Μικρότερος ο κίνδυνος διαβήτη για όσους ακολουθούν υγιεινό τρόπο ζωής
Αυτοί που υιοθετούν υγιεινές συνήθειες μειώνουν κατά 75% τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Παράλληλα όσοι τις ακολουθούν ενώ ήδη πάσχουν από τη νόσο ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών ασθενειών και θανάτου από οποιαδήποτε αιτία, σύμφωνα με νέα μελέτη.
Η συγκεκριμένη συστηματική ανασκόπηση που δημοσιεύτηκε στη «Diabetologia», την επιστημονική επιθεώρηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Έρευνας για το Διαβήτη, είναι η πρώτη που εκτίμησε το πώς ο συνδυασμός ποικίλων υγιεινών συνηθειών επιδρά αφενός στην εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2 και αφετέρου στα ποσοστά θνησιμότητας ατόμων με διαβήτη.
Από την μετα-ανάλυση 14 μελετών στις οποίες μετείχαν 1.116.248 εθελοντές από πολλές χώρες διαπιστώθηκε ότι το 14% αυτών υιοθετούσε έναν υγιεινό τρόπο ζωής ενώ το 11% είχε ανθυγιεινές συνήθειες. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης του τρόπου ζωής σε όλες τις χώρες.
Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, στην οποία έλαβαν μέρος πάνω από ένα εκατομμύριο εθελοντές, διαπιστώθηκε ότι ο συνδυασμός πολλών παραγόντων υγιούς τρόπου ζωής μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Αν και το σωματικό βάρος επηρεάζει σημαντικά την εμφάνιση διαβήτη, ο συνδυασμός παραγόντων που αφορούν τον τρόπο ζωής φαίνεται να διαδραματίζει πιο σημαντικό ρόλο. Εξάλλου, η σωματική δραστηριότητα, η ποιότητα της διατροφής, οι συνήθειες ύπνου επηρεάζουν το σωματικό βάρος. Βρέθηκε ότι με την προσθήκη κάθε φορά ενός παράγοντα υγιεινού τρόπου ζωής ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη μειωνόταν κατά 11-16%.
Φάνηκε, επίσης, το όφελος της υιοθέτησης ενός υγιούς τρόπου ζωής στη διαχείριση της ασθένειας από τους πάσχοντες. Συγκεκριμένα, συγκριτικά με εκείνους που δεν ακολουθούσαν υγιεινό τρόπο ζωής, αυτοί που το έκαναν είχαν 56% μικρότερη πιθανότητα θανάτου οποιασδήποτε αιτιολογίας, 49% μειωμένο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακές νόσους, 31% μικρότερη πιθανότητα θανάτου από καρκίνο και 52% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι σύμφωνα με τις εκκλήσεις της Αμερικανικής Εταιρείας κατά του Διαβήτη και άλλων οργανισμών που υποστηρίζουν ότι η αλλαγή του τρόπου ζωής συνιστά το σημείο εκκίνησης για τη διαχείριση της νόσου.
Η μείωση των θανάτων από μη μεταδοτικές νόσους είναι ένας από τους στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη που έχουν θέσει τα Ηνωμένα Έθνη μέχρι το 2030. «Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων και ασθενειών στους πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2 οφείλεται σε επιπλοκές και καρδιαγγειακές νόσους, η πρόληψη μέσω της υιοθέτησης ενός υγιεινού τρόπου ζωής είναι επιτακτική ανάγκη», τονίζουν.
Και συνεχίζουν λέγοντας: «Σε ατομικό επίπεδο οι άνθρωποι πρέπει να υιοθετούν υγιεινές συνήθειες, όπως σωματική άσκηση, ισορροπημένη διατροφή, διακοπή του καπνίσματος και του αλκοόλ. Στο επίπεδο, όμως, του πληθυσμού, οι κυβερνήσεις οφείλουν να διευκολύνουν τις αλλαγές αυτές στον τρόπο ζωής κάνοντας τις υγιεινές επιλογές προσβάσιμες, προσιτές και βιώσιμες για όλους».
Στην παρούσα μελέτη, έγινε σε πρώτη φάση ανασκόπηση από 14 μελέτες στις οποίες συμμετείχαν 1.116.248 εθελοντές από τις ΗΠΑ, την Ασία, την Ευρώπη και την Ωκεανία, με ηλικία από 38 έως 73 έτη, οι οποίοι παρακολουθούνταν από 2,7 έως 20,8 χρόνια. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση από άλλες 10 έρευνες από τις ΗΠΑ, την Ασία, την Ευρώπη και μία διεθνής έρευνα, στις οποίες συμμετείχαν 34.385 διαβητικοί τύπου 2. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 49 με 69 έτη και αυτοί παρακολουθούνταν από 4 έως 21 χρόνια.
Η συγκεκριμένη συστηματική ανασκόπηση που δημοσιεύτηκε στη «Diabetologia», την επιστημονική επιθεώρηση της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Έρευνας για το Διαβήτη, είναι η πρώτη που εκτίμησε το πώς ο συνδυασμός ποικίλων υγιεινών συνηθειών επιδρά αφενός στην εμφάνιση του διαβήτη τύπου 2 και αφετέρου στα ποσοστά θνησιμότητας ατόμων με διαβήτη.
Από την μετα-ανάλυση 14 μελετών στις οποίες μετείχαν 1.116.248 εθελοντές από πολλές χώρες διαπιστώθηκε ότι το 14% αυτών υιοθετούσε έναν υγιεινό τρόπο ζωής ενώ το 11% είχε ανθυγιεινές συνήθειες. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης του τρόπου ζωής σε όλες τις χώρες.
Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, στην οποία έλαβαν μέρος πάνω από ένα εκατομμύριο εθελοντές, διαπιστώθηκε ότι ο συνδυασμός πολλών παραγόντων υγιούς τρόπου ζωής μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2. Αν και το σωματικό βάρος επηρεάζει σημαντικά την εμφάνιση διαβήτη, ο συνδυασμός παραγόντων που αφορούν τον τρόπο ζωής φαίνεται να διαδραματίζει πιο σημαντικό ρόλο. Εξάλλου, η σωματική δραστηριότητα, η ποιότητα της διατροφής, οι συνήθειες ύπνου επηρεάζουν το σωματικό βάρος. Βρέθηκε ότι με την προσθήκη κάθε φορά ενός παράγοντα υγιεινού τρόπου ζωής ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη μειωνόταν κατά 11-16%.
Φάνηκε, επίσης, το όφελος της υιοθέτησης ενός υγιούς τρόπου ζωής στη διαχείριση της ασθένειας από τους πάσχοντες. Συγκεκριμένα, συγκριτικά με εκείνους που δεν ακολουθούσαν υγιεινό τρόπο ζωής, αυτοί που το έκαναν είχαν 56% μικρότερη πιθανότητα θανάτου οποιασδήποτε αιτιολογίας, 49% μειωμένο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακές νόσους, 31% μικρότερη πιθανότητα θανάτου από καρκίνο και 52% μικρότερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι σύμφωνα με τις εκκλήσεις της Αμερικανικής Εταιρείας κατά του Διαβήτη και άλλων οργανισμών που υποστηρίζουν ότι η αλλαγή του τρόπου ζωής συνιστά το σημείο εκκίνησης για τη διαχείριση της νόσου.
Η μείωση των θανάτων από μη μεταδοτικές νόσους είναι ένας από τους στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη που έχουν θέσει τα Ηνωμένα Έθνη μέχρι το 2030. «Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό θανάτων και ασθενειών στους πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2 οφείλεται σε επιπλοκές και καρδιαγγειακές νόσους, η πρόληψη μέσω της υιοθέτησης ενός υγιεινού τρόπου ζωής είναι επιτακτική ανάγκη», τονίζουν.
Και συνεχίζουν λέγοντας: «Σε ατομικό επίπεδο οι άνθρωποι πρέπει να υιοθετούν υγιεινές συνήθειες, όπως σωματική άσκηση, ισορροπημένη διατροφή, διακοπή του καπνίσματος και του αλκοόλ. Στο επίπεδο, όμως, του πληθυσμού, οι κυβερνήσεις οφείλουν να διευκολύνουν τις αλλαγές αυτές στον τρόπο ζωής κάνοντας τις υγιεινές επιλογές προσβάσιμες, προσιτές και βιώσιμες για όλους».
Στην παρούσα μελέτη, έγινε σε πρώτη φάση ανασκόπηση από 14 μελέτες στις οποίες συμμετείχαν 1.116.248 εθελοντές από τις ΗΠΑ, την Ασία, την Ευρώπη και την Ωκεανία, με ηλικία από 38 έως 73 έτη, οι οποίοι παρακολουθούνταν από 2,7 έως 20,8 χρόνια. Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση από άλλες 10 έρευνες από τις ΗΠΑ, την Ασία, την Ευρώπη και μία διεθνής έρευνα, στις οποίες συμμετείχαν 34.385 διαβητικοί τύπου 2. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων ήταν 49 με 69 έτη και αυτοί παρακολουθούνταν από 4 έως 21 χρόνια.