Η Ημέρα της Ευρώπης δεν αναφέρεται μόνο στη συγκρότηση της ΕΟΚ και μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και στο προηγηθέν ως προς τη συγκρότησή του και πολύ πιο κοντινό στην περίφημη «Διακήρυξη Σουμάν» Συμβούλιο της Ευρώπης. Αυτό συμφωνήθηκε και ιδρύθηκε ελάχιστα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Ευρωπαϊκού - Παγκόσμιου Πολέμου στις 5 Μαΐου 1949. Αντίθετα, η πρώτη ευρωπαϊκή κοινότητα εξελίχθηκε το 1952.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης, ως μια συνέλευση των εθνών του «πυρήνα» της Ευρώπης, αυτών που σχετίζονταν με την ενέργεια -τον άνθρακα τότε-, και τη βιομηχανία -τον χάλυβα τότε-, αποτελούσε μια συνάντηση πολιτικής και πολιτισμού, με κύριο στόχο στη βάση των θεωριών και των διακηρύξεων κάποιων κατά βάση τους γαλλόφωνων θεωρητικών και οραματιστών, όπως ο Σουμάν, για τη θεσμική συγκρότηση πολιτικής συνεργασίας στην Ευρώπη, με κύριο ζητούμενο την υπέρβαση του ανταγωνισμού των κύριων κεντρικών δυνάμεων της ηπείρου, που δεν ήταν άλλες από τη Γαλλία και τη Δυτική τότε Γερμανία, αφού το ανατολικό της κομμάτι βρισκόταν μεταπολεμικά υπό ρωσική κατοχή. Των δυο κεντρικών δυνάμεων, δηλαδή, από όπου κατά κύριο λόγο ξεκινούσαν οι επιθετικοί ευρωπαϊκοί πόλεμοι, που στη συνέχεια εξελίσσονταν σε παγκόσμιους, πάντα με πρωτοβουλία φυσικά του γερμανικού Ράιχ. Το Συμβούλιο της Ευρώπης, ακριβώς γιατί ήταν βασισμένο στη συναντίληψη σε κοινές αρχές δημοκρατίας, ουμανισμού συνδεόμενου με τον πασιφισμό και πολιτιστικές συνεκτικές παραδόσεις, στηριζόταν στα έθνη.

Η πρώτη κοινότητα οικονομικών συμφερόντων στη μεταπολεμική Ευρώπη με αντικείμενο βιοτικά, ενεργειακά και αναπτυξιακά συμφέροντα, όπως οι πρώτες ύλες για τη βιομηχανία, είχε ως στόχο την εναρμόνιση κεντρικών στρατηγικών μητροπολιτικών δυνάμεων, χωρίς αποικίες πλέον. Η ΕΚΑΧ είχε έξι μέλη: Γαλλία, Δ. Γερμανία, Βέλγιο, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία (Κάτω Χώρες).

Η χρονική περίοδος κατά την οποία κυριάρχησαν αυτές οι εξελίξεις, και αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί, δεν συμπίπτει μόνον με το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, αλλά και με εκείνο της αποικιοκρατίας, με την εθνικοποίηση των αποικιών, οπότε η εσωστρεφής αυτή Ευρώπη των «μητροπόλεων» συμπίπτει με την ανάγκη επιβίωσης και ενίσχυσής της σε συνθήκες παγκόσμιου διπολισμού και Ψυχρού Πολέμου με το «σοσιαλιστικό μπλοκ» της ρωσικής επιρροής στον κόσμο, με την Κίνα ή την Ασία σε «απομόνωση» και ετεροκαθορισμό των επιμέρους κρατικών στρατηγικών.

Η διαδικασία ενοποίησης που ξεκινά με την ΕΚΑΧ καλύπτει στη συνέχεια τον νέο τομέα τότε των πυρηνικών όπλων (ΕΚΑΕ) και τελικά εξελίσσεται έπειτα και από δύο διευρύνσεις, μία το 1973, όπου εντάσσεται η έτερη κεντρική δύναμη στην Ευρώπη, το Ηνωμένο Βασίλειο (αποχώρησε με το Brexit), μαζί με την Ιρλανδία, τη Δανία και τη Γροιλανδία (αποχώρησε το 1985), και μία το 1981, με την εμβληματική από πλευράς αρχέτυπου πολιτισμού Ελλάδα, συγκροτώντας την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ).

Οι προδιαγραφές της ευρωπαϊκής συσσωμάτωσης από την εποχή Σουμάν ήταν περίπου για μια τέτοιας έκτασης ενοποίηση στην Ευρώπη με λογικά περιθώρια «ρίσκου» ως προς την εμβάθυνση για τις πρώην σημαντικές αποικιοκρατικές μητροπόλεις της Ιβηρικής, την Ισπανία και την Πορτογαλία (εντάχτηκαν το 1986), και στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και του παγκόσμιου διπολισμού ΗΠΑ - Ρωσίας τη συμπληρωματική ένταξη της Αυστρίας, μαζί με δύο κράτη της Σκανδιναβίας, τη Φινλανδία και τη Σουηδία.

Εμβάθυνση των διεργασιών

Στην περίπτωση αυτή θα είχαμε μια συνέχεια εφικτή της διαδικασίας εμβάθυνσης των διεργασιών σύγκλισης και εναρμόνισης των οικονομικών, δημοσιονομικών, εμπορικών και πολιτιστικών σε μια ενοποιητική στρατηγική προς μια ενιαία, ισχυρή ευρωπαϊκή οντότητα, που θα επέτρεπε συνεκτικό νομισματικό πυρήνα, θετική ως προς τα συμμέτοχα εθνικά κράτη όλων των μεγεθών και των διαφορετικών αποκλίσεων.

Δεν συνέβη κάτι τέτοιο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με την «περεστρόικα» να εξελίσσει τη Ρωσία σε μια συγκλίνουσα δύναμη με προοπτική τη χαλαρή εναρμόνιση, στη βάση των εξωτερικών συνόρων, με την ευρωπαϊκή ενότητα της ΕΟΚ ή την πολιτική διάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης, ακολουθήθηκε η στρατηγική του ατέρμονου επεκτατισμού της ΕΟΚ και τελικά η μετεξέλιξη από το 1993 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την ενιαία νομισματική και οικονομική ένωση στον πυρήνα, με χαρακτήρα ευρωμάρκου, Ε.Ε., την εταιρικού χαρακτήρα διοίκησή της από την Κομισιόν και την ομοσπονδία των ευρωπαϊκών κεντρικών και επενδυτικών ολιγαρχικών εμπορικών τραπεζών, σε μια ευρύτερη, αχανή και δυσαρμονική ζώνη, από πλευράς προδιαγραφών και βιωσιμότητας, διεύρυνσης των «27», που μάλιστα συνεχίζεται, οδηγώντας την, όπως όλα δείχνουν, στο πλήρες αδιέξοδο και την εκ θεμελίων αναδόμησή της με ορίζοντα το 2030-2035.

Ακολουθήθηκε η στρατηγική του ατέρμονα επεκτατισμού της ΕΟΚ και τελικά η μετεξέλιξη από το 1993 με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και την ενιαία νομισματική και οικονομική ένωση στον πυρήνα, με χαρακτήρα ευρωμάρκου


Κρίσιμα πρόσωπα στις εξελίξεις της πρώτης φάσης του 1950, οι Αντενάουερ - Ντε Γκωλ, οι Κολ - Μιτεράν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου και των προδιαγραφών της ζώνης του ευρώ. Στο γεωπολιτικό παρασκήνιο η επιρροή του German Marshall Fund στη δομική στρατηγική των πάντα «αντιαποικιοκρατικών» ΗΠΑ ως προς την λειτουργική σχέση με την Ευρώπη, που αντιμετωπίσθηκε ως πολιτικός, οικονομικός, εμπορικός και ενεργειακός -υπό γερμανική ηγεμονία και γαλλικό «consensus»- βραχίονας του ΝΑΤΟ, υπήρξε και συνεχίζει να είναι καταλυτική.

Η «χαμένη ευκαιρία» προοπτικής για την Ευρώπη δείχνει ότι είναι πως μετά το 1990 δεν ακολουθήθηκε η θεωρία του Ηνωμένου Βασιλείου για διεύρυνση μέσω εμπορικών ζωνών και τελωνειακών συμφωνιών (τύπου ΕΖΕΣ), με την Ευρώπη των «15» να εξελίσσεται στον πυρήνα, ισχυροποιούμενη στη βάση της γαλλικής θεώρησης ενίσχυσης των πιο «αδυνάτων» με στοχευμένα πακέτα στήριξης τύπου Ντελόρ, Μεσογειακών Προγραμμάτων από τη δεκαετία του 1980 και των σημερινών ΕΣΠΑ.

*Ο Μενέλαος Τασιόπουλος είναι αρθρογράφος των Παραπολιτικών

*Δημοσιεύτηκε στα Παραπολιτικά