«Στην ΕΚΠΟΙΖΩ λαμβάνουμε καθημερινά πλήθος καταγγελιών τα δύο τελευταία χρόνια σχετικά με τις υπέρογκες αυξήσεις που σημειώνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες και επιβαρύνουν τους καταναλωτές, ιδίως στα συμβόλαια μακροχρόνιας διάρκειας» δήλωσε η πρόεδρος της Ένωσης Παναγιώτα Καλαποθαράκου, η οποία ζητάει να εξεταστεί το θέμα από την κυβέρνηση με σκοπό την αναμόρφωση της νομοθεσίας.

Όπως ανέφερε η πρόεδρος: Τα συμβόλαια, τα ισόβια συμβόλαια υγείας, όπου εκεί οι καταναλωτές έχουν συναντηθεί με τις ασφαλιστικές εταιρείες εδώ και 20-25 χρόνια, ακόμα και 15 χρόνια, έχουν καταθέσει πάρα πολλά χρήματα και δέχονται αυξήσεις της τάξης του 12 με 18%.

ΕΚΠΟΙΖΩ: Δεν μπορούν να τη διατηρήσουν και υποχρεώνονται να διακόψουν την ασφάλειά τους

Σήμερα σε αυτού του είδους τα συμβόλαια, όπου έχουν επενδύσει προσδοκίες για να έχουν στα γεράματα τους, μια καλή ασφάλεια υγείας και δεν μπορούν να την έχουν, δεν μπορούν να τη διατηρήσουν και υποχρεώνονται να διακόψουν την ασφάλειά τους».

Η ίδια πρόσθεσε ότι «η αύξηση αυτή έχει προσδιοριστεί με βάση τον δείκτη του ΙΟΒΕ για τα ασφάλιστρα υγείας, που είναι ο δείκτης αναφοράς τον οποίο επικαλούνται οι ασφαλιστικές εταιρείες και προχωρούν σε αυτές τις υπέρογκες αυξήσεις από 12 έως 18%. Και αυτό είναι ανεπίτρεπτο.

Επιτρέπει καταχρηστικές πρακτικές, δηλαδή στις ασφαλιστικές εταιρείες με αδιαφάνεια, δηλαδή να επιβαρύνουν τους καταναλωτές με αυτά τα υπέρογκα ασφάλιστρα. Εμείς έχουμε ζητήσει επανειλημμένα και με πρόσφατη επιστολή μας στο αρμόδιο υπουργείο να καταργήσει το σχετικό άρθρο για να παύσουν αυτές οι καταχρηστικές πρακτικές».

Σύμφωνα με την κ. Καλαποθαράκου, «Έχουν μειωθεί πάρα πολύ τα ισόβια συμβόλαια. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει και για τα ετησίως ανανεωμένα, τα οποία προωθούν οι ασφαλιστικές εταιρείες, όπου και εκεί γίνονται μεγάλες αναπροσαρμογές και περικόπτονται και οι παροχές».

Η πρόεδρος κατέληξε λέγοντας: «Ευελπιστούμε να αναλάβει την ανάλογη δράση η κυβέρνηση και να αποκαταστήσει τη νομιμότητα σ' αυτόν τον χώρο που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος. Διότι, μην ξεχνάμε, ότι η υγεία είναι κοινωνικό αγαθό και πρέπει να είναι προσβάσιμο σε όλους τους καταναλωτές».