Οι χρήστες ηλεκτρονικού τσιγάρου είναι πιο ευάλωτοι σε πνευμονία
Τι δήλωσε η καθηγήτρια Μίνα Γκάγκα, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας και επικεφαλής του Πνευμονολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου «Σωτηρία».
Ο ατμός των ηλεκτρονικών τσιγάρων φαίνεται να βοηθά τα βακτήρια που προκαλούν πνευμονία να προσκολληθούν στα κύτταρα των πνευμόνων, αυξάνοντας έτσι τον κίνδυνο πνευμονίας, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική έρευνα.
Η μελέτη, που βασίστηκε σε πειράματα με ανθρώπινα κύτταρα, ποντίκια και 17 ανθρώπους, δείχνει ότι ο ατμός του ηλεκτρονικού τσιγάρου έχει επίδραση παρόμοια με τον καπνό του παραδοσιακού τσιγάρου ή με τη ρύπανση του αέρα από τα σωματίδια λόγω καύσης των ορυκτών καυσίμων. Τόσο ο καπνός όσο και η ατμοσφαιρική ρύπανση είναι ήδη γνωστό ότι κάνουν τους ανθρώπους πιο ευάλωτους σε λοιμώξεις των πνευμόνων από πνευμονοκοκκικά βακτήρια.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ιατρικής Τζόναθαν Γκριγκ του Πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «European Respiratory Journal» της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας, προειδοποίησαν ότι το άτμισμα, ιδίως σε βάθος χρόνου, μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο πνευμονικής λοίμωξης.
«Μερικοί άνθρωποι πιθανώς ατμίζουν επειδή θεωρούν το ηλεκτρονικό τσιγάρο απολύτως ασφαλές ή επειδή προσπαθούν να κόψουν το κάπνισμα. Όμως η νέα μελέτη προσθέτει νέες ενδείξεις ότι η εισπνοή ατμού έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, καθώς εκθέτει τα κύτταρα των αεραγωγών των πνευμόνων σε υψηλές συγκεντρώσεις δυνητικά τοξικά ουσιών» δήλωσε ο δρ Γκριγκ.
Η καθηγήτρια Μίνα Γκάγκα, πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας και επικεφαλής του Πνευμονολογικού Τμήματος του Νοσοκομείου «Σωτηρία», δήλωσε: «Τα ηλεκτρονικά τσιγάρα είναι ακόμη πολύ καινούρια και δεν έχουμε αρκετά στοιχεία για το πώς επηρεάζουν το ανθρώπινο σώμα. Μελέτες όπως αυτή μας παρέχουν μια έγκαιρη προειδοποίηση για το ποιοι μπορεί να είναι οι κίνδυνοι».
«Οι αρνητικές επιπτώσεις του καπνίσματος δεν είναι ορατές αμέσως, συνήθως εκδηλώνονται μετά από χρόνια έκθεσης. Συνεπώς πρέπει να κάνουμε περισσότερες έρευνες και να παρακολουθήσουμε τους χρήστες σε βάθος χρόνου για να δούμε ποιες μπορεί να είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία τους» πρόσθεσε.