Σπάνιες παθήσεις: Περίπου πέντε χρόνια κάνουν για να λάβουν διάγνωση οι ασθενείς
Τι δείχνει έρευνα
Ποια είναι τα σημαντικά ευρήματα μεγάλης διεθνούς έρευνας σε 104 χώρες
Τα αποτελέσματα διαδικτυακής έρευνας έδειξαν για τα άτομα που ζουν με σπάνια πάθηση ότι χρειάζονται κατά μέσο όρο 5 χρόνια για να λάβουν διάγνωση. Την έρευνα διεξήγαγε η ομάδα του προγράμματος Rare Barometer της EURORDIS σε 13.000 ασθενείς από 104 χώρες και μεταφράστηκε σε 27 γλώσσες, μία εκ των οποίων και η ελληνική.
Διαβάστε ακόμα: Καρκίνος: Πρωτεΐνες στο αίμα μπορούν να προειδοποιήσουν για τη νόσο χρόνια πριν από τη διάγνωση
Συγκεκριμένα, τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι:
- Τα άτομα που ζουν με σπάνια πάθηση χρειάζονται κατά μέσο όρο 5 χρόνια για να λάβουν διάγνωση και περισσότερα από 10 χρόνια από όταν εμφανιστούν τα πρώτα συμπτώματα κατά τη διάρκεια της εφηβείας.
- 73% των ασθενών ήδη έχουν λάβει εσφαλμένη διάγνωση.
- 25% έπρεπε να λάβουν γνωμάτευση από περισσότερους από 8 επαγγελματίες υγείας προτού λάβουν οριστική διάγνωση.
- Οι γυναίκες που ζουν με σπάνια πάθηση διαγιγνώσκονται αργότερα από τους άνδρες.
- Η διάγνωση γίνεται ταχύτερα όταν οι ασθενείς παραπέπονται σε Κέντρο Εξειδίκευσης, ωστόσο ποσοστό 40% αυτών δεν παραπεμφθηκαν ποτέ σε τέτοιες εξειδικευμένες νοσοκομειακές μονάδες.
Επίσης, τα αποτελέσματα για τη διάγνωση ασθενών με σπάνια πάθηση ήταν:
- 60% έχουν διαγνωστεί λανθασμένα με άλλη σωματική ασθένεια.
- 40% δεν εχουν παραπεμθεί σε κέντρο εμπειρογνωμοσύνης.
- 60% έχουν διαγνωστεί λανθασμένα με άλλη ψυχολογική ασθένεια ή τα συμπτώματά τους δεν έχουν ληφθεί σοβαρά υπόψη.
- 25% είχαν 8 ή περισσότερες διαβουλεύσεις με επαγγελματίες υγείας πριν επιβεβαιωθεί η διάγνωσή τους.
Συμπερασματικά, η διάγνωση σπάνιων ασθενειών είναι κρίσιμη για διάφορους λόγους.
Πρώτον, η έγκαιρη και ακριβής διάγνωση μιας σπάνιας νόσου μπορεί να επιτρέψει στους ασθενείς να λάβουν την κατάλληλη ιατρική φροντίδα και διαχείριση. Αυτό μπορεί να βοηθήσει στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και στη βελτίωση της συνολικής ποιότητας ζωής.
Δεύτερον, μια ακριβής διάγνωση μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό άλλων μελών της οικογένειας που μπορεί να διατρέχουν κίνδυνο να αναπτύξουν την ίδια ασθένεια, επιτρέποντας τον έγκαιρο έλεγχο και την παρέμβαση.