Έπειτα από πολλά χρόνια αναµονής στη χώρα µας και µετά τη συρροή κρουσµάτων µηνιγγίτιδας προερχόµενης από µηνιγγιτιδόκοκκο τύπου Β στην Πάτρα, εντός του 2024, εντάχθηκε από την Εθνική Επιτροπή Εµβολιασµών στην πλήρη ασφαλιστική αποζηµίωσή του από τον Εθνικό Οργανισµό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) και τα άλλα ασφαλιστικά ταµεία το εµβόλιο κατά του µηνιγγιτιδόκοκκου τύπου Β, σύµφωνα µε το νέο, επικαιροποιηµένο Εθνικό Πρόγραµµα Εµβολιασµών.

Υπενθυµίζεται ότι το εµβόλιο κατά του µηνιγγιτιδόκοκκου Β εντάσσεται από χρόνια στο Εθνικό Πρόγραµµα Εµβολιασµών, αλλά µόνον για τις οµάδες υψηλού κινδύνου, δηλαδή για παιδιά µε HIV/AIDS, µε λειτουργική ασπληνία κ.ά.

Το εµβόλιο κατά της µηνιγγίτιδας Β κοστίζει 103 ευρώ η κάθε δόση και χορηγείται σε δύο δόσεις για παιδιά ηλικίας άνω των 2 µηνών και σε τρεις δόσεις για παιδιά ηλικίας άνω των 2 ετών. Οι γονείς και οι κηδεµόνες όλων των παιδιών, ηλικίας άνω των 2 µηνών, ανεξαρτήτως εάν ανήκουν σε οµάδα υψηλού κινδύνου ή όχι, έχουν εφεξής τη δυνατότητα να ακολουθήσουν τη σύσταση του Εθνικού Προγράµµατος Εµβολιασµών και να κάνουν στα παιδιά τους όλες τις δόσεις του εµβολίου κατά του µηνιγγιτιδόκοκκου τύπου Β, χωρίς να βάλουν το χέρι στην τσέπη τους.

Στο 6% η θνητότητα

Εξήντα οκτώ θάνατοι από µηνιγγιτιδόκοκκο, που αναλογεί σε θνητότητα της τάξης του 6%, καταγράφηκαν κατά τη χρονική περίοδο 2004-2023 στη χώρα µας. Η µεγαλύτερη θνητότητα καταγράφηκε το έτος 2018 (11,8%) ενώ η µικρότερη τα έτη 2020-2022 (0%). Η µέση ετήσια δηλούµενη θνησιµότητα για τη χρονική περίοδο 2004-2023 είναι 0,031 θάνατος ανά 100.000 πληθυσµού.

Σύµφωνα µε όσα αναφέρει η παιδίατροςλοιµωξιολόγος του Εθνικού Οργανισµού ∆ηµοσίας Υγείας (ΕΟ∆Υ), Θεανώ Γεωργακοπούλου, στη χρονική περίοδο 2004- 2023 δηλώθηκαν, µέσω του συστήµατος υποχρεωτικής δήλωσης νοσηµάτων στον ΕΟ∆Υ, συνολικά 1.133 κρούσµατα µηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου, που κυµαίνονται µεταξύ 4 και 108 ανά έτος και η µέση ετήσια δηλούµενη επίπτωση ανέρχεται σε 0,52 κρούσµα ανά 100.000 πληθυσµού.

Η επίπτωση του νοσήµατος παρουσίασε σηµαντική πτωτική πορεία από το 2013 έως το 2022. Ειδικά την περίοδο της πανδηµίας COVID-19 η επίπτωση της νόσου έφτασε στα χαµηλότερά της επίπεδα και αυτό αποδόθηκε στην εφαρµογή περιοριστικών µέτρων (κοινωνική αποστασιοποίηση, χρήση µάσκας, κλείσιµο σχολείων). Το έτος 2023 η επίπτωση της νόσου αυξήθηκε φτάνοντας σε προπανδηµικά επίπεδα.

Για τη χρονική περίοδο 2004-2023 ο αριθµός των κρουσµάτων µηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου µε γνωστή ηλικία ήταν 1.132 (υπήρχε 1 κρούσµα µε άγνωστη ηλικία). Το νόσηµα παρουσίασε υψηλότερη συχνότητα εµφάνισης στην ηλικιακή οµάδα 0-4 ετών, µε µέση ετήσια δηλούµενη επίπτωση 4,07 κρούσµατα ανά 100.000 πληθυσµού. Η µέση ετήσια δηλούµενη επίπτωση προοδευτικά µειώνεται στις ηλικίες 5-14 ετών (1,01 ανά 100.000 πληθυσµού) και 15-24 ετών (0,91 ανά 100.000 πληθυσµού). Στις ηλικιακές οµάδες άνω των 25 ετών η µέση ετήσια δηλούµενη επίπτωση της µηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου είναι ιδιαίτερα µικρή και δεν ξεπερνά την 0,20 περίπτωση ανά 100.000 πληθυσµού.

Κατά την περίοδο 2004-2023, το ποσοστό των εργαστηριακά επιβεβαιωµένων κρουσµάτων µηνιγγιτιδοκοκκικής νόσου ήταν 91,3% (1.062/1.133). Κατά το παραπάνω χρονικό διάστηµα έγινε οροτυπικός έλεγχος στο 78,9% (894/1.133) των στελεχών µηνιγγιτιδόκοκκου από τα οποία 794/894 (88,8%) ταυτοποιήθηκαν ότι ανήκουν σε µία από τις πέντε οροοµάδες (A, B, C, W135, Y) που ευθύνονται για τη συντριπτική πλειονότητα των διεισδυτικών λοιµώξεων παγκοσµίως. Επιπλέον, σε ένα δείγµα ταυτοποιήθηκε µηνιγγιτιδόκοκκος οροοµάδας Χ (έτος 2014). Στη χώρα µας το 77,1% (689/894) των περιπτώσεων µηνιγγιτιδοκοκκικής µηνιγγίτιδας, όπου έγινε προσδιορισµός της οροοµάδας, οφείλεται στην οροοµάδα Β, ενώ 2η σε συχνότητα ταυτοποιήσιµη οροοµάδα είναι η C.

O µηνιγγιτιδόκοκκος, ο πνευµονιόκοκκος και ο αιµόφιλος ινφλουέντζας τύπου Β προκαλούν πάνω από το 75% όλων των κρουσµάτων βακτηριακής µηνιγγίτιδας και είναι υπεύθυνοι για το 90% της βακτηριακής µηνιγγίτιδας στα παιδιά.

Στους ενήλικους επικρατεί ο πνευµονιόκοκκος, ακολουθούµενος από τον µηνιγγιτιδόκοκκο και έπεται η λιστέρια, που εµφανίζει ιδιαίτερα αυξηµένη συχνότητα στη νεογνική περίοδο και στους άνω των 50 ετών. Τα λιγότερο συχνά βακτηριακά αίτια, όπως ο σταφυλόκοκκος, ο στρεπτόκοκκος οµάδας Β, τα εντεροβακτηριοειδή και η λιστέρια, προκαλούν νόσο σε ευαίσθητους πληθυσµούς, όπως νεογνά και ανοσοκατεσταλµένοι ασθενείς.

Τα κλινικά συµπτώµατα ποικίλλουν ανάλογα µε την ηλικία. Οι περισσότερες άτυπες εικόνες παρατηρούνται στη νεογνική και βρεφική ηλικία. Η τυπική αρχική κλινική εικόνα της µηνιγγίτιδας από N. meningitidis χαρακτηρίζεται από αιφνίδια έναρξη πυρετού, ναυτία, έµετο, κεφαλαλγία, µειωµένη ικανότητα συγκέντρωσης και µυαλγίες σε έναν κατά τα άλλα υγιή ασθενή.

Δημοσιεύτηκε στην «Κυριακάτικη Απογευματινή»