Επιστήμονες του Πανεπιστημίου του Cambridge δημιούργησαν «μίνι έντερα» προκειμένου να βοηθήσουν στην κατανόηση της νόσου του Κρον και στην εύρεση ακριβέστερων και πιο εξατομικευμένων θεραπειών.

Τι είναι η νόσος του Crohn


Η νόσος του Crohn είναι μια μορφή φλεγμονώδους νόσου του εντέρου που προσβάλλει περίπου έναν στους 350 ανθρώπους στο Ηνωμένο Βασίλειο, από τους οποίους ο ένας στους τέσσερις παρουσιάζει την ασθένεια πριν από την ηλικία των 18 ετών. Ακόμα και στην ήπια μορφή της μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα που έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής, όπως πόνο στο στομάχι, διάρροια, απώλεια βάρους και κόπωση ή να οδηγήσει σε χειρουργικές επεμβάσεις. Ενώ υπάρχουν ενδείξεις ότι ένα άτομο διατρέχει μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξει την πάθηση εάν ένας συγγενής πρώτου βαθμού πάσχει από τη νόσο του Κρον, ωστόσο η επιτυχία στον εντοπισμό γενετικών παραγόντων κινδύνου είναι περιορισμένη.

«Ο αριθμός των κρουσμάτων της νόσου του Crohn και των άλλων ιδιοπαθών φλεγμονωδών νοσημάτων του εντέρου αυξάνεται δραματικά παγκοσμίως, ιδίως μεταξύ των μικρότερων παιδιών, αλλά παρά τις δεκαετίες έρευνας, κανείς δεν γνωρίζει τι τις προκαλεί. Μέρος του προβλήματος είναι ότι είναι δύσκολο να μοντελοποιηθεί η ασθένεια», εξηγεί ο καθηγητής Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και επικεφαλής της έρευνας, Ματίας Ζιλμπάουερ.

Στην έρευνα που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Gut», οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν βλαστικά κύτταρα από έντερα που δώρισαν 160 ασθενείς για να αναπτύξουν περισσότερα από 300 οργανοειδή (τρισδιάστατες καλλιέργειες κυττάρων που μιμούνται βασικές λειτουργίες ενός συγκεκριμένου οργάνου) στο εργαστήριο, τα οποία θα τους βοηθήσουν να κατανοήσουν καλύτερα την πάθηση. Τα δείγματα δόθηκαν από ασθενείς, κυρίως παιδιά και έφηβους, με νόσο του Κρον και ελκώδη κολίτιδα, καθώς και από ασθενείς που δεν είχαν προσβληθεί από κάποιο νόσημα.

Χρησιμοποιώντας τα οργανοειδή, οι επιστήμονες εντόπισαν ότι το επιθήλιο, ο ιστός που καλύπτει τα έντερα των ασθενών έχει διαφορετικά επιγενετικά μοτίβα στο DNA τους σε σύγκριση με αυτά των υγιών ατόμων.

Τα οργανοειδή, επισημαίνουν οι ερευνητές, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη και δοκιμή νέων θεραπειών και για την προσαρμογή των θεραπειών σε μεμονωμένους ασθενείς.