Μία πολυαναμενόμενη απόφασή του ανακοίνωσε σήμερα πολύ νωρίς το πρωί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και αναμένεται να κατασιγάσει πλέον η πολύ έντονη «φιλολογία» και τα σχετικά κινδυνολογικά διεθνή δημοσιεύματα του Τύπου και των ηλεκτρονικών ΜΜΕ σχετικά με τη δήθεν καρκινογόνο επίπτωση της χρήσης και της κατανάλωσης του τεχνητού γλυκαντικού ασπαρτάμη στις καθημερινές συνηθισμένες ποσότητες.

Έτσι, απολύτως χωρίς κίνδυνο, ούτε καν μακροπρόθεσμο, και απολύτως χωρίς ανησυχία θα συνεχίσουμε να καταναλώνουμε το τεχνητό γλυκαντικό «ασπαρτάμη», το οποίο ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) αποφάσισε να εντάξει στη λίστα 2Β, δηλαδή τη λίστα με τις «πιθανώς καρκινογόνες ουσίες»…

Η πραγματικότητα είναι το γεγονός ότι σε πάρα πολύ πιο χαμηλά επίπεδα ποσοτήτων, από 30% έως 60%, σε σχέση με τα διεθνώς επιτρεπτά ανώτατα όρια, που είναι τα 40mg ανά κιλό σωματικού βάρους, χρησιμοποιείται σήμερα η «ασπαρτάμη». Έτσι θα εξακολουθήσει, ακόμη και μετά τη σημερινή απόφαση του ΠΟΥ.

Παρά το γεγονός ότι η εν λόγω «πιθανώς καρκινογόνος ουσία» χρησιμοποιείται ευρέως ως εναλλακτική της ζάχαρης από τα εργαστήρια ζαχαροπλαστικής, αλλά και στην παρασκευή των αναψυκτικών ή/και χυμών φρούτων, καμία ανησυχία δεν πρέπει να καταβάλλει τους πολίτες από τη σημερινή απόφαση του ΠΟΥ να εντάξει την ασπαρτάμη στη λίστα με τις «πιθανώς καρκινογόνες ουσίες».

Κι αυτό, καθώς η χθεσινή απόφαση του ΠΟΥ αφορά την καθημερινή κατανάλωση πολύ υψηλότερων ποσοτήτων ασπαρτάμης, σε σχέση με αυτές που καταναλώνουμε σήμερα ή σε σχέση με τις μέγιστες ποσότητες, τις οποίες θα μπορούσε να καταναλώσει ένας συνηθισμένος, κανονικός άνθρωπος στις ημέρες μας.

«Δεν συνιστούμε σε επιχειρήσεις να αποσύρουν τα προϊόντα τους ούτε συνιστούμε στους καταναλωτές να σταματήσουν τελείως να την καταναλώνουν», ανέφερε χαρακτηριστικά χθες ο δρ Φραντσέκο Μπράνκα, διευθυντής του τμήματος Διατροφής, Υγείας και Ανάπτυξης στον ΠΟΥ, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης των ευρημάτων δύο μελετών για την ασπαρτάμη, σε συνέντευξη Τύπου.

Για τον Πολ Φάροα, καθηγητή Επιδημιολογίας του Καρκίνου στο ιατρικό κέντρο Cedars-Sinai του Λος Άντζελες, μάλιστα, «το ευρύ κοινό δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τον κίνδυνο καρκίνου που συνδέεται με οποιοδήποτε χημικό προϊόν ενταγμένο στην ομάδα 2B».