακραίες αιτιάσεις του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας και βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Παύλου Πολάκη.
Συγκεκριμένα, σε άρθρο του στην “Εφημερίδα των Συντακτών” ο Ανδρέας Ξανθός αναφέρει τα εξής:
“Η «ξαναζεσταμένη» αντιεμβολιαστική ρητορική των τελευταίων ημερών προκαλεί τη νοημοσύνη όλων μας. Με πρόσχημα την επίσημη απόσυρση του εμβολίου της AstraZeneca, το οποίο είχε ούτως ή άλλως εγκαταλειφθεί τα τελευταία χρόνια υπέρ των νεότερης γενιάς m-RNA εμβολίων, επανέρχεται με εμμονικό και χυδαίο τρόπο η γνωστή θεωρία των απανταχού αρνητών του εμβολιασμού περί διεφθαρμένων επιστημόνων και πολιτικών που «τα έπιασαν» από τις φαρμακευτικές για να προωθήσουν τα «αδοκίμαστα» εμβόλια τους!
Το γεγονός ότι το εμβόλιο της AstraZeneca ήταν αποτέλεσμα κοινής ερευνητικής προσπάθειας με έναν δημόσιο φορέα (Πανεπιστήμιο Οξφόρδης) και ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο διατέθηκε στη χαμηλότερη δυνατή τιμή, όπως και το γεγονός ότι ήταν το πρώτο άμεσα διαθέσιμο εμβόλιο για την προστασία ευπαθών ομάδων (υγειονομικοί, υπερήλικοι, φιλοξενούμενοι σε δομές κ.λπ.) αποσιωπάται επιμελώς. Ας είναι λοιπόν ειλικρινείς όσοι προσπαθούν απεγνωσμένα να εμφανιστούν δικαιωμένοι μετά από τρία χρόνια: το πρόβλημά τους δεν ήταν το συγκεκριμένο εμβόλιο (για το οποίο υπήρξε πράγματι δυσπιστία σε πολύ κόσμο λόγω σπάνιων αλλά σοβαρών παρενεργειών), αλλά η συνολική αμφισβήτηση της αξίας του καθολικού εμβολισμού ως κύριου και αναντικατάστατου μέτρου προστασίας της Δημόσιας Υγείας από μια θανατηφόρα πανδημία.
Το ζήτημα της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας όλων των εμβολίων κατά του SARS-CoV-2 (και όχι μόνο της AstraZeneca) απασχόλησε την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα και τους έγκυρους οργανισμούς αξιολόγησης και έγκρισης φαρμάκων. Η συνηγορία υπέρ του μαζικού εμβολιασμού, χωρίς εξαιρέσεις, ήταν καθολική. Δεν υπήρξε κανένα διεθνές επιστημονικό όργανο, καμιά εθνική επιτροπή εμπειρογνωμόνων, αλλά και κανένα αριστερό κόμμα σε όλη την Ευρώπη που να μην εμπιστεύτηκε τις σχετικές εισηγήσεις του ΕΜΑ (Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων), του ECDC (Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων) και του ΠΟΥ (Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας). Γι’ αυτό και οι πολίτες στην πλειονότητά τους συμμορφώθηκαν με τα μέτρα προστασίας της Δημόσιας Υγείας, με κορυφαίο τον καθολικό εμβολιασμό.
Ξανθός: Στη χώρα μας 22,5 εκατ. δόσεις, χωρίς να επιβεβαιωθούν τα καταστροφολογικά σενάρια και οι «προφητείες» των πάσης φύσεως αρνητών
Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί 13,5 δισ. δόσεις εμβολίων για την Covid-19 σε όλο τον κόσμο, και στη χώρα μας 22,5 εκατ. δόσεις, χωρίς να επιβεβαιωθούν τα καταστροφολογικά σενάρια και οι «προφητείες» των πάσης φύσεως αρνητών. Αντίθετα, η διεθνής βιβλιογραφία και ο ΠΟΥ έχουν τεκμηριώσει απόλυτα ότι χάρη στους εμβολιασμούς αυτούς (που έγιναν με άνισο τρόπο μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών) σώθηκε η ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων. Το εμβόλιο της AstraZeneca, όπως όλα τα φάρμακα, είχε πάρει έγκριση από τον ΕΜΑ και άρα σωστά ενσωματώθηκε στην εμβολιαστική στρατηγική της χώρας μας στην αρχική φάση. Η επιλεκτικότητα στον εμβολιασμό (π.χ. μόνο στους άνω των 60 και στους ευάλωτους) στη διάρκεια μιας πανδημίας δεν έχει καμιά επιδημιολογική βάση, ενώ η επικέντρωση στη χρήση μη ειδικών φαρμάκων, όταν έχουμε να κάνουμε με ιό που μεταλλάσσεται διαρκώς, είναι εντελώς αντιεπιστημονική. Ταυτόχρονα, παραγνωρίζεται το γεγονός ότι στην Ελλάδα πάνω από 4.500 άνθρωποι ηλικίας κάτω των 64 ετών πέθαναν από Covid, στη συντριπτική πλειονότητά τους επειδή δεν πρόλαβαν να εμβολιαστούν. Και όταν γενικεύτηκαν οι εμβολιασμοί, η θνητότητα σε αυτές τις ηλικίες σχεδόν μηδενίστηκε.Η απόσυρση λοιπόν του εμβολίου της AstraZeneca δεν «δικαιώνει» κανέναν αντιεμβολιαστή και κανέναν πολιτικό που επένδυσε στον λαϊκισμό, στη συνωμοσιολογία και στην παραπληροφόρηση. Και φυσικά, όλοι ξέρουμε ότι η υποτίμηση του κινδύνου από την Covid-19 και η άρνηση του εμβολιασμού ήταν κατά βάση η «γραμμή» της Ακροδεξιάς σε όλο τον κόσμο, με επικεφαλής τους Τραμπ και Μπολσονάρο. Το αποδεικνύει περίτρανα στη χώρα μας η αντίστοιχη ρητορική της Ελληνικής Λύσης, της Νίκης και των «Σπαρτιατών».
Αν κάποιοι επιβεβαιώνονται από τις εξελίξεις, είναι όσοι επικέντρωναν την κριτική για τη διαχείριση της πανδημίας στην ίδια την κυβέρνηση Μητσοτάκη, εγκαλώντας την για την εγκατάλειψη και διάλυση του ΕΣΥ και κατά συνέπεια για την υγειονομική τραγωδία που έζησε η χώρα, και όχι για την εμβολιαστική ή θεραπευτική στρατηγική που ήταν συμβατή με τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες. Μεγαλύτερη «αθώωση» του Μητσοτάκη από αυτού του τύπου την «επιστημονική αντιπολίτευση» δεν υπάρχει. Το πρόβλημα με την πανδημία δεν ήταν επιστημονικό, αλλά πολιτικό. Το μείζον θέμα ήταν οι νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες της κυβέρνησης και η εγκληματική επιλογή να αφεθεί το ΕΣΥ και οι άνθρωποί του στη μοίρα τους, να καταρρεύσουν λειτουργικά τα νοσοκομεία και η ΠΦΥ, να ευνοηθούν προκλητικά οι επιχειρηματίες υγείας και, πάνω απ’ όλα, να μην αξιοποιηθεί η ευκαιρία της πανδημίας για να «θωρακιστεί» σε μόνιμη βάση το ΕΣΥ. Και φυσικά, σε διεθνές επίπεδο, το μείζον θέμα ήταν ο «υγειονομικός εθνικισμός» και οι τεράστιες ανισότητες στην πρόσβαση στα εμβόλια, φάρμακα και ιατροτεχνολογικά προϊόντα, που μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ριζικά μόνο με την απελευθέρωση της πατέντας.
Υστερα από τα παραπάνω, το κρίσιμο ερώτημα είναι: θέλουμε αξιόπιστους επιστημονικούς θεσμούς που θα συμβουλεύουν την Πολιτεία με βάση τα διεθνώς παραδεκτά ή όχι; Πρέπει να εμπιστευόμαστε ως κοινωνία σε περιόδους υγειονομικών κρίσεων τους καθ’ ύλην αρμόδιους για την προστασία της Δημόσιας Υγείας (αναγνωρίζοντας ότι πάντα συνεκτιμάται η σχέση οφέλους / κινδύνου) ή θα ακούμε τον καθένα που νομίζει ότι τα ξέρει όλα και εγκαλεί όσους δεν συμφωνούν μαζί του ως «άσχετους», «ξεφτιλισμένους» και «λαμόγια»;