Βιντεοταινίες 80s: Ωδή στον ρατσισμό, την ομοφοβία και την φαλλοκρατία
Τι έδειχναν οι ταινίες που παίζονται ακόμα - Τα άθλια μηνύματα και οι αισχρή πλοκή των ταινιών
Δεκαετία του 1980. Η εν λόγω περίοδος εκτός από όλα τα άλλα, έχει μείνει στην ιστορία και ως η εποχή της βιντεοταινίας. Η ιδιωτική τηλεόραση ήταν ακόμα κάτι άγνωστο και τα μοναδικά προγράμματα ήταν τα κρατικά και στο μονοπώλιο του θεάτρου και του κινηματογράφου, η επανάσταση ήρθε από τις βιντεοταινίες. Οι γειτονιές γέμισαν video club, οι Έλληνες νοίκιαζαν τις προϊστορικές κασέτες και σε μία περίοδο «παχέων αγελάδων» η παραγωγή βιντεοταινιών ήταν αντιστρόφως ανάλογη από τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού. Εκατοντάδες ταινίες μέσα σε λίγα χρόνια που δυστυχώς βλέπουμε ακόμα στους τηλεοπτικούς μας δέκτες.
Γιατί δυστυχώς; Γιατί στις βιντεοταινίες αυτές αντικατοπτρίζονται όλες οι παθογένειες που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία. Ρατσισμός, ομοφοβία, μισογυνισμός, φαλλοκρατία και άλλα πολλά κατείχαν δεσπόζουσα θέση στις βιντεοταινίες, οι οποίες έπιασαν το αόρατο νήμα από τις ταινίες των δεκαετιών του 60 και του 70*.
Παρακάτω δείτε μερικά αντιπροσωπευτικά παραδείγματα από τον βούρκο της βιντεοταινίας, τα οποία είναι λίγα από όσα δυστυχώς υπάρχουν και παίζονται ακόμα.
Μάντεψε τι κάνω τα βράδια
Πρόκειται για μία ωδή στον κοινωνικό ρατσισμό, στον μισογυνισμό, την εκμετάλλευση των ανθρώπων, ακόμα και των παιδιών, και γενικότερα όλα εκείνα που προσπαθούμε σαν κοινωνία να βελτιώσουμε και να ξεπεράσουμε εδώ και δεκαετίες, χωρίς μάλιστα να τα έχουμε καταφέρει.
Προσέξτε σενάριο: Ένα παιδί χάνει τους γονείς του και την επιμέλεια παίρνει ένας θείος και όλοι μαζί ζουν σε συνθήκες φτώχειας. Εμφανίζει τον πρωταγωνιστή να εύχεται η Μερόπη (η ξαδέλφη του) να σκάσει από το φαγητό, τον θείο ως αλκοολικό και τον ίδιο να φεύγει από το σπίτι, να πηγαίνει σε έναν καταυλισμό Ρομά και τελικά να στρέφεται στην επετεία, κάνοντας απάτη αφού προσποιούταν τον τυφλό, τον ανάπηρο κοκ. Τελικά φτιάχνει ολόκληρη «Σχολή Ζητιάνων» στο υπόγειο γκαράζ της πολυτελούς κατοικίας του και διατηρεί ένα ολόκληρο δίκτυο με επαίτες στην Αθήνα, από τους οποίους παίρνει ποσοστά και ταυτόχρονα έχει έναν φιλανθρωπικό σύλλογο από τον οποίον παίρνει επίσης λεφτά με μικρές απάτες. Το εξωφρενικό είναι ότι στην βιντεοταινία μία από τις μαθήτριες της «Σχολής» εμφανίζει και ένα μικρό παιδί, το οποίο σύμφωνα με τον μέντορα-δάσκαλο πρέπει να είναι βρώμικο, άρρωστο και να κλαίει συνεχώς.
Η ταινία σηκώνει ολόκληρη ανάλυση και μία από τις απορίες μου είναι, τι είδους χιούμορ είχαν στη δεκαετία του 80 και γελούσαν με τέτοιες αθλιότητες.
Δείτε (όσο αντέξετε) την ταινία και βγάλτε τα δικά σας συμπεράσματα:
Τροχονόμος Βαρβάρα
Ακόμα μία ταινία που κάνει αβίαστη αναπαραγωγή όλων των κοινωνικών στερεοτύπων. Ο αδελφός μίας κοπέλας που έχει περάσει στη σχολή τροχονόμων, αποφασίζει να αντικαταστήσει στην αδελφή του, η οποία έχει φύγει για τη Γερμανία. Ενδιάμεσα τσακώνεται με τους γείτονες με όλα τα στερεότυπα, υποδύεται τον Ρομά πλανόδιο πωλητή και τον εργάτη σε συνεργείο επίδοξου αρχαιοκάπηλου. Τελικά ντύνεται γυναίκα και προσπαθεί να διακωμωδήσει ένα κοινωνικό φαινόμενο. Αποτυχημένο από την αρχή μέχρι το τέλος.
Ο τελευταίος άντρας
Η ταινία με πρωταγωνιστή τον Κώστα Βουτσά, στην αυγή της δεκαετίας παρουσιάζει μία μεσοαστική οικογένεια της Αθήνας. Η ταινία εμφανίζει τον άντρα να είναι ο ορισμός του φαλλοκράτη, μισογύνη. Η σκηνή που μπαίνει στο σπίτι είναι αντιπροσωπευτική. Στο τέλος φαίνεται να αλλάζει μυαλά.
Εκείνο που θίγει όμως με απαίσιο τρόπο είναι η ομοφυλοφιλία. Ο γείτονας Λεό, εμφανίζεται σαν καρικατούρα με τον κεντρικό ήρωα να τον αποκαλεί «Λωξάντρα», «δεσποινίδα» και να κάνει κατά λάθος παράφραση στο επώνυμό του, αποκαλώντας τον «πουστ…» και τελευταία στιγμή να τον λέει «πουσίδη».
Πρόκειται για μία ακόμα αναπαραγωγή του άθλιου στερεότυπου για την ομοφυλοφιλία με το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα να είναι ο χαρακτήρας του Φίφη που ενσάρκωνε ο Σταύρος Παράβας. Συνηθιζόταν άλλωστε στις περισσότερες ταινίες να εμφανίζεται ένας ομοφυλόφιλος ως κωμική φυσιογνωμία.
Οι Πόντιοι
Την εποχή που οι Πόντιοι επαναπατρίζονταν, γυρίζεται και παίζεται μία ταινία που τους εμφανίζει να είναι όπως τους περιγράφουν τα κακόγουστα ανέκδοτα. Αφελείς, γκαφατζήδες και οριακά χαζοί. Ήταν ουσιαστικά ένα μεγάλο κακόγουστο ανέκδοτο, γυρισμένο σε ταινία, με ποντιακή μουσική, χιούμορ κακής ποιότητας και άφθονα στερεότυπα.
Ταμτάκος
Ποιος Harry Potter και ποιος Άρχοντας των Δαχτυλιδιών; Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 80 και συγκεκριμένα από το 1986 μέχρι και το 1990 γυρίστηκαν 14 ολόκληρες βιντεοταινίες με ήρωα τον συμπαθέστατο Ταμτάκο. Ο ηθοποιός Μιχάλης Μόσιος υπυδυόταν έναν Ρομά, τον Ταμτάκο, και οι ταινίες μας περιέγραφαν τις περιπέτειές του, «διακωμωδώντας» με τον χειρότερο δυνατό τρόπο την καθημερινότητα μίας κοινωνικής ομάδας, με έμφαση στην ομιλία τους και τις ενδυματολογικές τους συνήθειες.
Προσέξτε τίτλους ταινιών: Ο γυφτοροκάς, Γύφτικη δυναστεία, Ο γυφτοαριστοκράτης, Ο τελευταίος γυφτοκράτορας, Χαμός στο Αιγάλεω Σίτι, Ταμτάκος ο ηλεκτρονικός, Ο Ταμτάκος στο ναυτικό, Ο ερωτόγυφτος με το Ντάτσουν, Ταμτάκος ο Μαραντόνα της Αγίας Βαρβάρας, Τα δίδυμα, Γύφτος και γοητεία, Γυφτιά το μεγαλείο σου, Ταμτάκο προχώρα, ξεβρώμισε την χώρα, Ο Ταμτάκος ζει.
Αν παρατηρείται ένα μοτίβο στους τίτλους των ταινιών, με τη λέξη «γύφτο» να αποτελεί απαραίτητο συνθετικό, δεν είναι ιδέα σας.
Από τον τίτλο και μόνο οι ταινίες, μερικές από τις οποίες προβάλλονται ακόμα και σήμερα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, «ξερνούσαν» ρατσισμό.
*Όλα τα παραπάνω στοιχεία φυσικά ενυπήρχαν και στις χρυσές δεκαετίες του ελληνικού κινηματογράφου. Τότε που ήταν απενοχοποιημένο το να χτυπάει ένας άνδρας μία γυναίκα, πόσω μάλλον όταν αυτή είναι η οικιακή βοηθός, η οποία μάλιστα «κατακρεουργεί» την ελληνική γλώσσα. Τότε που ένας ομοφυλόφιλος ήταν απαραιτήτως μία κωμική καρικατούρα και οι έγχρωμοι αντιμετωπίζονταν ως πολίτες κατώτερης κατηγορίας.
Ήταν η εποχή που η ταινία με τον τίτλο «Τον αράπη κι αν τον πλένεις» τίναξε στον αέρα, με σημερινούς όρους, το box office.
Οι τίτλοι της ταινίας συνοδεύονται από το πιο ρατσιστικό τραγούδι της ελληνικής ιστορίας, υπό τον τίτλο «Ο αράπης» και αντιπροσωπευτικό τίτλο «τον αράπαρο, τον μαύραρο, τον σκύλαρο, τον μπλάκ». Η ταινία ξεκινάει και περιγράφεται ως μόδα, οι πλούσιοι να έχουν «μαύρους» (έτσι αποκαλούνται στην ταινία) για «υπηρέτες». Ο βασικός ήρωας θέλει χρήματα και αναγκάζεται να υποδυθεί έναν έγχρωμο οικιακό βοηθό. Βάφεται καφέ, φοράει και αφάνα και πιάνει δουλειά. Στο σπίτι που δουλεύει γίνεται μία ληστεία και σε ποιον να τα ρίξουν. Στον «υπηρέτη» που είναι και «μαύρος». Σας έφτασε ο ρατσισμός και τα στερεότυπα ή θέλετε κι άλλο; Ο βασικός ήρωας αγαπάει μία κοπέλα που έχει αδελφό ναυτικό, ο οποίος δεν θέλει τον πρώτο για γαμπρό του, επειδή «δεν έχει λεφτά». Η αδελφή του δεν θέλει να τον αφήσει κι εκείνος απειλεί ότι θα την πάρει μαζί του στα καράβια.
Η ταινία αυτή, με αυτόν τον τίτλο, αυτήν την υπόθεση και αυτά τα μηνύματα, παίζεται ακόμα. Οπότε γιατί να μην παίζονται και οι βιντεοταινίες; Βρίσκεται κάποιον λόγο στην Ελλάδα του 2019;