Επιστήμονες: Ο τάφος του Χριστού στην Ιερουσαλήμ είναι ο αυθεντικός
Οι επιστήμονες κατόρθωσαν να επιβεβαιώσουν ότι τα πιο αρχαία υλικά της κατασκευής χρονολογούνται από τους ρωμαϊκούς χρόνους, παρά τις δεκάδες καταστροφές.
Την επιστημονική επιβεβαίωση ότι ο τάφος του Ιησού στην Ιερουσαλήμ είναι ο αυθεντικός, εκείνος δηλαδή που έστησαν οι Ρωμαίοι περί τα μέσα του 4ου αιώνα, έχει το περιοδικό «National Geographic». Οι επιστήμονες κατόρθωσαν να επιβεβαιώσουν ότι τα πιο αρχαία υλικά της κατασκευής χρονολογούνται από τους ρωμαϊκούς χρόνους, παρά τις δεκάδες καταστροφές, αλλά και την ολοκληρωτική διάλυση που υπέστη το μνημείο το 1007.
Πολεμικές επιδρομές, φωτιές και σεισμοί που συνέβησαν στην περιοχή ανά τους αιώνες οδήγησαν πολλούς σύγχρονους μελετητές στην αμφισβήτηση της αυθεντικότητας του σημείου που είχε ταφεί ο Ιησούς. Πλέον όμως, τα αποτελέσματα των επιστημονικών δοκιμών που δημοσιεύει το «National Geographic» επιβεβαιώνουν πως τα ερείπια του σπηλαίου που βρίσκεται μέσα στην εκκλησία στους Άγιους Τόπους είναι μέρος του αρχικού ταφικού μνημείου που είχαν πρώτοι κατασκευάσει οι Ρωμαίοι.
Ειδικότερα, η επιστημονική χρονολόγηση έδειξε ότι τα πετρώματα του μνημείου ανήκουν στο 345 μ.Χ., την ώρα που γνωρίζουμε από ιστορικές πηγές ότι οι Ρωμαίοι είχαν εντοπίσει το ακριβές σημείο της ταφής του Ιησού το 326. Μέχρι τώρα, επιστημονικά είχε επιβεβαιωθεί ότι ο τάφος του Ιησού ήταν έργο της περιόδου των Σταυροφόρων, περί το 1000 μ.Χ. δηλαδή. «Αν και είναι αρχαιολογικά αδύνατον να επιβεβαιωθεί ότι ο τάφος είναι το σημείο ταφής ενός Εβραίου που ήταν γνωστός ως Ιησούς από τη Ναζαρέτ και ο οποίος σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη σταυρώθηκε στην Ιερουσαλήμ το 30 ή το 33 μ.Χ., οι νέες επιστημονικές χρονολογήσεις επιβεβαιώνουν πως η πρώτη κατασκευή του ταφικού μνημείου έγινε την εποχή του Κωνσταντίνου, του πρώτου Χριστιανού αυτοκράτορα της Ρώμης», αναφέρει το δημοσίευμα.
Ο τάφος του Ιησού ανοίχτηκε για πρώτη φορά μετά από αιώνες τον Οκτώβριο του 2016, όταν το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο προέβη σε εργασίες αναστήλωσης του μνημείου. Τότε ελήφθησαν αρκετά δείγματα, προκειμένου οι επιστήμονες σήμερα να οδηγηθούν στο συμπέρασμα της χρονολόγησης.