Μία στις 16 γυναίκες πέφτει θύμα ενδοοικογενειακής βίας κατά τη διάρκεια εγκυμοσύνης
Μπορεί η εγκυμοσύνη να αποτελέσει προϋπόθεση για να σταματήσει η βία μέσα στην οικογένεια; Η σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική και λεκτική κακοποίηση που υφίσταται η γυναίκα πριν την εγκυμοσύνη από τον σύντροφό της θα συνεχιστεί στο μεγαλύτερο μέρος των περιπτώσεων και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτό αναφέρει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας, Γρηγόρης Λέων.
Ο ίδιος προσθέτει ότι ο χαρακτηρισμός της εγκυμοσύνης ως «ανεπιθύμητης», η διάρκεια της εγκυμοσύνης και της λοχείας μπορεί να πυροδοτήσουν βίαιη συμπεριφορά του συντρόφου, η οποία συνήθως δεν αποκαλύπτεται, λόγω «ντροπής και φόβου για αντίποινα» και προτείνει τη λήψη μέτρων που θα δώσουν τη δύναμη στη γυναίκα να καταγγείλει το περιστατικό βίας.
«Εκτιμάται ότι περίπου μία στις 16 γυναίκες στην Ελλάδα πέφτει θύμα ενδοοικογενειακής βίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τόσο της γυναίκας όσο και του εμβρύου». Σημειώνει ότι οι γυναίκες με ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη είναι «τρεις φορές πιο πιθανό να βιώσουν κακοποίηση από τον σύντροφό τους σε σχέση με τις γυναίκες με προγραμματισμένη εγκυμοσύνη», εξηγώντας ότι «η εγκυμοσύνη μπορεί να μοιάζει απειλή σε έναν σύντροφο που θέλει να έχει τον πλήρη έλεγχο».
Στις αιτίες πυροδότησης βίας, ο κ. Λέων, εκτός από την «ανεπιθύμητη» εγκυμοσύνη, περιλαμβάνει οικονομικές δυσκολίες, ζήλεια και θυμό προς το αγέννητο παιδί. Τονίζει ότι οι κίνδυνοι λόγω της κακοποίησης των γυναικών κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης είναι «θάνατος της μητέρας, πρόωρος τοκετός, ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου, γέννηση χαμηλού βάρους νεογνού, επιπλοκές στην εγκυμοσύνη λόγω τραύματος, αποκόλληση του πλακούντα, αποβολή, θάνατος του εμβρύου ή εμφάνιση λοιμώξεων στη μητέρα». Επισημαίνει ότι έρευνες έχουν δείξει μεγαλύτερα ποσοστά αποβολών, διακοπής της κύησης και νεογνικών θανάτων σε κακοποιημένες γυναίκες σε σύγκριση με γυναίκες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως το άσθμα ή η επιληψία.
Δυστυχώς, η ενδοοικογενειακή βία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ένα από τα λιγότερα αναφερόμενα προβλήματα και δεν αποκαλύπτεται στον βαθμό που συμβαίνει, όπως υποστηρίζει κ. Λέων. «Οι γυναίκες, συνήθως, διστάζουν να αποκαλύψουν την αλήθεια λόγω ντροπής και φόβου για αντίποινα. Τις περισσότερες φορές, δε, οι γυναίκες που επισκέπτονται τον γιατρό συνοδεύονται από τον σύντροφό τους, με αποτέλεσμα η παρουσία του να δρα ως αποτρεπτικός παράγοντας για τη γυναίκα ώστε να παραδεχθεί τη βία από τον σύντροφό της», υπογραμμίζει.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας, είναι αναγκαίο «να ενθαρρύνουμε την αναφορά - καταγγελία βίαιων συμπεριφορών προς τις έγκυες γυναίκες, να ληφθούν μέτρα για την αποτροπή της γυναικείας κακοποίησης και να στηρίξουμε τις έγκυες - θύματα ενδοοικογενειακής βίας». Επίσης, θεωρεί σημαντική τη δημιουργία προγραμμάτων ελέγχου στα μαιευτήρια, τα οποία, όπως αναφέρει, μπορούν να συμβάλουν στον εντοπισμό των γυναικών που έχουν υποστεί σωματική βία, καθώς και τη δημιουργία προγραμμάτων παρεμβάσεων και υποστήριξης, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν τις γυναίκες να αντιμετωπίσουν τον σύντροφό τους και να μειώσουν τη βία. «Η ελληνική πολιτεία μπορεί να σχεδιάσει προγράμματα που θα δώσουν δύναμη στις γυναίκες και θα βελτιώσουν την αυτοπεποίθησή τους, θα τις κρατήσουν μακριά από τον κίνδυνο ακραίας βίας και θα τις διδάξουν πώς να μείνουν ασφαλείς», τονίζει ο κ. Λέων.
Ο ίδιος προσθέτει ότι ο χαρακτηρισμός της εγκυμοσύνης ως «ανεπιθύμητης», η διάρκεια της εγκυμοσύνης και της λοχείας μπορεί να πυροδοτήσουν βίαιη συμπεριφορά του συντρόφου, η οποία συνήθως δεν αποκαλύπτεται, λόγω «ντροπής και φόβου για αντίποινα» και προτείνει τη λήψη μέτρων που θα δώσουν τη δύναμη στη γυναίκα να καταγγείλει το περιστατικό βίας.
«Εκτιμάται ότι περίπου μία στις 16 γυναίκες στην Ελλάδα πέφτει θύμα ενδοοικογενειακής βίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τόσο της γυναίκας όσο και του εμβρύου». Σημειώνει ότι οι γυναίκες με ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη είναι «τρεις φορές πιο πιθανό να βιώσουν κακοποίηση από τον σύντροφό τους σε σχέση με τις γυναίκες με προγραμματισμένη εγκυμοσύνη», εξηγώντας ότι «η εγκυμοσύνη μπορεί να μοιάζει απειλή σε έναν σύντροφο που θέλει να έχει τον πλήρη έλεγχο».
Στις αιτίες πυροδότησης βίας, ο κ. Λέων, εκτός από την «ανεπιθύμητη» εγκυμοσύνη, περιλαμβάνει οικονομικές δυσκολίες, ζήλεια και θυμό προς το αγέννητο παιδί. Τονίζει ότι οι κίνδυνοι λόγω της κακοποίησης των γυναικών κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης είναι «θάνατος της μητέρας, πρόωρος τοκετός, ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης του εμβρύου, γέννηση χαμηλού βάρους νεογνού, επιπλοκές στην εγκυμοσύνη λόγω τραύματος, αποκόλληση του πλακούντα, αποβολή, θάνατος του εμβρύου ή εμφάνιση λοιμώξεων στη μητέρα». Επισημαίνει ότι έρευνες έχουν δείξει μεγαλύτερα ποσοστά αποβολών, διακοπής της κύησης και νεογνικών θανάτων σε κακοποιημένες γυναίκες σε σύγκριση με γυναίκες που αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως το άσθμα ή η επιληψία.
Δυστυχώς, η ενδοοικογενειακή βία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι ένα από τα λιγότερα αναφερόμενα προβλήματα και δεν αποκαλύπτεται στον βαθμό που συμβαίνει, όπως υποστηρίζει κ. Λέων. «Οι γυναίκες, συνήθως, διστάζουν να αποκαλύψουν την αλήθεια λόγω ντροπής και φόβου για αντίποινα. Τις περισσότερες φορές, δε, οι γυναίκες που επισκέπτονται τον γιατρό συνοδεύονται από τον σύντροφό τους, με αποτέλεσμα η παρουσία του να δρα ως αποτρεπτικός παράγοντας για τη γυναίκα ώστε να παραδεχθεί τη βία από τον σύντροφό της», υπογραμμίζει.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Ιατροδικαστικής Εταιρείας, είναι αναγκαίο «να ενθαρρύνουμε την αναφορά - καταγγελία βίαιων συμπεριφορών προς τις έγκυες γυναίκες, να ληφθούν μέτρα για την αποτροπή της γυναικείας κακοποίησης και να στηρίξουμε τις έγκυες - θύματα ενδοοικογενειακής βίας». Επίσης, θεωρεί σημαντική τη δημιουργία προγραμμάτων ελέγχου στα μαιευτήρια, τα οποία, όπως αναφέρει, μπορούν να συμβάλουν στον εντοπισμό των γυναικών που έχουν υποστεί σωματική βία, καθώς και τη δημιουργία προγραμμάτων παρεμβάσεων και υποστήριξης, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν τις γυναίκες να αντιμετωπίσουν τον σύντροφό τους και να μειώσουν τη βία. «Η ελληνική πολιτεία μπορεί να σχεδιάσει προγράμματα που θα δώσουν δύναμη στις γυναίκες και θα βελτιώσουν την αυτοπεποίθησή τους, θα τις κρατήσουν μακριά από τον κίνδυνο ακραίας βίας και θα τις διδάξουν πώς να μείνουν ασφαλείς», τονίζει ο κ. Λέων.