«Η παρουσία των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) είναι κρίσιμη και, για τον λόγο αυτό, απαιτείται η επανεξέταση τόσο της απόφασης του Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ όσο και του πλαισίου της χρηματοδότησης του Οργανισμού, προς την κατεύθυνση της δικαιότερης κατανομής των οικονομικών βαρών, αλλά και της διεύρυνσης της χρηματοδοτικής του βάσης». Αυτό τονίζει σήμερα στο parapolitika.gr ο καθηγητής Πολιτικής της Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Κυριάκος Σουλιώτης, ο οποίος μας εξηγεί τις πιο πιθανές επιπτώσεις τόσο για τον ίδιον τον ΠΟΥ όσο και για τις ΗΠΑ από την τελική υλοποίηση του ενδεχομένου η χώρα να αποχωρήσει τον Ιανουάριο του 2026 από τις τάξεις του Οργανισμού.




• Την πρώτη μέρα της δεύτερης θητείας του, ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε εκτελεστικό διάταγμα αποχώρησης των ΗΠΑ από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ). Αυτή είναι η δεύτερη φορά που ο Τραμπ επιχειρεί κάτι τέτοιο, καθώς το 2020 έστειλε επίσημη επιστολή αποχώρησης των ΗΠΑ από τον ΠΟΥ, επικαλούμενος την κακή διαχείριση της πανδημίας COVID-19 από τον Οργανισμό. Παρότι η χρηματοδότηση των ΗΠΑ σταμάτησε, η αποχώρηση δεν πραγματοποιήθηκε καθώς, έξι μήνες αργότερα, ο τότε Πρόεδρος Μπάιντεν την ακύρωσε. Μιλάμε τώρα για νέα δεδομένα;


Στο νέο εκτελεστικό διάταγμα, ο Τραμπ αναφέρει ως λόγο για την αποχώρηση των ΗΠΑ τον «κακό χειρισμό από τον ΠΟΥ της πανδημίας COVID-19 πού προέκυψε από τη Γουχάν της Κίνας και άλλες παγκόσμιες κρίσεις υγείας, την αποτυχία του να υιοθετήσει επειγόντως απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, και την αδυναμία του να επιδείξει ανεξαρτησία από την ακατάλληλη πολιτική επιρροή των κρατών μελών του» καθώς και τις υπέρογκες και εξαιρετικά δυσανάλογες ετήσιες συνεισφορές των ΗΠΑ στον προϋπολογισμό του Οργανισμού, ιδίως σε σχέση με την Κίνα. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι «η Κίνα, με πληθυσμό 1,4 δισ., αποτελεί το 300% του πληθυσμού των ΗΠΑ, ωστόσο συνεισφέρει κατά σχεδόν 90% λιγότερο στον προϋπολογισμό του ΠΟΥ». Αυτό αντιστοιχεί σε συνεισφορά των ΗΠΑ περίπου 500 εκατομμύρια δολάρια ετησίως στον ΠΟΥ, σε σύγκριση με τα 40 εκατομμύρια δολάρια της Κίνας, παρά τον πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό της.



• Κύριε καθηγητά, τι συνεπάγεται, πιστεύετε, η αποχώρηση των ΗΠΑ από το παγκόσμιο θεσμικό σύστημα Υγείας;

Κοιτάξτε, οι ΗΠΑ αποτελούν τον μεγαλύτερο διεθνώς κρατικό χρηματοδότη του Οργανισμού, συνεισφέροντας περίπου το 18% των οικονομικών του πόρων. Ο οργανισμός πασχίζει να εξασφαλίσει ρευστότητα για την κάλυψη έκτακτων υγειονομικών αναγκών, ενώ ο διετής προϋπολογισμός του ΠΟΥ για το 2024-2025 ήταν 6,8 δισ. δολάρια. Η αποχώρηση των ΗΠΑ θα αποτελέσει σοβαρό οικονομικό πλήγμα και θα δυσχεράνει τη λειτουργία του.



• Υπάρχουν ήδη επιπτώσεις και μόνον από το γεγονός ότι η αποχώρηση των ΗΠΑ από τον ΠΟΥ αποτελεί, στην πραγματικότητα, απλώς και μόνον ένα ισχυρό ενδεχόμενο για τον Ιανουάριο του 2026;

Μα, φυσικά. Ήδη ο ΠΟΥ έχει ανακοινώσει μια σειρά από μέτρα απαραίτητα για την οικονομική επιβίωσή του, όπως περικοπές στον προϋπολογισμό, πάγωμα προσλήψεων, μείωση των ταξιδιωτικών δαπανών και περιορισμό των αποστολών για τεχνική βοήθεια. Ταυτόχρονα, το εκτελεστικό συμβούλιο του ΠΟΥ συνέστησε οι συνεισφορές των κρατών μελών του να αυξηθούν κατά 20% ώστε να καλύψουν τουλάχιστον το μισό του προϋπολογισμού του ως το 2030 και να μειωθεί η εξάρτησή του από λίγους, μεγάλους χρηματοδότες.


• Με τι απειλείται, τελικά, ο ΠΟΥ; Θα πάψει να είναι ο διεθνής Οργανισμός που γνωρίζαμε, εάν αποχωρήσουν οι ΗΠΑ από αυτόν;

Με την αποχώρηση των ΗΠΑ από τον Οργανισμό, υπάρχει κίνδυνος να χαθούν γέφυρες συνεργασίας, στο επιστημονικό πεδίο, μεταξύ ΗΠΑ και άλλων χωρών που μέχρι τώρα επέτρεπαν την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με υγειονομικές απειλές, καθώς και πολιτικές που προάγουν την υγεία παγκοσμίως, σε μια εποχή που οι προκλήσεις για τη δημόσια υγεία προβλέπεται να αυξηθούν λόγω κλιματικής αλλαγής και άλλων παραγόντων και η παγκόσμια συνεργασία για την υγεία είναι πιο σημαντική από ποτέ. Η αποχώρηση των ΗΠΑ θα έχει άμεση επίδραση στην εγχώρια και παγκόσμια υγεία, καθώς θα περιορίσει σημαντικά την πρόσβαση των ΗΠΑ σε κρίσιμη πρακτική και επιστημονική γνώση σχετικά με τα πεδία παρέμβασης του ΠΟΥ, η οποία αξιοποιείται προς όφελος του πληθυσμού. Το προεδρικό διάταγμα προβλέπει, άλλωστε, την αναζήτηση άλλων εθνικών και διεθνών φορέων για να αντικαταστήσουν τις λειτουργίες του ΠΟΥ. Η αποχώρηση των ΗΠΑ από τον ΠΟΥ θα επηρεάσει και την επιτήρηση των ασθενειών παγκοσμίως. Οι ΗΠΑ θα χάσουν πρόσβαση στην παγκόσμια βάση δεδομένων με πληροφορίες και δεδομένα επιτήρησης σχετικά με νέες και αναδυόμενες μολυσματικές ασθένειες, γεγονός που θα μπορούσε να κάνει τη χώρα πιο ευάλωτη σε μικροβιακές απειλές από όλο τον κόσμο.



• Μονομερείς θα είναι οι επιπτώσεις ή απειλούνται και οι ίδιες οι ΗΠΑ από κάποιες απώλειες, σε επιστημονικό ή άλλο επίπεδο;

Πέραν των ως άνω συνεπειών, το εκτελεστικό διάταγμα προβλέπει την αποδέσμευση των ΗΠΑ από διάφορες υποχρεώσεις του καταστατικού του ΠΟΥ, όπως για παράδειγμα την αποστολή ετήσιων εκθέσεων για την πρόοδο στη βελτίωση της υγείας των πολιτών, την υποβολή στατιστικών και επιδημιολογικών αναφορών, και την ενημέρωση του ΠΟΥ αφενός σε σχέση με τις ενέργειες των ΗΠΑ στη βάση συστάσεων του Οργανισμού, συμφωνιών ή κανονισμών, αφετέρου σε σχέση με τη θέσπιση, από μέρους τους, κρίσιμης νομοθεσίας που αφορά την υγεία. Συνεπώς, ο ΠΟΥ θα χάσει (πέρα από τον μεγαλύτερο κρατικό χρηματοδότη του) και την δυνατότητα επιστημονικής και επιχειρησιακής επέμβασης στην επικράτεια των ΗΠΑ που είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση των στόχων και λειτουργιών του. Από την άλλη, οι ΗΠΑ, με την αποχώρηση τους από τον ΠΟΥ, χάνουν διόδους επικοινωνίας και διπλωματικών σχέσεων με πολλές χώρες που υποστηρίζουν στον τομέα της υγείας αλλά δεν συμφωνούν πολιτικά/διπλωματικά, γεγονός που μπορεί να έχει σημαντικές συνέπειες για την παγκόσμια διπλωματία. Τέλος, να υπογραμμίσουμε οπωσδήποτε και το εξής: Πέρα από την αποκατάσταση των οικονομικών του μεγεθών, ο ΠΟΥ καλείται να αντιστρέψει το κλίμα αμφισβήτησης της συμβολής του στην παγκόσμια ευημερία, καθώς και τον κίνδυνο της εξάπλωσης του αντιεπιστημονικού λόγου για την δημόσια υγεία παγκοσμίως.